Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Η μέσα μου αιώρα





Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του René Magritte


Θα ξεκουραστώ τώρα, είπα κι έκλεισα τον υπολογιστή. Περίμενε, φώναζε αυτός, έχεις προγράμματα ανοιχτά, αρχεία που θα χαθούν, κείμενα μισά, αναρτήσεις ασχολίαστες, πασιέντζες ατελείωτες, τραγούδια άπαιχτα κι ανήκουστα, άρθρα αδιαβ…  Εξαφάνισα ρολόγια και κινητά, αποσύνδεσα κουδούνια και θυροτηλέφωνα.

Η αιώρα είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Τόσα, που νομίζω πώς δεν είχα ποτέ μου. Κι όμως είναι μπλε, μπαλωμένη κι αδιάβροχη. Χάιδεψα το τραύμα, γαργάλησα τη μνήμη. Την έδεσα από τη μια στα κάγκελα του μπαλκονιού από την άλλη στον κέδρο, αριστερά στη 2η χρυσή λεωφόρο. Από τη μια η Ίωνος Δραγούμη, το μαγαζί με τα λουκούμια, η στάση του λεωφορείου, το φανάρι, η Εγνατία….από την άλλη πέλαγος. Ποιο είναι το νησί που σε κάνει να βλέπεις την Ελλάδα κάτω από τη φούστα…εκεί.

Σκαρφάλωσα πάνω της και περίμενα…ποιος από τους δυο κόσμους θα κερδίσει. Το πρώτο κούνημα ήρθε από ένα λεωφορείο. Το δεύτερο από ένα τζιτζίκι. Έσπρωξε το γεράνι από τη γλάστρα, απάντησε ο αμμόλοφος. Ύστερα πέρασε ο παλιατζής. Μετά το κύμα. Μια ζαριά από το κάτω καφενείο. Τον ίδιο θόρυβο κάνουν και οι εξάρες και τα ασσόδυα. Σαν να παίζει ο παππούς από την πόλη, με αντίπαλο το ξωτικό από την πέρα καβάντζα. Κουνάει ένα γάβγισμα από το απέναντι μπαλκόνι, κι ένα δελφίνι από τον ορίζοντα. Ένα ξεχαρβαλωμένο μηχανάκι που μαρσάρει, και μια τρόμπα που ονειρεύεται να γίνει βάρκα.

Κάποιος τηγανίζει ψάρια. Η αιώρα πάει σαν τρελή. Δεν θέλει να διαλέξει. Είναι η από κάτω που μόλις γύρισε από τη λαϊκή, ή ο απ’ αλλού που μόλις τα ‘βγαλε απ’ τη θάλασσα. Τώρα μυρίζουνε τραγούδια. Μαθήματα φωνητικής και άριες από τον τρίτο όροφο δεξιά- μια κουτσή κιθάρα, νέι και κρουστά από τον τρίτο βράχο αριστερά. Να και μια κουτσουλιά. Αστικές δεκαοχτούρες και νησιώτικοι γλάροι συγχρονίστηκαν. Όπως και το ζευγάρι στον πέμπτο και εκείνο στη δίπλα σκηνή. Χαίρεται η αιώρα…ζαλίζομαι, φωνάζω.

Ύστερα ήρθε ένα γαμοσταυρίδι για το διπλοπαρκαρισμένο. Η άλλη μεριά απάντησε με μυρωδιά σκατού σε αποσύνθεση. Η αιώρα διαμαρτύρεται. Η πόλη αντεπιτίθεται με κόρνες, η παράδεισος με φρίσμπι και ρακέτες. Ακολουθούν καβγάδες και στους δυο κόσμους. Πρωταγωνιστές ο τρελός της γειτονιάς από τη μια, ο πρόεδρος των φρικιών από την άλλη. Όπλα τους μια κρύα μπύρα ο ένας, ζεστή ρακή ο άλλος. Σαγιονάρες vs σανδάλια. Τζιν και παρεό. Γήπεδο και τάι τσι. Κατά τ’ άλλα τα ίδια νεύρα, τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι δικό μου το παγκάκι, τσιρίζει η πόλη. Δική μου η παραλία, απαντάει η εξοχή.

Αίφνης, η αιώρα λύθηκε από μόνη της. Έμεινα μετέωρη γυμνή και γκρίζα κάπου μεταξύ αλήθειας και λαχτάρας γωνία. Όπου και να πας τον εαυτό σου κουβαλάς, θυμήθηκα ανεβάζοντας τ’ όνειρο στο πατάρι. Εσύ είσαι και το περιβάλλον σου κι ο τρελός που το διοικεί. Και το σπρώξιμο της αιώρας σου. Κι ο ρυθμός του ονείρου. Φρόντισε τουλάχιστον την επόμενη φορά, να είσαι μουσική. Και να σε ξεκουράσει.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-i-mesa-mou-aiora-464#ixzz2aoAZeTL6

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 23.5.13)