Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Το δικό μου Ποσείδι (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 3)











Η πρώτη αποστολή στο Ποσείδι έγινε οικογενειακώς το καλοκαίρι του 1978, λίγες μέρες μετά τον μεγάλο σεισμό. Αφού ηρέμησαν τα πνεύματα της γης του αέρα και της μέσα μας τρομάρας, ο πατέρας πήρε τη φαμίλια και κατευθύνθηκε προς το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, ακριβώς στη φτέρνα: Κατασκήνωση πανεπιστημιακών και φοιτητών του Α.Π.Θ. ή αλλιώς… η Καλάνδρα μας.

Η αλήθεια είναι πως από κείνη την χρονιά, δεν μπορώ να ανασύρω πολλά. Σίγουρα μέναμε σε σπιτάκι. Σίγουρα είχαμε μαζί μας τη γιαγιά και το βράδυ μετέφραζα στη 2χρονη φαντασία μου το ροχαλητό της σε ιδιωτική συνομιλία με το υπερπέραν: «Έρχεται ο μπαμπούλας να φάει τη γιαγιά μου!» Και να τα κλάματα και οι φωνές μέσα στη νύχτα. Ρεύμα δεν υπήρχε, παρά μόνο κεριά και λάμπες πετρελαίου αλλά αυτό δεν ενόχλησε την αντίληψή μου ούτε παραπονέθηκα γιατί δεν με σήκωναν ψηλά να ανάψω μόνη μου τον διακόπτη. Το μόνο που με πείραζε ήταν ότι δεν είχα όση αγκαλιά επιθυμούσα…«Αχ αυτό το παιδί… όλο σε μια  αγκαλιά θέλει να βρίσκεται… αφήνει κι όλο της το βάρος… σαν να ζυγίζει 100 κιλά». Μια αγκαλιά. Κι ένα αφτί. Να το τραβήξω, να χαϊδέψω τον λοβό και να παραδώσω τα 100 παιδικά κιλά μου στον θεό της ασφάλειας και των βαθιών ονείρων.
«Πώς σε λένε κοριτσάκι μου;» «Μάλα, αλλά ζεν μπολώ να πω το λο»… «Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;» «Γιατλός πιπί νινί»… «Σ’ αρέσει εδώ;» «Πολύ  πάλα πολύ».









Από κει και πέρα, το Ποσείδι έγινε οικογενειακό ορμητήριο σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Κι άκουγα τον εαυτό μου περήφανα να διαφημίζει την ηλικία του… «του χρόνου θα πάω πρώτη… τρίτη… πέμπτη… έκτη…» και να μην χωράει ποτέ στο περσινό μαγιό…και μυαλό. Το σπιτάκι κερδίζονταν με κλήρωση, έτσι δεν είχαμε κάθε χρόνο αυτήν την πολυτέλεια. Εξάλλου εμείς τα πιτσιρίκια προτιμούσαμε το αντίσκηνο… εκείνα τα παλιά που χρειαζόταν 10 άτομα να τα συναρμολογήσουν. «Όχι, από δω θα ‘χετε ήλιο», «Όχι, από ‘δω έχει λακκούβα», «Όχι, από ‘δω βρίσκει δέντρο» και να σέρνουν οι πολύξεροι παλαίμαχοι πρόσκοποι σαν τρόπαιο τον σκελετό πέρα δώθε, μέχρι να παρθεί επιτέλους η γενναία απόφαση: «Εεε-δώ». Να μπουν τα πασαλάκια, το νάιλον από πάνω και κάτω, να σκαφτεί το αυλάκι γύρω γύρω, να μπουν και τα καλάμια στην πόρτα για τις μύγες, η ψάθα μπροστά... «πάλι μπήκες με τα παπούτσια μέσα;». Το μέσα είχε χολ που χωρούσε ένα ράντζο από τη μία, για τη γιαγιά… και τραπεζάκι από την άλλη (με σεμεδάκι), για το θερμός και τα κουλουράκια του καφέ. Όλα αυτά λουσμένα σε ένα πορτοκαλί φως που εισέβαλε ανάμεσα απ’ τα πεύκα και τις σήτες των παραθύρων. Μετά το χολ, κρεμασμένα από τις πολύπλοκες μπαλένες, ήταν τα δωμάτια: το μεγάλο για τους γονείς και το πιο μικρό για τον αδερφό μου και μένα. Σ’ αυτό το αγαπημένο νοικοκυρεμένο τσαντιράκι… χωρούσε κι ένας σκύλος, ο Φρέντυ, που γαύγιζε να καταλάβει γιατί σε αυτόν τον παράδεισο δεν μπορούσε να ’ναι ελεύθερος όπως κι εμείς.

