Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Στη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ…




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Γιάννη Σταύρου


Μου άρεζαν πολύ τα μιούζικαλ. Από παιδί κουκουλωνόμουν στη ροζ κουβέρτα και ξενυχτούσα για να δω ζευγάρια να ίπτανται με χάρη πάνω από το έδαφος, κάποιον να μεταμορφώνει μια γκαντέμω καταιγίδα σε πανηγύρι του έρωτα και της βροχής, να βγαίνει ουράνιο τόξο κι ακολουθώντας δρομάκια με κίτρινα τούβλα, άκαρδοι φοβητσιάρηδες και κουτοί να ψάχνουν τη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ… Δες πόσο εύκολο είναι να τραγουδάς, να ζεις, να παίζεις, να μεγαλώνεις, να δραπετεύεις μες τη μουσική.

Το επόμενο γκρίζο πρωινό στο σχολείο, δυσκολευόμουν να πιστέψω πως είναι μόνο αυτό. Σκέτο. Γιατί δεν βγαίνουν απ’ τις αίθουσες οι μαθητές χορεύοντας στη μικροσκοπική αυλή, να τραγουδούν για το πόσο βαρετά είναι τα μαθήματα και πόσο όμορφο είναι το διάλειμμα. Τα κορίτσια πάνω στα κάγκελα και τα αγόρια από κάτω γονατιστοί να μας περιμένουν να χαθούμε στην αγκαλιά τους, να ζήσουμε καλλιτεχνικά ζευγάρια στη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ. Και κάθε φορά, το μιούζικαλ αναβάλλονταν για την επόμενη, τη μεθεπόμενη, την πολλά χρόνια αργότερα.

Τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα, βιώνω την προετοιμασία και τον πανικό ενός τέτοιου εγχειρήματος*. Με πρωταγωνίστρια την ξεπεσμένη ντίβα: Θεσσαλονίκη, και την ανερχόμενη στάρλετ: Υπερπροσπάθεια 70και ανθρώπων να συνεργαστούν, να επικοινωνήσουν, να σωπάσουν, να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό σε κάτι που εκ βαθέων πιστεύουν ή έχουν εκπαιδευτεί να πιστεύουν. Ανεξαρτήτου αποτελέσματος λοιπόν, σε αυτό το μιούζικαλ, μεταξύ άλλων, η Θεσσαλονίκη ανατρέχει στο παρελθόν και αναπαριστά μια εποχή που δεν υπήρχε καχυποψία, ρατσισμός και διχόνοια… Εκεί όπου  Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί ζούσαν, μεγάλωναν, τραγουδούσαν και χόρευαν παρέα.


Τελειώνω αργά από την πρόβα και κατευθύνομαι με το ποδήλατο στο σπίτι. Περίπου 10’ διαδρομή. Ικανά για σκέψεις, απολογισμούς και όνειρα… Ήμασταν λέει όλοι μαζί… οι καλοί κι οι κακοί μαθητές παρέα, χορεύαμε με σκουφιά και κασκόλ μέσα στο κρύο, θρηνούσαμε τα ζόρια μας κι υμνούσαμε το διάλειμμα…τις μέρες που έρχονται… τις Χώρες του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ… συγχρονισμένοι όλοι μαζί κι ερωτευμένοι με την πρωταγωνίστρια… ξεπεσμένη, ανερχόμενη, ψωνάρα και πανέμορφη Θεσσαλονίκη… εκεί στο ύψος της Λαγκαδά.

Φτάνω σπίτι πτώμα. Κι όσοι με πλησιάζουν, τοίχοι καθρέφτες σκυλιά κι αγαπημένοι, μου λένε πως βρωμάω από την κορφή ως τα νύχια καυσόξυλα. Η απόσταση των 10’ με το ποδήλατο, είναι ικανή να απορροφήσει την κατάντια της εποχής μας: Άνθρωποι να καίνε ό,τι βρουν για να ζεσταθούν κι αυτό να εκπέμπεται σαν αιθαλομίχλη στον αέρα και στα κυκλοφορούντα κορμιά αυτής της πόλης.

«Είναι από την πρόβα…» λέω και ψεύδομαι κι είναι σαν να ομολογώ όλη μας την αλήθεια «…από την σκηνή της πυρκαγιάς του 1917» …τότε που χάθηκαν τα πάντα για να ξαναγεννηθούν και να ξαναπεθάνουν και να αναστηθούν και να ξαναβουλιάξουν και να ξανανθίσουν στραβά στρεβλά μα φρέσκα και ικανά, ανάλογα την κατεύθυνση της Ιστορίας, ή την κατεύθυνση που θα τους δώσεις….

