Κυριακή 4 Αυγούστου 2013


Μεθυσμένο Παραμύθι




 

-Από το δελτίο τύπου της ραδιοφωνικής εκπομπής (Ιούλιος 2006)-

 

 
 

 “...Παραμύθι” γιατί πρόκειται για μουσικές επιλογές, γεφυρωμένες με λόγο παραμυθιού, αφηρημένο, ποιητικό αλλά και με έμμεσες νύξεις στην κοινωνική πραγματικότητα. 

“Μεθυσμένο…” γιατί “τρεκλίζει” σε μουσικά μονοπάτια εναλλάσσοντας τις διαθέσεις του.

Η βόλτα του “μεθυσμένου παραμυθιού” περιλαμβάνει μουσικά κομμάτια rock, έντεχνα ελληνικά, ρεμπέτικα, jazz, ορχηστρικά, soundtracks, ήχους από μακρινές χώρες,  ήχους δικούς μας παραδοσιακούς…

Δείχνοντας, πάντα, σεβασμό στη μουσική, προσκαλεί τους ακροατές σε μια ωριαία περιπέτεια  στον κόσμο της φαντασίας, εκεί που καταργούνται οι ταμπέλες και τα είδη και πρωταγωνιστούν μόνο οι αισθήσεις.

Γιατί το ραδιόφωνο έχει τη δυνατότητα προκαλώντας την ακοή, να εκπέμψει μυρωδιές και γεύσεις, εικόνες που δεν προσφέρονται έτοιμες αλλά συνδημιουργούνται εκείνη τη στιγμή από πομπό και δέκτη.

Το “μεθυσμένο παραμύθι”, παρά τις κυκλοθυμίες του, δίνει μια νότα δροσιάς και, όσο μπορεί, αισιοδοξίας.

 

 Όχι γιατί ο κόσμος είναι ρόδινος

αλλά γιατί χρειαζόμαστε ρόδινα “όπλα” για να τον αντιμετωπίσουμε.
 
 
 



ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ (2007)- σκηνοθεσία Βιργινία Τσιτιρίδου
 
 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Το δικό μου Ναύπλιο (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 4)







Μάρτιος 1996 και αποφασίζουμε με τη Ρηνιώ να επισκεφτούμε τη φίλη Μαρία στην Πάτρα. Λίγο μετά το καρναβάλι και τα τελευταία κομφετί ακόμη σφηνωμένα στα πλακόστρωτα. Από την Πάτρα δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε το μικρό σπιτάκι της Μαρίας, ούτε κάποια λαχτάρα ή ζήλια για την ξεγνοιασιά της φοιτητικής ζωής σε άλλη πόλη. Ίσως μόνο έναν απόηχο μυρωδιάς κρασιών από την επίσκεψή μας στο Αχάια Κλάους. Το ενδιαφέρον της εκδρομής στην Πάτρα ξεκινάει όταν πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε για τριήμερο στο Ναύπλιο.

Ο ναυπλιώτικος ουρανός μας υποδέχτηκε γκρίζος πάνω από μια πόλη όμορφη και παράξενα θλιμμένη. Βρήκαμε ένα φτηνό  δωμάτιο και αρχίσαμε τις βόλτες. Το γραφικό Μπούρτζι, το γραφικό ταβερνάκι, τα γραφικά στενά κι εμείς πιο γραφικές από ποτέ, ψάχναμε να βρούμε την περιπέτεια εκεί που δεν υπήρχε. Σε αυτούς τους δρόμους περπατούσε ο Καποδίστριας, λέγαμε με στόμφο και σκάγαμε στα γέλια. Και να τα κρασιά, τα φιστίκια, οι πολύωρες αδιέξοδες παρτίδες σκάκι και μια άγουρη μελαγχολία… από κείνες τις πρώτες των 20 παρά… που δεν σου ‘ρχονται ακριβώς τα πράγματα όπως τα φανταζόσουν, που ‘χεις την ελευθερία να κάνεις εκδρομές, τρέλες κι εξορμήσεις μα το μέσα σου δεν μπορεί να τις υποστηρίξει. Πόσο μάλλον η φωτογραφική μηχανή.











Μέσα σ’ όλα αυτά λοιπόν, είχα και στο νου μου να βρω ένα συγκλονιστικό δώρο για έναν άνθρωπο που όσο πιο πολύ απομακρυνόταν, τόσο πιο κοντά μου τον ένιωθα. Είχε γενέθλια πριν λίγες μέρες και κάθε χρόνο ο μαραθώνιος ανεύρεσης του κατάλληλου δώρου, μου ‘δινε έναν σημαντικό λόγο άγχους, αγωνίας και ύπαρξης. Έτσι λοιπόν, σε μια από τις ατέλειωτες άδειες ναυπλιώτικες περιπλανήσεις, γέμισε το βλέμμα μας το «Ενώτιον»: ένα μικρό μαγαζάκι σε ένα στενό με πολύχρωμες φιγούρες Καραγκιόζη.








Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτόν τον μαυρομάτη καμπούρη και στις γκάφες του μα οι κρεμασμένες φιγούρες από πεπιεσμένο χαρτόνι και ύφασμα, αποκάλυπταν έναν μαγικό κόσμο φαντασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Χατζηαβάτης, ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο Νιόνιος, το κολλητήρι… σε καλούσαν να επινοήσεις από την αρχή τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσαν. Τις ατάκες, τις φωνές, τη μουσική, ακόμα και τα επιφωνήματα του κοινού στη θέα τους. Έβλεπες μεγάλα καράβια καμωμένα με απίστευτη λεπτομέρεια. Με καλοτάξιδους ανέμους να κουνάνε τα πανιά και μακρινούς ορίζοντες να τα γητεύουν. Παραδίπλα γοργόνες με λικνιστές ουρές πλάι σε παιχνιδιάρικα δελφίνια. Ένας άγγελος επιβλητικός, άσπιλος και πανέμορφος. Ένα μπαλωμένο ποτιστήρι. Έτοιμο να ρίξει χρυσή βροχή ν’ ανθίσει ομορφιές ο άδικος κόσμος. Ένας ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι. Ένας περήφανος πλουμιστός κόκορας, σχεδόν να θες να τον ακούς να ξεφωνίζει κικιρικικι κι ας σε ξυπνάει κάθε πρωί. Ένα Σαράι, να καίγεσαι να μπεις μέσα κι ας φας και ξύλο στο τέλος του έργου. Να γουργουρίσεις τις πολυτελείς του λιχουδιές κι ας κοιμηθείς και νηστικός μετά. Ένας φωτογράφος καλά κρυμμένος μέσα στην κουκούλα του, λίγο πριν απαθανατίσει εσένα που μαγεμένος στέκεσαι και τον κοιτάς σαν χάνος. Ένας τύπος με μια λατέρνα στην πλάτη και ένας άλλος με μακρύ χέρι να χαϊδεύει το στρόφαλο. Να βλέπεις ένα ξανθό γυναικείο πρόσωπο πάνω στη λατέρνα- ίδιο η Μελίνα- και να νομίζεις πως ακούς τη μουσική και το ντινγκ του κέρματος πάνω στο τάσι.







Πάντα λάτρευα τους παράφορους έρωτες με άγνωστα αντικείμενα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είτε κεραυνοβολείσαι και αγοράζεις επί τόπου το συγκλονιστικό σου δώρο… είτε αφήνεις την αίσθησή του να κάτσει λίγο μέσα σου και να σε στοιχειώσει. Μαζοχιστικά, επέλεξα το δεύτερο κι έτσι άφησα τις φιγούρες να παρελαύνουν στο μυαλό μου μια ολόκληρη μέρα. Να πάρω τον φωτογράφο ή τους λατερνατζήδες; 12.000 δραχμές; Θα μου φτάσουν τα λεφτά; Ο φωτογράφος ταιριάζει καλύτερα αλλά η Μελίνα πάνω στην λατέρνα δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω. Αχ «…αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι…» [i]να μου ψιθυρίζει, ακόμη και στον ύπνο μου, η βραχνή φωνή της. Πέρασα και το βράδυ από το μαγαζί και χάζευα για ώρες τη βιτρίνα. Σαν ν’ άκουσα κιόλας να μου διαδηλώνουν από μέσα: «….κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη…».[ii] Κι έτσι ξαφνικά, κούμπωσαν οι στίχοι με το δώρο, δικαιολογήθηκε η επιλογή μου: «Ε ναι λοιπόν… θα το πάρω… και θα είναι η λατέρνα». Ανάσανε και η καημένη η Ρηνιώ που είχε διοριστεί στωικός αποδέκτης όλου αυτού του παραληρήματος.

Θα φεύγαμε με ΚΤΕΛ το απόγευμα κατά τις 6. Πρωί πρωί λοιπόν κατευθυνόμαστε προς την οδό Σταϊκοπούλου και στο «Ενώτιον». Κεπέγκια κατεβασμένα. Ρωτάμε στο διπλανό μαγαζί και μαθαίνουμε ότι η κοπέλα θα ανοίξει πιο αργά το μεσημεράκι. Πώς να περάσει η ώρα… πάμε για καφέ και σκάκι. Και να τα ροκέ, τα σαχ από δω και σαχ από κει, και μια αφηρημένη βασίλισσα να πέφτει ηρωικά στον αγώνα και ένας αθέατος στρατιώτης ασθμαίνοντας να φορά το κοστούμι της, να λεηλατεί πύργους κι αυτοί να αντιστέκονται, άλογα μανιασμένα να καλπάζουν… τρελοί να μας βγάζουν τη γλώσσα… πόσες ώρες αδέξια παλεύαμε στα ασπρόμαυρα τετραγωνάκια; Τόσες όσες χρειαζόταν για να ανοίξει το μαγαζί και μετά από λίγο να ξανακλείσει. «Αχ η Ειρήνη μόλις έφυγε» μας είπε ο γείτονας κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. «Σε ποιον ανήκει το μαγαζί… ποιος κάνει αυτές τις πανέμορφες φιγούρες;» ρώτησα κλαίγοντας σχεδόν… «Η Ειρήνη που το κρατάει είναι ξαδέρφη του… ο Γιάννης ο Κόκκορης τις φτιάχνει… ψάξτε στο καφενείο μπορεί να είναι εκεί».

