Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Νεκρή φύση


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική με τη ζωγραφική του Pablo Picasso


Οι τοίχοι και τα ταβάνια έχουν τη δική τους ιστορία. Κάποιος προσπάθησε να τη σβήσει με μπογιά. Μετακίνησε λοιπόν μπαούλα, λαμπατέρ, κάδρα, έπιπλα, όλους αυτούς τους σιωπηλούς κομπάρσους που έχουν τοποθετηθεί σχεδόν τυχαία σ’ ένα χώρο, όλη του τη ζωή κάτω από ένα νάιλον. Τσιμουδιά, είπε και τους βούλωσε με χαρτοταινία το στόμα. Αντικείμενα κουτσομπόλες- πώς να τα εμπιστευτεί; Άψυχα, υλικά, χρησιμοποιημένα, τραυματισμένα, ολοκαίνουρια, δανεικά, μιας χρήσης ή πολλαπλών ή απολύτως καμιάς. Άλλοτε παίζουν ρόλο αισθητικό, άλλοτε πρακτικό. Καμιά φορά παίζουν και ρόλο διάφανο. Βλέπει μέσα τους αυτά που δεν ήθελε ως τώρα να δει.

Συνήθως ούτε καν τα προσέχει… Γι αυτό κι αυτά εκδικούνται με υπόκωφες φωνές και ψιθύρους μες τη νύχτα. Παραμιλάει η βιβλιοθήκη, τρίζει η πόρτα, μπάζει το παράθυρο, κοροϊδεύουν τα βάζα, βογκάει η καρέκλα, ο καναπές στενάζει με καημό. Στιγμιαία θύματα μιας απρόσεχτης φευγαλέας ματιάς κι ύστερα τίποτα. Παρολαυτά μπορεί, αν θελήσει, να τα επικαλεστεί σαν αυτόπτες μάρτυρες της καθημερινότητας ή της απόπειρας δολοφονίας της. Ήταν εκεί κι η λάμπα- θυμάσαι; Το τασάκι, το ποτήρι, το κάδρο, χαμογελούσε ειρωνικά, η κουβέρτα, αυτή έκρυβε τόση ώρα τον αναπτήρα, το χέρι σου κρατούσε ένα στυλό, το καπάκι του στα χείλη σου- θα ‘θελα να ‘μουν πλαστικό και μπλε.

Να κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθε σημάδι πάνω τους και μια περιπέτεια: η μοιραία συνάντηση με μια πέτρα, ή εκείνο το πέσιμο από το ποδήλατο, μια λαδιά, τότε που το ένα πατήθηκε συνωμοτικά για να διακόψει μια φλυαρία, τότε που το άλλο δαγκώθηκε από σκύλο. Αποτυπώματα κούρασης, στραβού γιαλού, κατά λάθος χαδιών. Διανύουν χιλιόμετρα οι ιστορίες παπουτσιών. Και αν προσέξεις, καθρεφτίζουν το μονόλογο των βημάτων τους. Αν τα δωροδοκήσεις με λίγη παρατηρητικότητα, θα τα προδώσαν όλα.

Να κι ένα καλάθι. Φιλοξένησε κάποτε φρούτα. Ύστερα στολίστηκε με κορδέλες γέμισε με καραμέλες καρύδια και μπουκάλια και στάλθηκε για δώρο. Όταν σώθηκαν οι καρποί, τα γλυκά και τα ποτά, τρύπωσαν μέσα του γράμματα και λογαριασμοί. Ύστερα το περιεχόμενο μπερδεύτηκε- μπήκε πάνω του ο τίτλος «Διάφορα» που περιλαμβάνει τα πάντα και τον γλιτώνει από συναισθηματισμούς. Ή μήπως όχι; Μια και είναι άψυχα, περισσεύει πολύς χώρος για να αποθέσει το ψυχικό βάρος που δεν αντέχει να κουβαλά. Έτσι ένα καλάθι γίνεται μια έμπρακτη απόδειξη ότι έζησε, ένιωσε, άδειασε μα σαν γκαμήλα κρατά ακόμη.

Με αφορμή ένα βάψιμο, γέμισε η σελίδα αντικείμενα- παζάρι μεθυσμένο. Πίσω από τον πάγκο, το αφεντικό τρελάθηκε και πουλάει όσο όσο άψυχες ιστορίες… περιπέτειες μολυβιών, επίπλων, οικιακών συσκευών, ποτηριών, σκονισμένων μπαούλων. Λέει το καθένα τον πόνο του: αν χρησιμοποιήθηκε αρκετά, αν παρακουράστηκε, τι είδε, τι άκουσε, πώς σημαδεύτηκε από τον χρόνο. Άλλα πάλι εξακολουθούν να αποποιούνται την πρακτική πραγματική τους χρήση. Αυτά ονομάζονται αντικείμενα πολυτελείας κι έχουν την πολυτέλεια να φαντάζονται… τα χαλιά ότι μπορούν να πετάξουν, τα ποτήρια να μισογεμίσουν, οι κούκλες να ‘ναι όμορφες μια ζωή, οι τρόμπες μαγικά ραβδιά, τα άδεια μπουκάλια να φωνάξουν βοήθεια- αν χρειαστεί.

Μετά τη μικρή νάιλον εκδρομή, τα αντικείμενα σκουπίστηκαν, γυαλίστηκαν και ξαναγύρισαν στη θέση τους. Όπως κι οι ιστορίες τους. Τη νύχτα μόνο εκδικούνται με υπόκωφες φωνές και ψιθύρους. Νομίζει πως άκουσε να του λένε… ζήσε, μην κρατάς… η ζωή είναι πιο πολύτιμη από τα ενθύμιά της.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-443#ixzz2aduqd6wk

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 22.11.12)

Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-443#ixzz2adv3LTj9