Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Το δικό μου Ναύπλιο (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 4)







Μάρτιος 1996 και αποφασίζουμε με τη Ρηνιώ να επισκεφτούμε τη φίλη Μαρία στην Πάτρα. Λίγο μετά το καρναβάλι και τα τελευταία κομφετί ακόμη σφηνωμένα στα πλακόστρωτα. Από την Πάτρα δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε το μικρό σπιτάκι της Μαρίας, ούτε κάποια λαχτάρα ή ζήλια για την ξεγνοιασιά της φοιτητικής ζωής σε άλλη πόλη. Ίσως μόνο έναν απόηχο μυρωδιάς κρασιών από την επίσκεψή μας στο Αχάια Κλάους. Το ενδιαφέρον της εκδρομής στην Πάτρα ξεκινάει όταν πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε για τριήμερο στο Ναύπλιο.

Ο ναυπλιώτικος ουρανός μας υποδέχτηκε γκρίζος πάνω από μια πόλη όμορφη και παράξενα θλιμμένη. Βρήκαμε ένα φτηνό  δωμάτιο και αρχίσαμε τις βόλτες. Το γραφικό Μπούρτζι, το γραφικό ταβερνάκι, τα γραφικά στενά κι εμείς πιο γραφικές από ποτέ, ψάχναμε να βρούμε την περιπέτεια εκεί που δεν υπήρχε. Σε αυτούς τους δρόμους περπατούσε ο Καποδίστριας, λέγαμε με στόμφο και σκάγαμε στα γέλια. Και να τα κρασιά, τα φιστίκια, οι πολύωρες αδιέξοδες παρτίδες σκάκι και μια άγουρη μελαγχολία… από κείνες τις πρώτες των 20 παρά… που δεν σου ‘ρχονται ακριβώς τα πράγματα όπως τα φανταζόσουν, που ‘χεις την ελευθερία να κάνεις εκδρομές, τρέλες κι εξορμήσεις μα το μέσα σου δεν μπορεί να τις υποστηρίξει. Πόσο μάλλον η φωτογραφική μηχανή.











Μέσα σ’ όλα αυτά λοιπόν, είχα και στο νου μου να βρω ένα συγκλονιστικό δώρο για έναν άνθρωπο που όσο πιο πολύ απομακρυνόταν, τόσο πιο κοντά μου τον ένιωθα. Είχε γενέθλια πριν λίγες μέρες και κάθε χρόνο ο μαραθώνιος ανεύρεσης του κατάλληλου δώρου, μου ‘δινε έναν σημαντικό λόγο άγχους, αγωνίας και ύπαρξης. Έτσι λοιπόν, σε μια από τις ατέλειωτες άδειες ναυπλιώτικες περιπλανήσεις, γέμισε το βλέμμα μας το «Ενώτιον»: ένα μικρό μαγαζάκι σε ένα στενό με πολύχρωμες φιγούρες Καραγκιόζη.








Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτόν τον μαυρομάτη καμπούρη και στις γκάφες του μα οι κρεμασμένες φιγούρες από πεπιεσμένο χαρτόνι και ύφασμα, αποκάλυπταν έναν μαγικό κόσμο φαντασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Χατζηαβάτης, ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο Νιόνιος, το κολλητήρι… σε καλούσαν να επινοήσεις από την αρχή τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσαν. Τις ατάκες, τις φωνές, τη μουσική, ακόμα και τα επιφωνήματα του κοινού στη θέα τους. Έβλεπες μεγάλα καράβια καμωμένα με απίστευτη λεπτομέρεια. Με καλοτάξιδους ανέμους να κουνάνε τα πανιά και μακρινούς ορίζοντες να τα γητεύουν. Παραδίπλα γοργόνες με λικνιστές ουρές πλάι σε παιχνιδιάρικα δελφίνια. Ένας άγγελος επιβλητικός, άσπιλος και πανέμορφος. Ένα μπαλωμένο ποτιστήρι. Έτοιμο να ρίξει χρυσή βροχή ν’ ανθίσει ομορφιές ο άδικος κόσμος. Ένας ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι. Ένας περήφανος πλουμιστός κόκορας, σχεδόν να θες να τον ακούς να ξεφωνίζει κικιρικικι κι ας σε ξυπνάει κάθε πρωί. Ένα Σαράι, να καίγεσαι να μπεις μέσα κι ας φας και ξύλο στο τέλος του έργου. Να γουργουρίσεις τις πολυτελείς του λιχουδιές κι ας κοιμηθείς και νηστικός μετά. Ένας φωτογράφος καλά κρυμμένος μέσα στην κουκούλα του, λίγο πριν απαθανατίσει εσένα που μαγεμένος στέκεσαι και τον κοιτάς σαν χάνος. Ένας τύπος με μια λατέρνα στην πλάτη και ένας άλλος με μακρύ χέρι να χαϊδεύει το στρόφαλο. Να βλέπεις ένα ξανθό γυναικείο πρόσωπο πάνω στη λατέρνα- ίδιο η Μελίνα- και να νομίζεις πως ακούς τη μουσική και το ντινγκ του κέρματος πάνω στο τάσι.







Πάντα λάτρευα τους παράφορους έρωτες με άγνωστα αντικείμενα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είτε κεραυνοβολείσαι και αγοράζεις επί τόπου το συγκλονιστικό σου δώρο… είτε αφήνεις την αίσθησή του να κάτσει λίγο μέσα σου και να σε στοιχειώσει. Μαζοχιστικά, επέλεξα το δεύτερο κι έτσι άφησα τις φιγούρες να παρελαύνουν στο μυαλό μου μια ολόκληρη μέρα. Να πάρω τον φωτογράφο ή τους λατερνατζήδες; 12.000 δραχμές; Θα μου φτάσουν τα λεφτά; Ο φωτογράφος ταιριάζει καλύτερα αλλά η Μελίνα πάνω στην λατέρνα δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω. Αχ «…αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι…» [i]να μου ψιθυρίζει, ακόμη και στον ύπνο μου, η βραχνή φωνή της. Πέρασα και το βράδυ από το μαγαζί και χάζευα για ώρες τη βιτρίνα. Σαν ν’ άκουσα κιόλας να μου διαδηλώνουν από μέσα: «….κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη…».[ii] Κι έτσι ξαφνικά, κούμπωσαν οι στίχοι με το δώρο, δικαιολογήθηκε η επιλογή μου: «Ε ναι λοιπόν… θα το πάρω… και θα είναι η λατέρνα». Ανάσανε και η καημένη η Ρηνιώ που είχε διοριστεί στωικός αποδέκτης όλου αυτού του παραληρήματος.

Θα φεύγαμε με ΚΤΕΛ το απόγευμα κατά τις 6. Πρωί πρωί λοιπόν κατευθυνόμαστε προς την οδό Σταϊκοπούλου και στο «Ενώτιον». Κεπέγκια κατεβασμένα. Ρωτάμε στο διπλανό μαγαζί και μαθαίνουμε ότι η κοπέλα θα ανοίξει πιο αργά το μεσημεράκι. Πώς να περάσει η ώρα… πάμε για καφέ και σκάκι. Και να τα ροκέ, τα σαχ από δω και σαχ από κει, και μια αφηρημένη βασίλισσα να πέφτει ηρωικά στον αγώνα και ένας αθέατος στρατιώτης ασθμαίνοντας να φορά το κοστούμι της, να λεηλατεί πύργους κι αυτοί να αντιστέκονται, άλογα μανιασμένα να καλπάζουν… τρελοί να μας βγάζουν τη γλώσσα… πόσες ώρες αδέξια παλεύαμε στα ασπρόμαυρα τετραγωνάκια; Τόσες όσες χρειαζόταν για να ανοίξει το μαγαζί και μετά από λίγο να ξανακλείσει. «Αχ η Ειρήνη μόλις έφυγε» μας είπε ο γείτονας κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. «Σε ποιον ανήκει το μαγαζί… ποιος κάνει αυτές τις πανέμορφες φιγούρες;» ρώτησα κλαίγοντας σχεδόν… «Η Ειρήνη που το κρατάει είναι ξαδέρφη του… ο Γιάννης ο Κόκκορης τις φτιάχνει… ψάξτε στο καφενείο μπορεί να είναι εκεί».