Η ώρα ήταν 4. Είχαμε 2 ώρες μπροστά μας να βρούμε τον Γιάννη Κόκκορη. Ή την ξαδέρφη την Ειρήνη. «Η Ειρήνη πήγε στην Πρόνοια», λέει ο γείτονας. Ασπίς; Κοινωνική πρόνοια; Τι σκατά είναι αυτή η πρόνοια πάμε να τη βρούμε. «Προάστιο, έξω από το Ναύπλιο, πήγε για μάθημα γερμανικών». «Πάμε στο μάθημα να τη φέρουμε πίσω…» έλεγε κι η Ρηνιώ. Όχι, θα χάσουμε χρόνο, πρέπει να βρούμε τον Γιάννη. Τον Γιάννη τον Κόκκορη… κι η καρδιά μου να  χτυπάει σαν τρελή. Πάμε στο καφενείο. «Ο Γιάννης ήταν εδώ, μόλις έφυγε». «Πηγαίνετε στο μουσείο…ίσως είναι εκεί». Τρέχουμε στο μουσείο. Κλειστό. Πάμε στην πλατεία στο άλλο καφενείο. «Ο Γιάννης πέρασε πριν από λίγο». Ξαναπερνάμε μπροστά από το μαγαζί. Ακόμα κλειστό. Ο γείτονας σηκώνει τους ώμους. Η ώρα είχε πάει 5. Τρέχουμε πάλι στην πλατεία, στο μουσείο, στο καφενείο, στο μαγαζί. Παίρνουμε έναν κατάλογο και κατασκηνώνουμε μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο. Αρχίζω και τηλεφωνώ σ’ ό,τι Κόκκορη έβρισκα μπροστά μου. Βρήκα τη θεία του, έναν ξάδερφο, μια συνωνυμία, ένας δεν απαντάει, άλλος μιλάει… δες ρε Ρηνιώ το γράφει καθαρά… Γιάννης Κόκκορης Καραγκιοζοπαίχτης… το βρήκαμε… το σηκώνει η μάνα του: « Σας παρακαλώ… ελάτε να ανοίξετε το μαγαζί… θα φύγουμε είναι επείγον… είναι ζήτημα ζωής έρωτα και θανάτου… σας ικετεύω… θα σπάσω τη βιτρίνα… θα το πάρω, θα αφήσω και τα λεφτά… και για τη λατέρνα και για το τζάμι… σας παρακαλώ» «Δεν έχω τα κλειδιά κορίτσι μου… πρέπει να βρείτε τον Γιάννη».
 
«Ούλελέ μου… πού είσαι άγνωστε Γιάννη, να σε χαρώ…» κραύγαζε η μικρή τραγωδός στη μέση της πλατείας κι ο θρήνος έφτανε ίσαμε το Παλαμήδι… σκαρφάλωνε τα 999 σκαλιά και γυρνούσε άπραγος πίσω.
 
Η ώρα έχει πάει 6 παρά. «Φύγε Ρηνιώ…» λέω πένθιμα «…γύρνα μόνη σου στην Πάτρα, εγώ θα μείνω να τον ψάχνω». Η Ρηνιώ ανένδοτη… «θα μείνω μέχρι τέλους». Κουρασμένες, καταϊδρωμένες με την απογοήτευση να βαραίνει ακόμα και τις σκιές μας, κατευθυνθήκαμε προς το ΚΤΕΛ για να αλλάξουμε τα εισιτήρια. Περνώντας για 7η φορά από την οδό Σταϊκοπούλου βλέπουμε από μακριά μια σκοτεινή φιγούρα να ανεβάζει τα κεπέγκια. Ο χρόνος έχει παγώσει.

«Γιάννηηηηηηηη….» τσιρίζουμε και οι δυο και τρέχουμε κατά πάνω του. Αυτός τρομάζει αρχικά κι έπειτα ανοίγει τα χέρια να μας προϋπαντήσει. Φρενάρουμε λαχανιασμένες λίγο πριν την αγκαλιά του… μας κοιτάει από πάνω ως κάτω… χαμογελάει… και δειλά δειλά ψελλίζει… «Ποιες είστε;»
 
Αυτός πάντως ήταν μελαχρινός, μεγάλος -σκεφτήκαμε τότε- γύρω στα 35, με μακρύ μαλλί και μούσι. Φορούσε ενώτιο στ’ αφτί κι ένα σκούρο χοντρό παλτό. Πριν προλάβουμε να του πούμε ποιες είμαστε και τι τον θέλουμε… σκάει μύτη όλο το Ναύπλιο στην πόρτα, λέγοντας του πως τον ψάχνουν δυο κοριτσάκια… «α σε βρήκανε…». Με τα πολλά του λέμε την ιστορία, γελάει… «μου φτιάξατε τη μέρα» λέει. Ούτε τότε, ούτε τώρα ξέρω πολλά για αύρες… αλλά αυτός ο άνθρωπος εξέπεμπε κάτι τόσο φωτεινό, ζεστό και γοητευτικό που σε παρέλυε. «Όποτε ξαναβρεθείτε στο Ναύπλιο, ελάτε να τα πούμε να πιούμε κάνα τσίπουρο παρέα». Θα το κάνουμε Ρηνιώ… αυτόν τον άνθρωπο θα τον ξανασυναντήσουμε… είμαι σίγουρη. Κρατήσαμε και το σωστό τηλέφωνό του, μην τύχει και τον ψάχνουμε και δεν τον βρίσκουμε πάλι.

Οι περιπέτειες του δώρου βέβαια συνεχίστηκαν… μια που το ξέχασα στο σπίτι στην Πάτρα, έβαλα τον οδηγό κι ένα ολόκληρο λεωφορείο να με περιμένει, να τρέχω σαν παλαβή, να ξυπνάω τη Μαρία, να μου δίνει κουνώντας το κεφάλι το περιβόητο μπλε πακέτο, να το αγκαλιάζω σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποδοχή του συγκλονιστικού δώρου δεν ήταν ανάλογη της συγκλονιστικής κατάκτησής του… αλλά δεν είχε σημασία πια. Είχε ξεφύγει πλέον από τη σφαίρα της προσφοράς και είχε περάσει σε άλλο επίπεδο.