Το κοριτσάκι στη ροζ κουβέρτα τολμά να πει, έστω χωρίς τραγούδια και χορούς, πως θα ‘θελε η κατεύθυνση να είναι… ΑΠΟ ‘ΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΩ. Από δω και πάνω. Από δω και π….


* "Με μουσικές εξαίσιες… με φωνές!" Μια μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης, ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-sti-xora-tou-kalitera-tou-Tote-tou-pote-481#ixzz2oWpHheUr

                                                                                                   (Πρώτη Δημοσίευση 19.12.2013)

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Τίποτα

 


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του
Santhana Krishnan




- Τι θα κάνεις τις γιορτές;
- Τίποτα.
- Έλα πες… οικογενειακά; Ρεβεγιόν με φίλους;
- Μπα τίποτα…
- Καμιά εκδρομή;
- Τίποτα λέμε.
- Τι έχεις;
- Τ Ι Π Ο Τ Α.


Με τα τόσα τίποτα κόπηκαν κι οι ερωτήσεις. Αφού δεν σήκωνε και πολλά…
Έμεινε μόνος… τίποτα δεν περίμενε… τίποτα δεν συνέβη. Εκτός κι αν…


Έτσι όπως κρατάει το Τ Ι Π Ο Τ Α στα χέρια, σκαλώνει το δάχτυλο στην τρύπα του ΟΜΙΚΡΟΝ. Ντριννν… ακούγεται κάτι σαν κουδούνι. Κοιτάει γύρω του…ΤΙΠΟΤΑ. Ξαναπατάει το ΟΜΙΚΡΟΝ… ξανακούγεται το κουδούνι. Άκου να δεις… Στο χέρι του λοιπόν… στην καρδιά του τίποτα… υπάρχει ένα κουδούνι. Θα υπάρχει λογικά και μια πόρτα. Πράγματι, το ΠΙ στέκεται αριστερά του ΟΜΙΚΡΟΝ σαν πόρτα θεόρατη κλειστή. Τη χτυπάει κι αυτή δειλά με το χέρι, βάζει το αυτί του να ακούσει…ΤΙΠΟΤΑ. Είναι κανείς εδώ… ψιθυρίζει στη χούφτα του. Μπα… ΤΙΠΟΤΑ. Μετά από λίγη σκέψη, παίρνει το αρχικό ΤΑΥ… και το χρησιμοποιεί σαν σφυρί… ή καλύτερα τσεκούρι… και παλεύει να σπάσει με αυτό την κλειστή πόρτα του ΠΙ…ΤΙΠΟΤΑ. Παίρνει το ΓΙΩΤΑ και προσπαθεί, σαν έμπειρος ληστής, να διαρρήξει την κλειδαριά…ΤΙΠΟΤΑ. Δεν γίνεται… Του αποκαλύφθηκε από το τίποτα ένας ολόκληρος κόσμος… και δεν θα τον εξερευνήσει; Κοιτάει τι του ‘μεινε απ’ τη λέξη, το τελικό ΤΑ. Προσπαθεί να το πλέξει κι αυτό στο συλλογισμό του….


ΤΑ…
ΤΑ…ΠΙ με ΤΑΠΙ …άφραγκες γιορτές τι να τις κάνω…
(η πόρτα παραμένει κλειστή… δοκιμάζει ξανά και ξανά και ξανά… τα ΤΑ εκσφενδονίζονται σαν λυγμοί από το στόμα του)
ΤΑ… ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΟΛΑ, ΤΑ… ΣΙΧΑΘΗΚΑ, ΤΑ… ‘ΧΩ ΠΑΙΞΕΙ, ΤΑ… ’ΧΩ ΧΑΣΕΙ, ΤΑ…ΒΑΝΙ,ΤΑ…ΜΠΛΑΣ, ΤΑ…ΠΕΙΝΩΣΗ
(νιώθει το χέρι του ζεστό, σαν να πλησίασε σε μιαν απάντηση κλειδί- ικανή να ξεσφραγίσει ακόμη και την κλειστή πόρτα ενός τίποτα)
ΤΑ… ΠΕΙΝΟΣ… του φωνάζει απηυδισμένο το λεξικό…
- Δηλαδή;
… αυτός που έχει επίγνωση της αδυναμίας, της μηδαμινότητάς του.
Κάτι γαργάλησε μες την παλάμη του… κάτι σκίρτησε…
ΤΑπεινά λοιπόν, σκέφτηκε και σΤΑμάτησε για λίγο να γκρινιάζει.
Σαν ν’ άνοιξε κι η πόρΤΑ…