Η ώρα ήταν 4. Είχαμε 2 ώρες μπροστά μας να βρούμε τον Γιάννη Κόκκορη. Ή την ξαδέρφη την Ειρήνη. «Η Ειρήνη πήγε στην Πρόνοια», λέει ο γείτονας. Ασπίς; Κοινωνική πρόνοια; Τι σκατά είναι αυτή η πρόνοια πάμε να τη βρούμε. «Προάστιο, έξω από το Ναύπλιο, πήγε για μάθημα γερμανικών». «Πάμε στο μάθημα να τη φέρουμε πίσω…» έλεγε κι η Ρηνιώ. Όχι, θα χάσουμε χρόνο, πρέπει να βρούμε τον Γιάννη. Τον Γιάννη τον Κόκκορη… κι η καρδιά μου να  χτυπάει σαν τρελή. Πάμε στο καφενείο. «Ο Γιάννης ήταν εδώ, μόλις έφυγε». «Πηγαίνετε στο μουσείο…ίσως είναι εκεί». Τρέχουμε στο μουσείο. Κλειστό. Πάμε στην πλατεία στο άλλο καφενείο. «Ο Γιάννης πέρασε πριν από λίγο». Ξαναπερνάμε μπροστά από το μαγαζί. Ακόμα κλειστό. Ο γείτονας σηκώνει τους ώμους. Η ώρα είχε πάει 5. Τρέχουμε πάλι στην πλατεία, στο μουσείο, στο καφενείο, στο μαγαζί. Παίρνουμε έναν κατάλογο και κατασκηνώνουμε μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο. Αρχίζω και τηλεφωνώ σ’ ό,τι Κόκκορη έβρισκα μπροστά μου. Βρήκα τη θεία του, έναν ξάδερφο, μια συνωνυμία, ένας δεν απαντάει, άλλος μιλάει… δες ρε Ρηνιώ το γράφει καθαρά… Γιάννης Κόκκορης Καραγκιοζοπαίχτης… το βρήκαμε… το σηκώνει η μάνα του: « Σας παρακαλώ… ελάτε να ανοίξετε το μαγαζί… θα φύγουμε είναι επείγον… είναι ζήτημα ζωής έρωτα και θανάτου… σας ικετεύω… θα σπάσω τη βιτρίνα… θα το πάρω, θα αφήσω και τα λεφτά… και για τη λατέρνα και για το τζάμι… σας παρακαλώ» «Δεν έχω τα κλειδιά κορίτσι μου… πρέπει να βρείτε τον Γιάννη».
 
«Ούλελέ μου… πού είσαι άγνωστε Γιάννη, να σε χαρώ…» κραύγαζε η μικρή τραγωδός στη μέση της πλατείας κι ο θρήνος έφτανε ίσαμε το Παλαμήδι… σκαρφάλωνε τα 999 σκαλιά και γυρνούσε άπραγος πίσω.
 
Η ώρα έχει πάει 6 παρά. «Φύγε Ρηνιώ…» λέω πένθιμα «…γύρνα μόνη σου στην Πάτρα, εγώ θα μείνω να τον ψάχνω». Η Ρηνιώ ανένδοτη… «θα μείνω μέχρι τέλους». Κουρασμένες, καταϊδρωμένες με την απογοήτευση να βαραίνει ακόμα και τις σκιές μας, κατευθυνθήκαμε προς το ΚΤΕΛ για να αλλάξουμε τα εισιτήρια. Περνώντας για 7η φορά από την οδό Σταϊκοπούλου βλέπουμε από μακριά μια σκοτεινή φιγούρα να ανεβάζει τα κεπέγκια. Ο χρόνος έχει παγώσει.