Ο καθένας μας έχει ένα ολόκληρο στοκ από ιστοριούλες. Αυτές που λέμε σε μεγάλα κέφια, που επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά, που προσθέτουμε σάλτσες με τα χρόνια ή ξεχνάμε πολύτιμες λεπτομέρειες. Αυτή, ως εδώ, ήταν απ’ τις αγαπημένες μου. Γνωρίσαμε και μια κοπέλα από το Ναύπλιο που τον ήξερε καλά γιατί παίζανε μαζί Καραγκιόζη. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και τον γνωρίσαμε. Και βρίσκεται εκεί. Και ανά πάσα στιγμή θα πάμε να τον ξαναβρούμε.
 
Το φθινόπωρο του 1999, καθώς σιγόβραζα ακόμη μια τάση φυγής, δήλωσα στη Ρηνιώ ότι σκόπευα να πάω για Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο. «Μην πας». Γιατί; «Μην πας…». Μα γιατί; «Μην ρωτάς και μην πας…σε παρακαλώ». Ο Γιάννης ο Κόκκορης, ανακάλυψε μέσα του έναν καλπάζοντα καρκίνο και μέσα σε ελάχιστους μήνες… έφυγε.







Πήγα. Βρήκα την ξαδέρφη. Πήρα φιγούρες. Της είπα. Γέλασε. Μου ‘δωσε φωτογραφίες του. Ένας ολόκληρος ουρανός «το λευκό του σεντονάκι…» ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι «η λάμπα του η τρελή…» να ‘χει να παίζει, να δημιούργει και να ψυχαγωγεί τους πάνω. Ίσως να ξέρει πλέον και την πολυπόθητη απάντηση για το «ποια αγάπη τάχα μας φυσάει…». Ε να λοιπόν… που οι ωραίες ιστορίες και οι ωραίοι άνθρωποι δεν είναι εδώ για πάντα να σε περιμένουν.

Το καλοκαίρι του 2001 παρακολούθησα ένα σεμινάριο υποκριτικής με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Μας έβαζε λοιπόν ο Θωμάς να λέμε μεταξύ μας ιστορίες. «Παρατηρήστε την αμεσότητα», έλεγε… «το ενδιαφέρον… τη χαραμάδα που μένει μισάνοιχτη να βγει μια κρυμμένη αλήθεια πίσω από την διήγηση. Κι εσείς που μιλάτε… παράλληλα παρατηρείστε… πώς σας ακούν οι άλλοι;». Οι άλλοι ήταν εκεί, άκουγαν με προσοχή, γελούσαν, μπορεί να θυμήθηκαν και κάτι δικό τους… μετά έγινε παύση. Στεναχωρήθηκαν. Είναι άδικο… μπορεί να είπαν. Το δικό μου Ναύπλιο πάντως, σαν μνημόσυνο σε αυτόν τον άγνωστό μας καραγκιοζοπαίχτη, ψηφίστηκε ως η καλύτερη ιστορία. Όχι απαραίτητα γιατί τη διηγήθηκα καλά, αλλά μόνο και μόνο γιατί την έζησα. Ως το τραγικό της τέλος. Όσοι την αγάπησαν, με ειδοποιούσαν εκείνον τον καιρό, όποτε πήγαιναν στο Ναύπλιο ή διάβαζαν κάτι για αυτόν. Λάμβανα συνεχώς μηνύματα «γίνεται φεστιβάλ καραγκιόζη στη μνήμη του» «έχει αφιέρωμα στην κρατική τηλεόραση» «πάρε εφημερίδα… λέει για τον δικό σου». Όποιος δε, περνούσε από το «Ενώτιον», μου έφερνε αναμνηστική και μια φιγούρα. Ένιωθα περήφανη… τον σύστηνα στον κόσμο… σαν να τον κρατούσε η ιστορία μου ζωντανό. Για τους φίλους του βέβαια και τους κατοίκους του Ναυπλίου, ήταν περιττά όλα αυτά. Χρόνια μετά τον θάνατό του, ακόμη σκύβουν το κεφάλι όταν κάποιος αναφέρει το όνομά του. «Δεν περνάει όμορφη βραδιά χωρίς να θυμηθούμε πόσο λείπει…» είπε κάποιος κι έδωσε στο χώμα και στον Κόκκορη να πιει απ’ το ποτήρι του.

Δεν το ξέρω το Ναύπλιο, το ομολογώ- αν και πήγα πολλές φορές από τότε. Γνώρισα κι άλλους ωραίους ανθρώπους… τη Σίσσυ, τον Τασούλη… εκεί σπούδαζε η Φωτεινή, μου ‘δωσε ένα ποδήλατο και μ’ άφησε να το γυρνάω.



Η κτητικότητα του τίτλου αναφέρεται στο μοίρασμα μιας αγαπημένης  προσωπικής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο σήμα κατατεθέν μιας πόλης και μιας τέχνης που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι «…σαν τον Καραγκιόζη». Κι ίσως να μπορεί ακόμη να παρέχει μια σκιά ικανή να φιλοξενήσει όποιο «παιδί… δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει…».










Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-4-0#ixzz2aoa6EJKg

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 29.7.13)

Το δικό μου Ποσείδι (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 3)











Η πρώτη αποστολή στο Ποσείδι έγινε οικογενειακώς το καλοκαίρι του 1978, λίγες μέρες μετά τον μεγάλο σεισμό. Αφού ηρέμησαν τα πνεύματα της γης του αέρα και της μέσα μας τρομάρας, ο πατέρας πήρε τη φαμίλια και κατευθύνθηκε προς το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, ακριβώς στη φτέρνα: Κατασκήνωση πανεπιστημιακών και φοιτητών του Α.Π.Θ. ή αλλιώς… η Καλάνδρα μας.

Η αλήθεια είναι πως από κείνη την χρονιά, δεν μπορώ να ανασύρω πολλά. Σίγουρα μέναμε σε σπιτάκι. Σίγουρα είχαμε μαζί μας τη γιαγιά και το βράδυ μετέφραζα στη 2χρονη φαντασία μου το ροχαλητό της σε ιδιωτική συνομιλία με το υπερπέραν: «Έρχεται ο μπαμπούλας να φάει τη γιαγιά μου!» Και να τα κλάματα και οι φωνές μέσα στη νύχτα. Ρεύμα δεν υπήρχε, παρά μόνο κεριά και λάμπες πετρελαίου αλλά αυτό δεν ενόχλησε την αντίληψή μου ούτε παραπονέθηκα γιατί δεν με σήκωναν ψηλά να ανάψω μόνη μου τον διακόπτη. Το μόνο που με πείραζε ήταν ότι δεν είχα όση αγκαλιά επιθυμούσα…«Αχ αυτό το παιδί… όλο σε μια  αγκαλιά θέλει να βρίσκεται… αφήνει κι όλο της το βάρος… σαν να ζυγίζει 100 κιλά». Μια αγκαλιά. Κι ένα αφτί. Να το τραβήξω, να χαϊδέψω τον λοβό και να παραδώσω τα 100 παιδικά κιλά μου στον θεό της ασφάλειας και των βαθιών ονείρων.
«Πώς σε λένε κοριτσάκι μου;» «Μάλα, αλλά ζεν μπολώ να πω το λο»… «Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;» «Γιατλός πιπί νινί»… «Σ’ αρέσει εδώ;» «Πολύ  πάλα πολύ».









Από κει και πέρα, το Ποσείδι έγινε οικογενειακό ορμητήριο σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Κι άκουγα τον εαυτό μου περήφανα να διαφημίζει την ηλικία του… «του χρόνου θα πάω πρώτη… τρίτη… πέμπτη… έκτη…» και να μην χωράει ποτέ στο περσινό μαγιό…και μυαλό. Το σπιτάκι κερδίζονταν με κλήρωση, έτσι δεν είχαμε κάθε χρόνο αυτήν την πολυτέλεια. Εξάλλου εμείς τα πιτσιρίκια προτιμούσαμε το αντίσκηνο… εκείνα τα παλιά που χρειαζόταν 10 άτομα να τα συναρμολογήσουν. «Όχι, από δω θα ‘χετε ήλιο», «Όχι, από ‘δω έχει λακκούβα», «Όχι, από ‘δω βρίσκει δέντρο» και να σέρνουν οι πολύξεροι παλαίμαχοι πρόσκοποι σαν τρόπαιο τον σκελετό πέρα δώθε, μέχρι να παρθεί επιτέλους η γενναία απόφαση: «Εεε-δώ». Να μπουν τα πασαλάκια, το νάιλον από πάνω και κάτω, να σκαφτεί το αυλάκι γύρω γύρω, να μπουν και τα καλάμια στην πόρτα για τις μύγες, η ψάθα μπροστά... «πάλι μπήκες με τα παπούτσια μέσα;». Το μέσα είχε χολ που χωρούσε ένα ράντζο από τη μία, για τη γιαγιά… και τραπεζάκι από την άλλη (με σεμεδάκι), για το θερμός και τα κουλουράκια του καφέ. Όλα αυτά λουσμένα σε ένα πορτοκαλί φως που εισέβαλε ανάμεσα απ’ τα πεύκα και τις σήτες των παραθύρων. Μετά το χολ, κρεμασμένα από τις πολύπλοκες μπαλένες, ήταν τα δωμάτια: το μεγάλο για τους γονείς και το πιο μικρό για τον αδερφό μου και μένα. Σ’ αυτό το αγαπημένο νοικοκυρεμένο τσαντιράκι… χωρούσε κι ένας σκύλος, ο Φρέντυ, που γαύγιζε να καταλάβει γιατί σε αυτόν τον παράδεισο δεν μπορούσε να ’ναι ελεύθερος όπως κι εμείς.

Εμείς, όχι απλώς ελεύθεροι… αλλά από παιδιά του σαλονιού γινόμασταν επιτέλους του αλωνιού, του καθαρού αέρα, του χώματος, του κύματος, της άμμου. Παρολαυτά υπήρχε κι ένα αυστηρό πρόγραμμα οριοθέτησης, σύμφωνα με τους κανόνες της κατασκήνωσης και της τραπεζαρίας: 8.30 με 9.30 πρωινό. Με ένα κουπόνι περίμενες στην ουρά, έπαιρνες δίσκο, γάλα με καϊμάκι ή τσάι σε κάτι χρωματιστά πλαστικά ποτήρια, φέτες ψωμιού από κάτι μεγάλες καλαθούνες, βούτυρα, μαρμελάδα ή φέτα τυρί με ελιές. Μετά, ανάλογα με την ελαστικότητα των γονέων είχε είτε μελέτη (το περίφημο βιβλίο «Ο μαθητής στις διακοπές») είτε διφορούμενες κοινωνικότητες: «έλα από τη σκηνή μου να παίξουμε καπακωτό, μουτζούρη, γκρινιάρη…» μέχρι να ’ρθει η ώρα για μπάνιο. Ομπρέλα, πετσέτες, στρώματα, βάρκες, μάσκες, βατραχοπέδιλα… κουβαλούσε η δόλια μάνα τις καθημερινές ενώ ο πατέρας λόγω δουλειάς, συνήθως ερχόταν μόνο τα σαββατοκύριακα.
Θάλασσα βαθιά κι υπέροχη. Ένα καταγάλανο λάδι στις νηνεμίες και εξωτικά κύματα Χαβάης στα ψηλά μποφόρια, να σου κατεβάζουν το μαγιό και συ να φοβάσαι μην είδε τον άσπρο σου ποπό το αγοράκι της διπλανής ομπρέλας.






