Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Εγώ κι οι άλλες

 
 
 


                                      Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του René Magritte




Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο πραγματική… εγώ ή εσύ;
«Μα αφού είμαστε ίδιες»… μου απαντάει.
 
Πράγματι, στέκομαι απέναντί μου, μοιάζω σχεδόν όπως με θυμάμαι. Πίσω μου το ίδιο σπίτι, ο ίδιος πίνακας, τα ίδια πεταμένα αθλητικά παπούτσια, η ίδια καρέκλα. Ανακουφισμένη, κάνω να απομακρυνθώ.
 
Ακούω ένα γέλιο. Κι αυτό ίδιο με το δικό μου. Μα δεν είχα γελάσει. «Δηλαδή τόσο εύκολα πιστεύεις ό,τι βλέπεις;» ρωτάει το είδωλο μου. Τρομαγμένη, βάζω τα παπούτσια κι εξαφανίζομαι. Η καρέκλα πέφτει. Η άλλη κάνει ακριβώς το ίδιο. Μόνο που εκείνη συνεχίζει να γελάει.
 
Κατεβαίνω σκάλες βγαίνω στο δρόμο. Τη βλέπω στη βιτρίνα του φούρνου, στο προποτζίδικο, στο τζάμι ενός αυτοκινήτου. Βάζει μπρος και ξεκινάει. Πού πας… τσιρίζω… είναι κλειστοί οι δρόμοι. Τρέχω από πίσω της. Κολλάει τ’ αμάξι στο μποτιλιάρισμα. Βρίζει την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισαν, σαββατόβραδο, να οργανώσουν νυχτερινό αγώνα δρόμου. Α να χαθείς ξενέρωτη… της λέω και πάω, ακμαία κι αθλητική, με τα πόδια.
 
Φτάνω στο δημαρχείο. Έχει πολύ κόσμο. Στριμώχνομαι ανάμεσα σε νούμερα, κουβέντες, επιδόσεις, σορτσάκια, φόρμες, πόζες για το facebook. Είμαι μόνη κι όλα μου φαίνονται περίεργα και ξένα. Λίγο πιο κει διακρίνω ένα άλλο είδωλό μου, μέσα σε μια παρέα, να κάνει χαχανίζοντας διατάσεις και να φωτογραφίζεται. Κοίτα την ύφος… λέω από μακριά.
 
Ξεκινάμε να τρέχουμε. Όλη η Τσιμισκή στα πόδια μου. Σλάλομ ανάμεσα σε λαχανιάσματα, μπλουζάκια, χαμόγελα, φλας, καρότσια, μπαλόνια. Να κι η Ναυαρίνου, η Παύλου Μελά, (με βλέπω να περιμένω με το ποδήλατο στο φανάρι), η Ικτίνου (κι εκεί είμαι, μ’ εμψυχώνω από απέναντι), η Αγία Σοφίας (το είδωλό μου τώρα αδιαφορεί για τον αγώνα και κοιτάει λαίμαργα μια βιτρίνα με μπότες), η Καρόλου Ντηλ (δεν την πιστεύω… κάθεται χαλαρή και πίνει ποτά;), η Αριστοτέλους (να τη πάλι… βγάζει βόλτα το σκύλο μου ή μήπως το είδωλό του), η Ίωνος Δραγούμη, να και μια νύφη, χειροκροτούν οι δρομείς, (με βλέπω με τακούνια και λαμέ να ακολουθώ το ζευγάρι), τα Λαδάδικα, τα Δικαστήρια, στροφή για λεωφόρο Νίκης. Το Κλειώ κάνει βόλτες στον Θερμαϊκό (κι εγώ πάνω του χαζεύω την πόλη από έξω). Ο Λευκός Πύργος μινιατούρα μπιμπελό στο βάθος. Μεγαλώνει και πλησιάζει όλο και πιο κοντά. (Με διακρίνω στις πολεμίστρες). Έλα, λίγα μέτρα ακόμη. Έλα. (Μια ακόμη εκδοχή μου, στέκεται στον τερματισμό με το χρονόμετρο στο χέρι- κοροϊδεύει τις δυνάμεις μου που με εγκαταλείπουν). Τι κάθεσαι και κοιτάς… έλα να βάλεις ένα χεράκι… ελάτε κορίτσια… όλες μαζί… ψελλίζω ασθμαίνοντας.
 
Και τότε ξεσηκώθηκαν όλες. Η ξαπλωμένη τεμπέλα που καθρεφτιζόταν στην οθόνη της τηλεόρασης, εκείνη μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, η άλλη που έπινε την αντανάκλασή της στο ποτήρι, η μέσα στο κολλημένο αμάξι, η πάνω στο ποδήλατο, η δίπλα στο σκύλο… Τότε μόνο κατάφερα να τερματίσω. Όταν αποδέχτηκα τις άλλες μου εκδοχές… και γίναμε μαζί… ένα.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ego-ki-oi-alles-473#.UmkpeY5kUO8.facebook#ixzz2ilQdDk9U

                                                                                                          (Πρώτη Δημοσίευση 24.10.2013)