Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Πες αλήθεια, πότε;


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Λυδίας Στατήρη



-Πότε είδες τελευταία κάποιον να κλαίει;
 
Όταν φυσούσε…

Χτύπησα την πόρτα για να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Μου άνοιξε κανονικά. Μούσκεμα. Μου ‘δωσε ρέστα. Με ρώτησε αν η καθαρίστρια κάνει καλά τη δουλειά της. Περίμενα να μου πει πως ξεφλούδιζε κρεμμύδια. Περίμενα να τα μυρίσω. Τι έχετε; Καλημέρα. Είπε η πόρτα ασφαλείας κι έκλεισε με δύναμη.

Κατηφόριζαν ένας πατέρας και δίπλα μια κοπέλα- μάλλον κόρη του. Δεν κοιτάζονταν. Έμοιαζαν. Κι έκλαιγαν. Πιασμένοι από το χέρι. Περίμεναν στο κόκκινο. Στο πράσινο προχωρούσαν. Κι έκλαιγαν.

Να κλαις. Είναι λυτρωτικό. Δεν είναι κακό καθόλου. Δυσκολεύομαι να κλάψω και προσπαθώ να το κάνω βλέποντας συγκινητικές ταινίες. Μάλλον εγώ θα πρέπει να ήμουν ο τελευταίος που είδα, η αντανάκλασή μου στην οθόνη.

Βγήκα για πρωινή βόλτα στην πόλη. Να συλλέξω εικόνες, καλημέρες κι ιστορίες. Μ’ έσπρωχναν παράπονα θλίψες και βιασύνες. Μάλωναν. Στο δρόμο στο φαρμακείο στο σούπερ μάρκετ. Έκλαιγαν μέχρι και τα προφυλακτικά κι οι σερβιέτες, η σήμανση στο δρόμο, τα νεράντζια, οι ληγμένες συσκευασίες, τα οικογενειακά πακέτα, οι προσφορές από το ράφι. Γύρισα στο σπίτι τρέχοντας. Κλείδωσα. Με κοίταξε το σκυλί με απορία. Κι άρχισε να κλαίει.

Στην εφορία. Ένας παππούς διέκοπτε συνέχεια την ουρά ζητώντας συγνώμη, δεν θυμόταν τι του είπαν, πού τον έστειλαν, στον τρίτο, στο μητρώο, στο διάολο. Μια κοπέλα μιλούσε στο κινητό δίπλα στο αυτί της υπαλλήλου, σας παρακαλώ απομακρυνθείτε, συγνώμη, διέκοψε κι αυτή να πει. Να κι ο Γιώργος, πόσον καιρό έχω να σε δω, πού είσαι, είσαι; Μιλάμε, αδειάζουν δυο υπάλληλοι κι επιστρέφει απότομα ο καθένας στο τάμα του: να τελειώνω σήμερα μ’ αυτά και τι στον κόσμο. Πού και πού το la vie en rose στο κινητό ενός δικηγόρου αντηχεί στην αίθουσα αναμονής. Δε συγκινούμαι. Κλείστο το γαμημένο. Εντάξει αλλά εδώ δεν έκλαιγε κανείς…νουθετώ τη μνήμη. Εδώ μάλλον έκλαιγε η Edith Piaf, κι όλοι μας σε λίγο.

Έκλαιγε όταν κάναμε έρωτα. Νομίζω. Μάλλον την πονούσα. Μπορεί και να γούσταρε.

Κυρία με μπαστούνι και καταρράχτη στα μάτια διώχνει μύγες. Γιατί έρχονται όλες πάνω μου; Φωνάζει. Μήπως θα πεθάνω;

Κυριακή πρωί κι έκλαιγε μπροστά στο κλειστό περίπτερο. Τέλος εποχής φώναζε μέσα σε λυγμούς κι ενοχές. Είχε μήνες να πάρει εφημερίδα. Είχε κόψει το κάπνισμα, τις σοκολάτες, τις μαστίχες. Αλλά ήξερε ότι το περίπτερο ήταν εκεί. Μέρα νύχτα. Τους κορόιδευε πως είχαν χάσει τα κλειδιά γι’ αυτό και δεν το έκλειναν ποτέ. Θα πρέπει μάλλον να τα βρήκαν. Και το ‘κλεισαν οριστικά.

Δουλεύω σε γυράδικο στην Εγνατία. Πριν λίγο πέθανε κάποιος μπροστά μου. Είχε μείνει στη μέση της Εγνατίας και περίμενε. Τον παρέσυρε το ένα ρεύμα μετά το άλλο, ήρθε και σύρθηκε ως τα σκαλάκια του μαγαζιού. Κι αυτό. Κάποιος ξέρασε. Εγώ βγήκα έξω να καπνίσω. Δεν έκλαψε κανείς αλλά μάλλον ταιριάζει στην ιστορία σου. Ε;

Είδα τα δάκρυά σου όταν τα φίλησα. Τα μάζεψα στο στόμα μου και ‘γιναν λέξεις: αντίσταση αγάπη αλληλεγγύη. Έβαλα στις λέξεις μουσική. Στη διαπασών με ανοιχτά παράθυρα. Βγήκαν στα μπαλκόνια. Κατέβασαν τις σημαίες και σήκωσαν το χέρι. Είμαστε πολλοί. Είμαστε χαμηλά. Μπορούμε να είμαστε και μαζί. Και πιο δυνατοί απ’ τις αδυναμίες μας. Τότε είδα κάποιον να κλαίει. Ο τελευταίος. Κι ήταν από την άλλη πλευρά.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-440#ixzz2adn9zwme

                                                                                                                  (Πρώτη Δημοσίευση: 1.11.12)