Ως τη 1 περίπου. Μετά ντουζ και τραπεζαρία μια και το φαγητό σερβίρονταν αυστηρά 1.30- με 2.30. Στη τότε φοιτητική λέσχη λοιπόν, αγαπούσαν πολύ τα μακαρόνια. Τη μία μέρα, ογκρατέν (τι θα πει ογκρατέν ρε μάνα;), την επόμενη κοφτό, την άλλη μέρα παστίτσιο, μια με κιμά, ντοματοπελτέ ή τυρί σκέτο. Νομίζω από τότε τα μακαρόνια δεν αποτελούν ποτέ την καλύτερή μου στο φαγητό. Όταν είχε φασολάκια, ανακοίνωναν από τα μεγάφωνα, όσες κυρίες επιθυμούσαν, να πάνε στην κουζίνα να βοηθήσουν με το καθάρισμα. Και πήγαιναν κι επιδείκνυε η καθεμία την φασολακικοκαθαραστική της δεινότητα κάνοντας παράλληλα χαλαρό θερινό μουχαμπέτι. Όταν δε, είχε φασολάδα… σε αντάμειβαν στο βραδινό, με μπιφτέκι και πατάτες τηγανιτές. Συνοδευτικά των γευμάτων, μια αγγουροντομάτα και φρούτο ή ρυζόγαλο. Κι η ευκαιρία να πάρεις μάτι τους φοιτητές. Ψηλοί, χίπηδες, όμορφοι, ηλιοκαμένοι κι αμμουδεροί να ’ναι μπροστά σου στην ουρά, να  πίνουν μπύρες αραχτοί στα τραπέζια… «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» «Σαν τη Μυρτώ, ψηλή, αδύνατη, σπουδαγμένη, όμορφη και με σανδάλια…»


Μετά το μεσημεριανό είχε κοινή ησυχία και κοινούς καβγάδες στις σκηνές… «Δεν θέλω να κοιμηθώ ρε μαμά, θέλω να πάμε με τα παιδιά στο φρούριο ή στο δέντρο μας». Το φρούριο ήταν ένα ξέφωτο που είχαμε ανακαλύψει και το δέντρο, ένα υπέροχο πεύκο για σκαρφάλωμα. Συνήθως οι μανάδες δεν σήκωναν πολλά και στην ώρα κοινής ησυχίας γινόταν τουμπεκί. Έβρισκαν ευκαιρία τότε τα τζιτζίκια και ξεσάλωναν. Να ξαπλώνεις σ’ ένα ράντζο κάτω από παχύ ίσκιο, να διαβάζεις Μυστικούς 7, η Πολυάννα στο Μεξικό ή να λύνεις σταυρόλεξα στο Μικρό Τεστ, να χάνεσαι στο χωριό του Αστερίξ, μια Καλάμιτι Τζέιν στο Λούκι Λουκ να σου αλλάζει φτύνοντας το ροζ ως τότε σκηνικό για να στο επαναφέρει αργότερα η Μανίνα, η Πάττυ, η Κατερίνα…

5 η ώρα πάντως ηχούσε η σάλπιγγα. Παραδίπλα είχε τη θερινή της έδρα η ΣΣΑΣ και ο ήχος της σάλπιγγας έφτανε εντυπωσιακά ως τα μέρη μας. Την ακούγαμε και μαζευόμασταν στο φρούριο. «Σύνθημα;» Ρωτούσε αυτός που έφτανε πρώτος. «Εγώ είμαι, η Μάρρα, αδερρφή του Δημήτρρη, ρρε!» (Το ρο ήταν πλέον μια κατάκτηση που στριμωχνόταν ηχηρά παντού). «Σύνθημα;» επέμενε άγρια ο φρουρός. «Γκρεμισμένη Γέφυρα», έλεγε συνωμοτικά ο μεγάλος αδερφός και μ’ έχωνε γρήγορα κάτω απ’ τα φτερά του. Όταν τσάκωσε το στέκι μας η αντίπαλη παρέα, βγάλαμε και παρασύνθημα μια άλλη μεγάλη καταστροφή: «Καμένο Σπίτι». Έτσι είναι… όταν οι αναφορές σου είναι… κούνια μπέλα έπεσε η κοπέλα έσπασε το πόδι της κλπ… ένας σεισμός που άμπρα κατάμπρα εξαφάνιζε κι εμφάνιζε το απέναντι κτίριο ή μια πυρηνική έκρηξη στο Τσερνομπίλ, δεν έχει πλάκα να παίζεις με άλλα πιο αρτιμελή υλικά.