Πίσω αΠό το Πι δεν κρύβονταν Παλάτια, ούτε Παράδεισοι, ούτε Πλούτη…
Ούτε καν Προσδοκίες για Πανέμορφες γιορτές. Παρά μόνο ένα Πολύ αΠλό Παιχνίδι με τα γράμματα. Που ήταν σαν να Προσπάθησε να του θυμίσει Πως –για δες- αΠό ένα ΤΙΠΟΤΑ… μπορούν, αν θες, να γεννηθούν ΤΑ Πάντα.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-tipota-480#ixzz2nR6fV5Hx


                                                                                                              Πρώτη Δημοσίευση 12.12.2013

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

 

Οι φίλοι είναι εκεί… μικρές κουκίδες, εντός κι εκτός πόλης. Τις ενώνω με κόκκινη κλωστή. Ισορροπούν πάνω της σκέψεις λόγια και μηνύματα. Αναπάντητες τείνουν τραμπαλίζονται και πέφτουν. Αν ένας από τους δύο το σήκωνε μπορεί να λέγαμε τα εξής:


Τζαμάρισμα*

 



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Χάρη Μητρούση



Σε σκεφτόμουν… Πώς είσαι; Πώς περνάς; Τι βλέπεις όταν περπατάς; Αγαπάς αυτές τις μέρες; Σε χαϊδεύουν; Νιώθεις; Κλαις; Έζησες τίποτα καλό; Έστω είδες; Άκουσες; Τι θα ‘θελες; Έχεις λεφτά; Σχέδιο; Όνειρο; Ένα γαμώτο που σε καίει; Είναι αρκετό να σε ζεστάνει; Πρόσεχε μόνο… τις αναθυμιάσεις…


Εδώ; Όλα καλά. Δεν σκέφτομαι. Τραγουδάω πού και πού και αποκωδικοποιώ μετά τις μελωδίες. Πώς σου κολλάει ένα τραγούδι, χωρίς λόγο. Υπάρχουν στιγμές… «σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» …κι άλλες πιο… «Χειμώνας… δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τα αηδόνια». Το ξέρεις; Το μουρμούριζε κάθε Δεκέμβρη η μαμά κι έχωνε τα κυδώνια στο φούρνο. Καρφωμένα πάνω τους γαρύφαλλα, κανέλες… μύριζε το σπίτι γλυκιά αναμονή. Τι περιμέναμε; Να μεγαλώσουμε…ξέρω κι εγώ…


Τι πράγμα; Ναι βγαίνω. Βγαίνω στην πόλη να συλλέξω εικόνες κι έμπνευση… Κουκουλώνομαι καλά και μ’ αδηφάγο βλέμμα ψάχνω ένα πέταγμα πουλιών, ένα σύντροφο σκύλο, μια ομορφιά… Βλέπω πολλούς να κατουράνε στον δρόμο. Εκεί κατουράνε στα κεπέγκια; Στις σκάλες; Στα δέντρα; Στα παρκαρισμένα; Στους κάδους; Στους ανθρώπους που’ ναι μέσα τους και ψάχνουν;


Συχνά καταλήγω σινεμά. Είναι πιο εύκολο να πάρεις την ταινία έτοιμη, παρά να την ζήσεις. Βυθιζόμαστε στις θέσεις μας και πάμε… Ρώμη, Άνδρο, στο διάστημα… Έπειτα ανάβουν τα φώτα κι επιστρέφω με σουβενίρ πλάνα αξιοθέατα στο σπίτι.


Α, πέτυχα κάτι ωραίο χθες. Μπάσο, κιθάρα, ντραμς, σαξόφωνο, μελόντικες, φωνές. Τζαμάρανε, γελούσανε, έδιναν χώρο κι έπαιρναν. Ξες τι ωραία; Έβγαλα και τα γυαλιά, έξω έβρεχε, θόλωσαν τα πάντα. Έβλεπα μόνο ήχους και νωτισμένα χρώματα. Σαν πίνακας ξεχασμένος στην καταιγίδα. Σαν συναυλία στο βυθό της θάλασσας. Ή σαν μαέστρος ζωγράφος που έκλαιγε.