«Γιάννηηηηηηηη….» τσιρίζουμε και οι δυο και τρέχουμε κατά πάνω του. Αυτός τρομάζει αρχικά κι έπειτα ανοίγει τα χέρια να μας προϋπαντήσει. Φρενάρουμε λαχανιασμένες λίγο πριν την αγκαλιά του… μας κοιτάει από πάνω ως κάτω… χαμογελάει… και δειλά δειλά ψελλίζει… «Ποιες είστε;»
 
Αυτός πάντως ήταν μελαχρινός, μεγάλος -σκεφτήκαμε τότε- γύρω στα 35, με μακρύ μαλλί και μούσι. Φορούσε ενώτιο στ’ αφτί κι ένα σκούρο χοντρό παλτό. Πριν προλάβουμε να του πούμε ποιες είμαστε και τι τον θέλουμε… σκάει μύτη όλο το Ναύπλιο στην πόρτα, λέγοντας του πως τον ψάχνουν δυο κοριτσάκια… «α σε βρήκανε…». Με τα πολλά του λέμε την ιστορία, γελάει… «μου φτιάξατε τη μέρα» λέει. Ούτε τότε, ούτε τώρα ξέρω πολλά για αύρες… αλλά αυτός ο άνθρωπος εξέπεμπε κάτι τόσο φωτεινό, ζεστό και γοητευτικό που σε παρέλυε. «Όποτε ξαναβρεθείτε στο Ναύπλιο, ελάτε να τα πούμε να πιούμε κάνα τσίπουρο παρέα». Θα το κάνουμε Ρηνιώ… αυτόν τον άνθρωπο θα τον ξανασυναντήσουμε… είμαι σίγουρη. Κρατήσαμε και το σωστό τηλέφωνό του, μην τύχει και τον ψάχνουμε και δεν τον βρίσκουμε πάλι.

Οι περιπέτειες του δώρου βέβαια συνεχίστηκαν… μια που το ξέχασα στο σπίτι στην Πάτρα, έβαλα τον οδηγό κι ένα ολόκληρο λεωφορείο να με περιμένει, να τρέχω σαν παλαβή, να ξυπνάω τη Μαρία, να μου δίνει κουνώντας το κεφάλι το περιβόητο μπλε πακέτο, να το αγκαλιάζω σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποδοχή του συγκλονιστικού δώρου δεν ήταν ανάλογη της συγκλονιστικής κατάκτησής του… αλλά δεν είχε σημασία πια. Είχε ξεφύγει πλέον από τη σφαίρα της προσφοράς και είχε περάσει σε άλλο επίπεδο.

Ο καθένας μας έχει ένα ολόκληρο στοκ από ιστοριούλες. Αυτές που λέμε σε μεγάλα κέφια, που επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά, που προσθέτουμε σάλτσες με τα χρόνια ή ξεχνάμε πολύτιμες λεπτομέρειες. Αυτή, ως εδώ, ήταν απ’ τις αγαπημένες μου. Γνωρίσαμε και μια κοπέλα από το Ναύπλιο που τον ήξερε καλά γιατί παίζανε μαζί Καραγκιόζη. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και τον γνωρίσαμε. Και βρίσκεται εκεί. Και ανά πάσα στιγμή θα πάμε να τον ξαναβρούμε.
 
Το φθινόπωρο του 1999, καθώς σιγόβραζα ακόμη μια τάση φυγής, δήλωσα στη Ρηνιώ ότι σκόπευα να πάω για Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο. «Μην πας». Γιατί; «Μην πας…». Μα γιατί; «Μην ρωτάς και μην πας…σε παρακαλώ». Ο Γιάννης ο Κόκκορης, ανακάλυψε μέσα του έναν καλπάζοντα καρκίνο και μέσα σε ελάχιστους μήνες… έφυγε.