Μετά τον κουκουναροπόλεμο, είχε απογευματινό μπάνιο μέχρι τις 8, ουρές στα ντουζ, σαμπουάν όχι πια δάκρυα στα σακουλάκια, βραδινό φαΐ  και παιχνίδι μέχρι να πέσει το βλέφαρο ξεθεωμένο. Οι μεγάλοι έπαιρναν τις πάνινες καρεκλίτσες τους, τα σπόρια στα σακουλάκια και μαζεύονταν μπροστά από κάποιο τυχερό σπιτάκι που κουβαλούσε μαζί του και τηλεόραση. «Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη», «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» κι άλλα τέτοια αγωνιώδη σήριαλ. Σε μεγάλα κέφια κατέβαιναν με κιθάρες στην παραλία, ανάβανε φωτιές, έψηναν πατάτες και λουκάνικα, κουκούλωναν και μας στους υπνόσακους και μας έπαιρνε ο πιο γλυκός ύπνος κάτω από τα αστέρια.


Για τα πιτσιρίκια όμως υπήρχαν κι άλλες δραστηριότητες, χάρη στον Κυριάκο. Έναν φανταστικό οδοντίατρο που έκανε τα πάντα για να τον λατρέψουμε. Εμείς τα παιδιά, μα κυρίως οι γονείς που ’χαν το κεφάλι τους ήσυχο ενώ ο Κυριάκος βαρύ και ασήκωτο από το παιδομάνι γύρω του. Σκάρωνε λοιπόν αυτός ο υπέροχος αδυνατούλης νευρικός κι ευφυέστατος τύπος, παραστάσεις Καραγκιόζη και κουκλοθεάτρου. Με τον καιρό φτιάχτηκε και μια θεατρική σκηνή για σκετσάκια, ήρθαν τραπέζια πινγκ πονγκ στο κέντρο της κατασκήνωσης, διοργανώθηκε πρωτάθλημα σκακιού και στίβου, ζωγραφική και κατασκευές… μέχρι και κινηματογραφική μηχανή έφερε και βλέπαμε ανάμεσα στα πεύκα ασπρόμαυρο σινεμά.





Αν το επέτρεπε ο καιρός, γιατί τα ξαφνικά μπουρίνια ήταν μια πλήρης απασχόληση και υπερθέαμα για όλους. Ο αδερφός, καιρόφιλος από μικρός, κουβαλούσε στη σκηνή θερμόμετρα βαρόμετρα υγρόμετρα και προειδοποιούσε μεγάλους και μικρούς για τα καιρικά μελλούμενα. Κι έβγαιναν οι φόρμες και τα αδιάβροχα από τη βαλίτσα και σκάβονταν τα αυλάκια πιο βαθειά και τρέχαμε σε φιλικά τροχόσπιτα ή στην τραπεζαρία να προφυλαχτούμε. Την άλλη μέρα μοσχοβολούσε ο τόπος βρεγμένη φύση και μούχλα απ’ τις σκηνές. Βγαίναμε έξω σαν αγουροξυπνημένα σαλιγκάρια και διορθώναμε τις ζημιές. Γέμιζε η κατασκήνωση με μπουγάδες και ανάποδους ποδόγυρους στα μούσκεμα σπιτικά για να στεγνώσουν.





Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, αυξάνονταν τα κεράκια στην τούρτα, τεντώνονταν τα παιδικά σωματάκια, πω πω μεγάλωσε η μπουμπού, αγνώριστος ο Δημητράκης και σιγά σιγά γίνανε και γήπεδα μπάσκετ και ομάδες και να τα μικρά αγοράκια να μεταμορφώνονται σε ήρωες με μια μπάλα στο χέρι κι ένα ιδρωμένο μπλουζάκι. Έγινε κι ένα κιόσκι στην παραλία, με τραπεζάκια, μπαρ και μια πίστα για να χορεύουμε τον Μάικλ Τζάκσον και την Κάιλι Μινογκ της εποχής. Να μην χρειάζεται να αγγαρεύουμε γονείς να μας πάνε ως τη Φούρκα ή την Καλλιθέα, στις διάσημες μεγάλες ντισκοτέκ… «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» «Θα σου απαντήσω αύριο στον ίδιο θάμνο». Και να αργεί το αύριο… κι ο αυτόπτης θάμνος να σε κοροϊδεύει όλη μέρα. Και να η ευκαιρία σου να λιαστείς σε ξένη αγαπημένη πετσέτα, να φυλάξεις σαν φυλαχτό τη μυρωδιά της, να σου πιάνουν το χέρι ως το κιόσκι και να χτυπάει η καρδούλα κάτω από το φεγγαρόφωτο. «Να ξαπλώσω πάνω σου;»… και να δίνεις τα πόδια στα μαλλιά του και η ανάσα εφηβική αδαής κι ερωτευμένη να ψάχνει λόγια να χαλάσει τη σιωπή.

