Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Σαν…ίδια


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Vincent van Gogh*


Αν βάλεις το αυτί σου πάνω στα σανίδια, το ξύλο θα στα φανερώσει όλα. Το πιάνο του τρίτου ορόφου, τα κουτσομπολιά του δεύτερου, τον έρωτα στο μυαλό του πρώτου. Τα βήματα των περαστικών. Τώρα κοντοστέκονται μπροστά στη βιτρίνα του φούρνου. Ακούς τα ψιλά πάνω στο ταμείο; Το σουσάμι που δραπετεύει απ’ το κουλούρι; Το ράγισμα στο φύλλο της πίτας;

Σανίδια. Ταλαιπωρημένα. Σημαδεμένα από μια κουτσή κουνιστή πολυθρόνα, ένα τραπέζι που ’χει καιρό να στρωθεί και πολλά αγενή τακούνια. Τα φούσκωσε μια παλιά βροχή, τα υπέγραψε ο καιρός με ίχνη ανεξίτηλα. Πάνω τους φιλοξενούν βιβλία, χαρτιά, αποδείξεις, χαλασμένα στυλό, σπασμένα μολύβια, περιοδικά «ΑΡΜΟΝΙΑ». Ένα πιάτο με ψίχουλα κι ένα φλιτζάνι με βουβό κατακάθι. Υπάρχουν και ξεχασμένα χαρτάκια «μην ξεχάσω» και τσαλακωμένες εμπνεύσεις και λάθος εκτυπώσεις και γράμματα που κάποτε σήμαιναν πολλά και τώρα τεμπελιάζουν. Ένα πλαστικό μπουκάλι που περιμένει υπομονετικά την ανακύκλωση και δυο τρεις αφηρημένες στάχτες λίγο πριν διαλυθούν.

Τα σανίδια φιλοξενούν και στοίβες με cd. Ψηλούς απροσπέλαστους πύργους. Από τα παράθυρά τους διακρίνονται χέρια που εκλιπαρούν βοήθεια. Φυλακισμένες μουσικές που ζητούν ελευθερία.

Έχουν γίνει και γιορτές σ’ αυτό το δωμάτιο, θυμούνται γλέντια τα σανίδια, αυτοσχέδιους χορούς και γέλια να τους διακόπτουν. Έχουν σπάσει πάνω τους σχέσεις και ποτήρια, άχρηστα πολύτιμα, παλιά. Έχουν ποτιστεί με κρασί και μεθυσμένες λέξεις. Στις ρωγμές τους ανθίσανε κέφια των καιρών- μικρά χαμογελαστά θαύματα της θλίψης.

Τα σανίδια θυμούνται και εγκλήματα. Με κιμωλία κάποιος χάραξε πάνω τους το περίγραμμα δολοφονημένων στιγμών. Στις λωρίδες τους παραταγμένες μνήμες. Στοιχίζονται χασμουριούνται και περιμένουν να περάσει. Τι;

 Ένα λεωφορείο περνάει ξεφυσώντας το δρόμο και τα σανίδια τρίζουν. Μια σελίδα αναπηδά τρομαγμένη, Πάνω της, χουζουρεύει ένα ποίημα και μέσα του μια γυναίκα ζωγραφισμένη από την πένα του Γιώργου Μαρκόπουλου:

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από που να αρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ύστερα -και την κοίταζα.
Το πρόσωπο της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.
Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.
Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννηση τους την ερημιά του μάστορα
.


Πάνω στα σανίδια την έβγαλε σήμερα. Σαν παιδί που το ξέχασαν για λίγο κάτω κι αυτό άπλωσε γύρω γύρω όλα του τα παιχνίδια. Με τ’ αυτοκινητάκια του πέρασε πάνω από ό,τι μπορεί να βαραίνει ένα πάτωμα και να περισσεύει από ένα ουρανό. Ύστερα ξάπλωσε εκεί κι αποκοιμήθηκε. Ίσως γι αυτό έμεινε το όνειρο δεμένο με τη γη. Κι όμως αν αντί για κάτω χαμηλά, ακουμπούσε το βλέμμα του πάνω και ψηλά…και έξω;



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-438#ixzz2adjILUR8

                                                                                                          (Πρώτη Δημοσίευση: 18.10.12)