Εμείς, όχι απλώς ελεύθεροι… αλλά από παιδιά του σαλονιού γινόμασταν επιτέλους του αλωνιού, του καθαρού αέρα, του χώματος, του κύματος, της άμμου. Παρολαυτά υπήρχε κι ένα αυστηρό πρόγραμμα οριοθέτησης, σύμφωνα με τους κανόνες της κατασκήνωσης και της τραπεζαρίας: 8.30 με 9.30 πρωινό. Με ένα κουπόνι περίμενες στην ουρά, έπαιρνες δίσκο, γάλα με καϊμάκι ή τσάι σε κάτι χρωματιστά πλαστικά ποτήρια, φέτες ψωμιού από κάτι μεγάλες καλαθούνες, βούτυρα, μαρμελάδα ή φέτα τυρί με ελιές. Μετά, ανάλογα με την ελαστικότητα των γονέων είχε είτε μελέτη (το περίφημο βιβλίο «Ο μαθητής στις διακοπές») είτε διφορούμενες κοινωνικότητες: «έλα από τη σκηνή μου να παίξουμε καπακωτό, μουτζούρη, γκρινιάρη…» μέχρι να ’ρθει η ώρα για μπάνιο. Ομπρέλα, πετσέτες, στρώματα, βάρκες, μάσκες, βατραχοπέδιλα… κουβαλούσε η δόλια μάνα τις καθημερινές ενώ ο πατέρας λόγω δουλειάς, συνήθως ερχόταν μόνο τα σαββατοκύριακα.
Θάλασσα βαθιά κι υπέροχη. Ένα καταγάλανο λάδι στις νηνεμίες και εξωτικά κύματα Χαβάης στα ψηλά μποφόρια, να σου κατεβάζουν το μαγιό και συ να φοβάσαι μην είδε τον άσπρο σου ποπό το αγοράκι της διπλανής ομπρέλας.






Ως τη 1 περίπου. Μετά ντουζ και τραπεζαρία μια και το φαγητό σερβίρονταν αυστηρά 1.30- με 2.30. Στη τότε φοιτητική λέσχη λοιπόν, αγαπούσαν πολύ τα μακαρόνια. Τη μία μέρα, ογκρατέν (τι θα πει ογκρατέν ρε μάνα;), την επόμενη κοφτό, την άλλη μέρα παστίτσιο, μια με κιμά, ντοματοπελτέ ή τυρί σκέτο. Νομίζω από τότε τα μακαρόνια δεν αποτελούν ποτέ την καλύτερή μου στο φαγητό. Όταν είχε φασολάκια, ανακοίνωναν από τα μεγάφωνα, όσες κυρίες επιθυμούσαν, να πάνε στην κουζίνα να βοηθήσουν με το καθάρισμα. Και πήγαιναν κι επιδείκνυε η καθεμία την φασολακικοκαθαραστική της δεινότητα κάνοντας παράλληλα χαλαρό θερινό μουχαμπέτι. Όταν δε, είχε φασολάδα… σε αντάμειβαν στο βραδινό, με μπιφτέκι και πατάτες τηγανιτές. Συνοδευτικά των γευμάτων, μια αγγουροντομάτα και φρούτο ή ρυζόγαλο. Κι η ευκαιρία να πάρεις μάτι τους φοιτητές. Ψηλοί, χίπηδες, όμορφοι, ηλιοκαμένοι κι αμμουδεροί να ’ναι μπροστά σου στην ουρά, να  πίνουν μπύρες αραχτοί στα τραπέζια… «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» «Σαν τη Μυρτώ, ψηλή, αδύνατη, σπουδαγμένη, όμορφη και με σανδάλια…»