Μην χάνεσαι. Μου λείπεις. Δεν σε παίρνω αλλά σε σκέφτομαι. Φυσάω μέσα σε σαπουνόφουσκες ευχές και προσευχές. Φτάνουν ως εκεί;



*Τζαμάρισμα: ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-tzamarisma-479#ixzz2mxfRIX5B


                                                                                                             


                                                                                                           (Πρώτη Δημοσίευση: 5.12.2013)

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Ράδιο γανωτής, λούστρος και ντελάλης

 

 



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Στράτου Στεριανού



Στο τελευταίο συμμάζεμα του σπιτιού περίσσεψαν 2μιση ραδιόφωνα. Υπήρχε ένα στην κρεβατοκάμαρα και λειτουργούσε σαν υπνητήρι/ ξυπνητήρι, ένα στο σαλόνι σαν μόνιμο soundtrack της καθημερινότητας, κι ένα τρανζιστοράκι στην κουζίνα- απαραίτητο μητροπαράδοτο συστατικό για την προετοιμασία του φαγητού, εμπλουτισμένη πάντα με νότες και παράσιτα. Ησυχία δεν έβρισκαν οι τοίχοι. Εκτός κι αν έπεφτε το ρεύμα ή έπεφταν σε κενό αέρος οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί. Ακόμα κι αν έλλειπαν όλοι από το διαμέρισμα, το ραδιόφωνο παρέμενε ανοιχτό, αυτόπτης μάρτυρας στα όνειρα του σκύλου.

Και δώστου οι κλασικές μουσικές σαν αναζήτηση οικιακής αρμονίας- να μην έχεις και αγωνία για το τι θα ακολουθήσει. Και να ο Μάνος Κατράκης και η Κατίνα Παξινού μουσαφίρηδες στο σπίτι σου, κι ο δημοσιογράφος Μπρίνης να αναμεταδίδει τα νέα της Λιλιπούπολης και το Ράδιο Νοσταλγία να σε πηγαινοφέρνει στο χρόνο. Πλημμύριζε το σπίτι άγνωστες οικείες φωνές κι η φαντασία σκάρωνε μορφές και πρόσωπα. Είχες παρέα στο διάβασμα, παρέα στην παρέα μα κυρίως παρέα στη μοναξιά.

Υπήρχε και μια κασέτα ετοιμοπόλεμη, μήπως και προλάβει να καταγράψει το τραγούδι που κατά καιρούς σε στοίχειωνε. Μετά γινόταν ξεσκαρτάρισμα και μετά κόπων, REC, PAUSE και βασάνων έφτιαχνες τη δική σου εκπομπή. Αυτά που ήθελες να πεις τα στρίμωχνες στο εξώφυλλο ή τα έκρυβες κάτω από ζωγραφιές κι αλλόκοτα κολάζ. Την άκουγες μέχρι να λιώσει. Τη δοκίμαζες πρωί μεσημέρι βράδυ. Στα walkman, στο μεγάλο στερεοφωνικό, ακόμα και στον ύπνο σου. Κι όταν ήσουν έτοιμος να την αποχωριστείς, την πρόσφερες σαν εκ βαθέων δήλωση, σαν ψίθυρο πολύτιμο σε αυτιά αγαπημένα.

Όταν κάποια στιγμή ένιωσα πως δεν χωρούσε το εξώφυλλο μιας κασέτας όλα αυτά που ήθελα να πω, κατάλαβα πως αγαπούσα το ραδιόφωνο κι από την άλλη πλευρά. Εκείνη που κρύβεται μες τη συσκευή, ανάμεσα στα καλώδια και τις λυχνίες και οδηγεί μέσω μιας στραβιάς κεραίας σε ένα ηχομονωμένο δωματιάκι βασίλειο, με υπηκόους δίσκους φέτες κονσόλες και μικρόφωνα. Άσε με να μπω στο σπίτι σου, στ’ αμάξι σου, σαν ψίθυρος στα αυτιά σου. Σαν εκ βαθέων δήλωση, κασέτα χειροποίητη, έστω λίγο μασημένη.

Υπάρχουν επαγγέλματα που χάνονται στον χρόνο. Ο γανωτής, ο λούστρος, ο ντελάλης. Στις μέρες μας, ανάμεσα σε πολύτιμα άλλα εκλιπόντα, μοιάζει να είναι κι ο ραδιοφωνικός παραγωγός. Αυτός που επιλέγει απ’ το στοκ της ψυχής του τα τραγούδια και μιλάει για όλα εκείνα που δεν χωράνε στο εξώφυλλο της κασέτας. Τη θέση του πήρε ο Τζάμπας, το Τζάμπο, ο φρι το γκόου- ο ελεύθερος να φύγεις, να κλείσεις άρον άρον τη συσκευή, μήπως και ξεστοιχειώσει το μυαλό σου από την αντίστροφη μέτρηση των Χριστουγέννων, από την αντίστροφη μέτρηση του τέλους της παρέας, των ονείρων, του πολιτισμού.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-radio-ganotis-loustros-kai-ntelalis-478#ixzz2mJMOSnJE
                                                                                                        (Πρώτη Δημοσίευση 28.11.2013)