Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Όρια


Μια συνομιλία με την κούπα του Πυθαγόρα*




Το πρώτο μου μεθύσι έγινε κρατώντας με το ένα χέρι μια κολώνα. Στριφογύριζα γύρω της μέχρι που άρχισαν όλα να ζαλίζονται. Ο δρόμος, η παιδική χαρά, το παγκάκι, η μαμά.

Ύστερα ήρθε η μυωπία. Κατάλαβα, βλέποντας επιτέλους καθαρά πίσω από γυαλιά, πως τόσον καιρό όλα πιο θολά ήταν. Χωρίς περιγράμματα, χωρίς όρια. Χυμένο ένα κάδρο πάνω στον τοίχο, ανθισμένο ένα σώμα μέσα στην αμμουδιά. Τρέκλιζαν τα γράμματα στις ταμπέλες και τα χαρακτηριστικά του προσώπου που με χαιρετούσε από μακριά. Ποιος είναι, ρωτούσα. Και μέχρι να μου δοθεί η απάντηση, το μυαλό χόρευε μεθυσμένα παραμύθια: συναντήσεις με μεγάλους ποιητές, με πρίγκιπες, θεούς και δαίμονες.



Μετά ήρθε η ταχύτητα. Μεθάει το τρέξιμο. Η γραμμή της εκκίνησης κι η δύναμη να ξεπεράσεις τον αέρα, τον αντίπαλο, τον εαυτό σου. Μετά ήρθε η μαυροδάφνη. Το τσίπουρο στο ποτήρι του παππού. Το σοκολατάκι με το λικέρ. Οι μαρκαδόροι με οινόπνευμα στο σχολείο. Αυτοί μαγικά λύνανε όλες τις ασκήσεις, αυτοί σκαρώνανε τα πιο έξυπνα συνθήματα, τις πιο ζεστές ευχές. Αυτοί αποκαλύπτανε κρυφές αφηρημένες επιθυμίες. Αυτοί, όχι εγώ.

Μετά κατάλαβα πως όλο αυτό ήταν πανεύκολο και μπορούσα να το παραγγείλω. Ένα ποτήρι κρασί, μια βότκα, ακόμη μια, μια προτελευταία…. Και να σου πάλι οι ζαλισμένες παιδικές χαρές, οι πρίγκιπες, οι κρυφές επιθυμίες. Κι ο έρωτας μια μέθη είναι, είτε είναι ανέγγιχτο το γεμάτο του ποτήρι, είτε μόλις έχει σπάσει.

Γίνεται κι αλλιώς, ανακάλυψα μόνη μου. Μ’ ένα τσιγάρο, με ένα πακέτο ολόκληρο, με πολλές σοκολάτες, με λίγο ύπνο, με πολλή τηλεόραση, με πολλά ψώνια, με ώρες μπροστά στον υπολογιστή, στον καθρέφτη, στο ταβάνι, στο πάτωμα. Κι όμως ήταν οι πιο ακίνδυνες μορφές μέθης που μπορούσα να δοκιμάσω. Κι οι πιο δύσκολες να ξεπεράσω.

Πώς άραγε μαθαίνεις να αγαπάς τα τζάμια μπροστά στα μάτια σου, το περίγραμμα των πραγμάτων, τα όρια; Πώς μαθαίνεις τη θολούρα να εστιάζει, τη ζάλη να υπακούει, το σεισμό να στέκεται;

«Γιατί δεν φοράς κράνος;» με ρώτησε ένας περαστικός. «Για να παίρνουν τα μυαλά μου αέρα», απάντησα με μια ψηλομύτα ορθοπεταλιά. «Έχεις δίκιο», μου φώναξε από μακριά, «φοράει κράνος αυτός που μες το κεφάλι του έχει κάτι πολύτιμο, και θέλει να το προστατέψει». Κάπως έτσι, μαθαίνεις να προστατεύεις τον εαυτό σου. Αναγνωρίζοντας την αξία του. Ίσως έτσι, καταφέρεις να προστατεύσεις και τη μέθη σου. Θεωρώντας την πολύτιμη. Σαν έναν φόρο τιμής σε εκείνο το πρώτο παιδικό στριφογύρισμα γύρω από την κολώνα. Άλλωστε το θυμάμαι ακόμα… γιατί ήξερε πού να σταματήσει: πριν να ’ναι αργά.

*Η «κούπα του Πυθαγόρα», η οποία χρονολογείται περίπου από τον 6ο αιώνα π.Χ. έχει στο εσωτερικό της χαραγμένη μια γραμμή. Αν δεν την υπερβείς, απολαμβάνεις μέχρι τέλους το περιεχόμενό. Αν την ξεπεράσεις έστω και με μια σταγόνα, η κούπα αδειάζει πλήρως.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-oria-466#ixzz2aoMcwlsI

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 6.6.13)