Μετά το μεσημεριανό είχε κοινή ησυχία και κοινούς καβγάδες στις σκηνές… «Δεν θέλω να κοιμηθώ ρε μαμά, θέλω να πάμε με τα παιδιά στο φρούριο ή στο δέντρο μας». Το φρούριο ήταν ένα ξέφωτο που είχαμε ανακαλύψει και το δέντρο, ένα υπέροχο πεύκο για σκαρφάλωμα. Συνήθως οι μανάδες δεν σήκωναν πολλά και στην ώρα κοινής ησυχίας γινόταν τουμπεκί. Έβρισκαν ευκαιρία τότε τα τζιτζίκια και ξεσάλωναν. Να ξαπλώνεις σ’ ένα ράντζο κάτω από παχύ ίσκιο, να διαβάζεις Μυστικούς 7, η Πολυάννα στο Μεξικό ή να λύνεις σταυρόλεξα στο Μικρό Τεστ, να χάνεσαι στο χωριό του Αστερίξ, μια Καλάμιτι Τζέιν στο Λούκι Λουκ να σου αλλάζει φτύνοντας το ροζ ως τότε σκηνικό για να στο επαναφέρει αργότερα η Μανίνα, η Πάττυ, η Κατερίνα…

5 η ώρα πάντως ηχούσε η σάλπιγγα. Παραδίπλα είχε τη θερινή της έδρα η ΣΣΑΣ και ο ήχος της σάλπιγγας έφτανε εντυπωσιακά ως τα μέρη μας. Την ακούγαμε και μαζευόμασταν στο φρούριο. «Σύνθημα;» Ρωτούσε αυτός που έφτανε πρώτος. «Εγώ είμαι, η Μάρρα, αδερρφή του Δημήτρρη, ρρε!» (Το ρο ήταν πλέον μια κατάκτηση που στριμωχνόταν ηχηρά παντού). «Σύνθημα;» επέμενε άγρια ο φρουρός. «Γκρεμισμένη Γέφυρα», έλεγε συνωμοτικά ο μεγάλος αδερφός και μ’ έχωνε γρήγορα κάτω απ’ τα φτερά του. Όταν τσάκωσε το στέκι μας η αντίπαλη παρέα, βγάλαμε και παρασύνθημα μια άλλη μεγάλη καταστροφή: «Καμένο Σπίτι». Έτσι είναι… όταν οι αναφορές σου είναι… κούνια μπέλα έπεσε η κοπέλα έσπασε το πόδι της κλπ… ένας σεισμός που άμπρα κατάμπρα εξαφάνιζε κι εμφάνιζε το απέναντι κτίριο ή μια πυρηνική έκρηξη στο Τσερνομπίλ, δεν έχει πλάκα να παίζεις με άλλα πιο αρτιμελή υλικά.







Μετά τον κουκουναροπόλεμο, είχε απογευματινό μπάνιο μέχρι τις 8, ουρές στα ντουζ, σαμπουάν όχι πια δάκρυα στα σακουλάκια, βραδινό φαΐ  και παιχνίδι μέχρι να πέσει το βλέφαρο ξεθεωμένο. Οι μεγάλοι έπαιρναν τις πάνινες καρεκλίτσες τους, τα σπόρια στα σακουλάκια και μαζεύονταν μπροστά από κάποιο τυχερό σπιτάκι που κουβαλούσε μαζί του και τηλεόραση. «Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη», «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» κι άλλα τέτοια αγωνιώδη σήριαλ. Σε μεγάλα κέφια κατέβαιναν με κιθάρες στην παραλία, ανάβανε φωτιές, έψηναν πατάτες και λουκάνικα, κουκούλωναν και μας στους υπνόσακους και μας έπαιρνε ο πιο γλυκός ύπνος κάτω από τα αστέρια.