Πήγα. Βρήκα την ξαδέρφη. Πήρα φιγούρες. Της είπα. Γέλασε. Μου ‘δωσε φωτογραφίες του. Ένας ολόκληρος ουρανός «το λευκό του σεντονάκι…» ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι «η λάμπα του η τρελή…» να ‘χει να παίζει, να δημιούργει και να ψυχαγωγεί τους πάνω. Ίσως να ξέρει πλέον και την πολυπόθητη απάντηση για το «ποια αγάπη τάχα μας φυσάει…». Ε να λοιπόν… που οι ωραίες ιστορίες και οι ωραίοι άνθρωποι δεν είναι εδώ για πάντα να σε περιμένουν.

Το καλοκαίρι του 2001 παρακολούθησα ένα σεμινάριο υποκριτικής με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Μας έβαζε λοιπόν ο Θωμάς να λέμε μεταξύ μας ιστορίες. «Παρατηρήστε την αμεσότητα», έλεγε… «το ενδιαφέρον… τη χαραμάδα που μένει μισάνοιχτη να βγει μια κρυμμένη αλήθεια πίσω από την διήγηση. Κι εσείς που μιλάτε… παράλληλα παρατηρείστε… πώς σας ακούν οι άλλοι;». Οι άλλοι ήταν εκεί, άκουγαν με προσοχή, γελούσαν, μπορεί να θυμήθηκαν και κάτι δικό τους… μετά έγινε παύση. Στεναχωρήθηκαν. Είναι άδικο… μπορεί να είπαν. Το δικό μου Ναύπλιο πάντως, σαν μνημόσυνο σε αυτόν τον άγνωστό μας καραγκιοζοπαίχτη, ψηφίστηκε ως η καλύτερη ιστορία. Όχι απαραίτητα γιατί τη διηγήθηκα καλά, αλλά μόνο και μόνο γιατί την έζησα. Ως το τραγικό της τέλος. Όσοι την αγάπησαν, με ειδοποιούσαν εκείνον τον καιρό, όποτε πήγαιναν στο Ναύπλιο ή διάβαζαν κάτι για αυτόν. Λάμβανα συνεχώς μηνύματα «γίνεται φεστιβάλ καραγκιόζη στη μνήμη του» «έχει αφιέρωμα στην κρατική τηλεόραση» «πάρε εφημερίδα… λέει για τον δικό σου». Όποιος δε, περνούσε από το «Ενώτιον», μου έφερνε αναμνηστική και μια φιγούρα. Ένιωθα περήφανη… τον σύστηνα στον κόσμο… σαν να τον κρατούσε η ιστορία μου ζωντανό. Για τους φίλους του βέβαια και τους κατοίκους του Ναυπλίου, ήταν περιττά όλα αυτά. Χρόνια μετά τον θάνατό του, ακόμη σκύβουν το κεφάλι όταν κάποιος αναφέρει το όνομά του. «Δεν περνάει όμορφη βραδιά χωρίς να θυμηθούμε πόσο λείπει…» είπε κάποιος κι έδωσε στο χώμα και στον Κόκκορη να πιει απ’ το ποτήρι του.

Δεν το ξέρω το Ναύπλιο, το ομολογώ- αν και πήγα πολλές φορές από τότε. Γνώρισα κι άλλους ωραίους ανθρώπους… τη Σίσσυ, τον Τασούλη… εκεί σπούδαζε η Φωτεινή, μου ‘δωσε ένα ποδήλατο και μ’ άφησε να το γυρνάω.



Η κτητικότητα του τίτλου αναφέρεται στο μοίρασμα μιας αγαπημένης  προσωπικής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο σήμα κατατεθέν μιας πόλης και μιας τέχνης που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι «…σαν τον Καραγκιόζη». Κι ίσως να μπορεί ακόμη να παρέχει μια σκιά ικανή να φιλοξενήσει όποιο «παιδί… δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει…».










Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-4-0#ixzz2aoa6EJKg

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 29.7.13)