Για τα πιτσιρίκια όμως υπήρχαν κι άλλες δραστηριότητες, χάρη στον Κυριάκο. Έναν φανταστικό οδοντίατρο που έκανε τα πάντα για να τον λατρέψουμε. Εμείς τα παιδιά, μα κυρίως οι γονείς που ’χαν το κεφάλι τους ήσυχο ενώ ο Κυριάκος βαρύ και ασήκωτο από το παιδομάνι γύρω του. Σκάρωνε λοιπόν αυτός ο υπέροχος αδυνατούλης νευρικός κι ευφυέστατος τύπος, παραστάσεις Καραγκιόζη και κουκλοθεάτρου. Με τον καιρό φτιάχτηκε και μια θεατρική σκηνή για σκετσάκια, ήρθαν τραπέζια πινγκ πονγκ στο κέντρο της κατασκήνωσης, διοργανώθηκε πρωτάθλημα σκακιού και στίβου, ζωγραφική και κατασκευές… μέχρι και κινηματογραφική μηχανή έφερε και βλέπαμε ανάμεσα στα πεύκα ασπρόμαυρο σινεμά.





Αν το επέτρεπε ο καιρός, γιατί τα ξαφνικά μπουρίνια ήταν μια πλήρης απασχόληση και υπερθέαμα για όλους. Ο αδερφός, καιρόφιλος από μικρός, κουβαλούσε στη σκηνή θερμόμετρα βαρόμετρα υγρόμετρα και προειδοποιούσε μεγάλους και μικρούς για τα καιρικά μελλούμενα. Κι έβγαιναν οι φόρμες και τα αδιάβροχα από τη βαλίτσα και σκάβονταν τα αυλάκια πιο βαθειά και τρέχαμε σε φιλικά τροχόσπιτα ή στην τραπεζαρία να προφυλαχτούμε. Την άλλη μέρα μοσχοβολούσε ο τόπος βρεγμένη φύση και μούχλα απ’ τις σκηνές. Βγαίναμε έξω σαν αγουροξυπνημένα σαλιγκάρια και διορθώναμε τις ζημιές. Γέμιζε η κατασκήνωση με μπουγάδες και ανάποδους ποδόγυρους στα μούσκεμα σπιτικά για να στεγνώσουν.





Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, αυξάνονταν τα κεράκια στην τούρτα, τεντώνονταν τα παιδικά σωματάκια, πω πω μεγάλωσε η μπουμπού, αγνώριστος ο Δημητράκης και σιγά σιγά γίνανε και γήπεδα μπάσκετ και ομάδες και να τα μικρά αγοράκια να μεταμορφώνονται σε ήρωες με μια μπάλα στο χέρι κι ένα ιδρωμένο μπλουζάκι. Έγινε κι ένα κιόσκι στην παραλία, με τραπεζάκια, μπαρ και μια πίστα για να χορεύουμε τον Μάικλ Τζάκσον και την Κάιλι Μινογκ της εποχής. Να μην χρειάζεται να αγγαρεύουμε γονείς να μας πάνε ως τη Φούρκα ή την Καλλιθέα, στις διάσημες μεγάλες ντισκοτέκ… «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» «Θα σου απαντήσω αύριο στον ίδιο θάμνο». Και να αργεί το αύριο… κι ο αυτόπτης θάμνος να σε κοροϊδεύει όλη μέρα. Και να η ευκαιρία σου να λιαστείς σε ξένη αγαπημένη πετσέτα, να φυλάξεις σαν φυλαχτό τη μυρωδιά της, να σου πιάνουν το χέρι ως το κιόσκι και να χτυπάει η καρδούλα κάτω από το φεγγαρόφωτο. «Να ξαπλώσω πάνω σου;»… και να δίνεις τα πόδια στα μαλλιά του και η ανάσα εφηβική αδαής κι ερωτευμένη να ψάχνει λόγια να χαλάσει τη σιωπή.

Μεγάλος χαμός στο σπίτι μας το καλοκαίρι του 1988, όταν ο πατέρας επίσημα ανακοίνωσε πως λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων… δεν έχει Ποσείδι φέτος. «Να πάμε μόνοι μας…» πρότεινε ο αδερφός μου. «Θα προσέχω εγώ τη μικρή». Η μικρή θα πήγαινε πρώτη γυμνασίου και δεν είχε ανάγκη κανέναν αλλά δεν είπε τίποτα. Οι γονείς ανένδοτοι. Και να τα επιχειρήματα, οι καβγάδες, οι φωνές, πόρτες να βαράνε σχεδόν όσο και οι καρδιές. Κι όταν απέτυχαν όλα, άρχισαν τα μεταφυσικά. «Είδα ένα όνειρο… ολοζώντανο» μου είπε ένα πρωί ο Δημήτρης και τον ζήλεψα τρελά που αυτός πήγε έστω και στον ύπνο του στην Καλάνδρα μας χωρίς να μου το πει. «Ήταν όλα εκεί, στήσαμε κάτω από εκείνο το πεύκο, είχαμε και τη βάρκα, έπαιρνα την ομπρέλα για πανί και έφτανα ως τη μύτη κι ακόμα παραπέρα. Είδα γνωστούς φίλους κι άλλους που θα γνωρίσουμε αργότερα ή μετά από χρόνια θα ξεχάσουμε τελείως…
  ήταν κι ο φάρος κι οι μυρωδιές και τα λευκά κρινάκια στην αμμουδιά.» Λύγισε ο πατέρας, δέχτηκε την πρόκληση κι από εκείνη τη χρονιά πηγαίναμε πλέον μόνοι μας. Πολύ περήφανοι για την υφασμάτινη περιουσία μας, φιλοξενούσαμε και χειμωνιάτικους φίλους. Πού να φτάσουν οι ενθουσιώδεις διηγήσεις, έπρεπε να ζήσουν από κοντά την εμπειρία.


Η αλήθεια είναι πως ως φοιτήτρια δεν πήγα ποτέ. Η καριέρα μου στο Ποσείδι έληξε ηρωικά στα 18. Δεν θυμάμαι γιατί. Όπως κάτι απομακρύνσεις με αγαπημένους φίλους που όσο περνάν τα χρόνια ούτε που θυμάσαι τον λόγο του καβγά. Το 2009 έπεισα μια φίλη, να διακτινιστούμε εκεί για το Σαββατόβραδο. Πήρα το σκυλί μου αγκαλιά, πηδήξαμε μια μάντρα και μπήκαμε. Το σοκ ήταν μεγάλο. Το δικό μου Ποσείδι ήταν τόσο ξένο, είχε τόση φασαρία, τόσο πιστολάκι στους καθρέφτες στις τουαλέτες, τόσα τακούνια πάνω στις πευκοβελόνες μου. Το κιόσκι ήτανε πλέον κλαμπ. Το μόνο κοινό ήταν ότι λόγω του πρόσφατου χαμού του, έπαιζε ακόμη Μάικλ Τζάκσον. «Θα κοιμηθούμε στην παραλία», επέμενα. Αυτή δεν μπορούσε να ’χει αλλάξει. Όταν όμως τα κύματα άρχισαν να βρέχουν τους υπνόσακους, να παρασύρουν νοσταλγίες, τσάντες, γυαλιά και κινητά, η Μάγια να γαντζώνεται τρομαγμένη πάνω μου, και οι μεθυσμένες παρέες να τρεκλίζουν γύρω μας μέχρι το πρωί… ήξερα πως έπρεπε να φύγουμε γρήγορα. Το Ποσείδι μ’ έδιωχνε όσο πιο βίαια μπορούσε. Ίσως για να προστατεύσει τη μνήμη μου.

Όταν έρχονται τα δύσκολα πάντως, συχνά ανατρέχω στο εκεί και τότε. Και δεν είμαι η μόνη. Όταν συναντάω στο δρόμο παλιούς Ποσείδειους φίλους, νιώθω σαν να ‘μαστε δεμένοι ακόμα, έστω με ρετσίνι και πευκοβελόνες.… μυημένοι σε μια θερινή τελετουργία ιερή και γνήσια. Ποτισμένη με απλότητα και ομορφιά. Δεν είναι μόνο μια παιδική ανάμνηση αλλά μια υπενθύμιση του υλικού που ’μαστε φτιαγμένοι. Θέλω να πιστεύω πως είναι δέντρο, θάλασσα, ήλιος και σκιά.






*Ευχαριστώ τον Δημήτρη Τσικάρα και τον Αλέξη Χαλκιόπουλο που με το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο τους, ζωντάνεψαν τις λέξεις, που όσο πολλές κι αν προσπαθούν να είναι, με τίποτα δεν μπορούν να αποτυπώσουν τις τότε μας αισθήσεις. Ελπίζω κάπως να τις θύμισα…






Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-3-0#ixzz2aoXqA3XC

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 14.7.13)