Μεγάλος χαμός στο σπίτι μας το καλοκαίρι του 1988, όταν ο πατέρας επίσημα ανακοίνωσε πως λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων… δεν έχει Ποσείδι φέτος. «Να πάμε μόνοι μας…» πρότεινε ο αδερφός μου. «Θα προσέχω εγώ τη μικρή». Η μικρή θα πήγαινε πρώτη γυμνασίου και δεν είχε ανάγκη κανέναν αλλά δεν είπε τίποτα. Οι γονείς ανένδοτοι. Και να τα επιχειρήματα, οι καβγάδες, οι φωνές, πόρτες να βαράνε σχεδόν όσο και οι καρδιές. Κι όταν απέτυχαν όλα, άρχισαν τα μεταφυσικά. «Είδα ένα όνειρο… ολοζώντανο» μου είπε ένα πρωί ο Δημήτρης και τον ζήλεψα τρελά που αυτός πήγε έστω και στον ύπνο του στην Καλάνδρα μας χωρίς να μου το πει. «Ήταν όλα εκεί, στήσαμε κάτω από εκείνο το πεύκο, είχαμε και τη βάρκα, έπαιρνα την ομπρέλα για πανί και έφτανα ως τη μύτη κι ακόμα παραπέρα. Είδα γνωστούς φίλους κι άλλους που θα γνωρίσουμε αργότερα ή μετά από χρόνια θα ξεχάσουμε τελείως…
  ήταν κι ο φάρος κι οι μυρωδιές και τα λευκά κρινάκια στην αμμουδιά.» Λύγισε ο πατέρας, δέχτηκε την πρόκληση κι από εκείνη τη χρονιά πηγαίναμε πλέον μόνοι μας. Πολύ περήφανοι για την υφασμάτινη περιουσία μας, φιλοξενούσαμε και χειμωνιάτικους φίλους. Πού να φτάσουν οι ενθουσιώδεις διηγήσεις, έπρεπε να ζήσουν από κοντά την εμπειρία.


Η αλήθεια είναι πως ως φοιτήτρια δεν πήγα ποτέ. Η καριέρα μου στο Ποσείδι έληξε ηρωικά στα 18. Δεν θυμάμαι γιατί. Όπως κάτι απομακρύνσεις με αγαπημένους φίλους που όσο περνάν τα χρόνια ούτε που θυμάσαι τον λόγο του καβγά. Το 2009 έπεισα μια φίλη, να διακτινιστούμε εκεί για το Σαββατόβραδο. Πήρα το σκυλί μου αγκαλιά, πηδήξαμε μια μάντρα και μπήκαμε. Το σοκ ήταν μεγάλο. Το δικό μου Ποσείδι ήταν τόσο ξένο, είχε τόση φασαρία, τόσο πιστολάκι στους καθρέφτες στις τουαλέτες, τόσα τακούνια πάνω στις πευκοβελόνες μου. Το κιόσκι ήτανε πλέον κλαμπ. Το μόνο κοινό ήταν ότι λόγω του πρόσφατου χαμού του, έπαιζε ακόμη Μάικλ Τζάκσον. «Θα κοιμηθούμε στην παραλία», επέμενα. Αυτή δεν μπορούσε να ’χει αλλάξει. Όταν όμως τα κύματα άρχισαν να βρέχουν τους υπνόσακους, να παρασύρουν νοσταλγίες, τσάντες, γυαλιά και κινητά, η Μάγια να γαντζώνεται τρομαγμένη πάνω μου, και οι μεθυσμένες παρέες να τρεκλίζουν γύρω μας μέχρι το πρωί… ήξερα πως έπρεπε να φύγουμε γρήγορα. Το Ποσείδι μ’ έδιωχνε όσο πιο βίαια μπορούσε. Ίσως για να προστατεύσει τη μνήμη μου.

Όταν έρχονται τα δύσκολα πάντως, συχνά ανατρέχω στο εκεί και τότε. Και δεν είμαι η μόνη. Όταν συναντάω στο δρόμο παλιούς Ποσείδειους φίλους, νιώθω σαν να ‘μαστε δεμένοι ακόμα, έστω με ρετσίνι και πευκοβελόνες.… μυημένοι σε μια θερινή τελετουργία ιερή και γνήσια. Ποτισμένη με απλότητα και ομορφιά. Δεν είναι μόνο μια παιδική ανάμνηση αλλά μια υπενθύμιση του υλικού που ’μαστε φτιαγμένοι. Θέλω να πιστεύω πως είναι δέντρο, θάλασσα, ήλιος και σκιά.






*Ευχαριστώ τον Δημήτρη Τσικάρα και τον Αλέξη Χαλκιόπουλο που με το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο τους, ζωντάνεψαν τις λέξεις, που όσο πολλές κι αν προσπαθούν να είναι, με τίποτα δεν μπορούν να αποτυπώσουν τις τότε μας αισθήσεις. Ελπίζω κάπως να τις θύμισα…






Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-3-0#ixzz2aoXqA3XC

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 14.7.13)

Η δική μου Αμοργός (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 2)







Γνώρισα την Αμοργό το 1994. Πρώτες διακοπές με φίλες ακριβώς μετά τις πανελλαδικές. Όχι δεν επιλέξαμε άγονη γραμμή… παρά κάτι πολύ πιο στα μέτρα μας και της μόδας τότε: Σαντορίνη- Πάρο. Πολλά μπαγκάζια, κασέτες με Βαγγέλη Γερμανό, πρωτόγνωρα φορεματάκια ΖΑΡΑ σε όλα τα μεγέθη (τότε είχε μόλις ανοίξει), πρώτα καρδιοχτύπια και τα βιβλία  επιτέλους στην άκρη, σφραγισμένα με λαχτάρα για ενήλικη ζωή. Όσο για τα πρέπει, τα πρόσεχε, τα μη των γονιών έμειναν να μας αποχαιρετούν απ’ το λιμάνι. Αφού βέβαια μας εφοδίασαν με κάποιες τρυφερές υπενθύμισες, στριμωγμένες σε σάντουιτς για το καράβι. Το όνομα δε του καραβιού ιστορικό: Άνεμος…


Πρώτη στάση Σαντορίνη, μετά από 18 με 21 ώρες. Κανένα πρόβλημα. Κι ο χρόνος συνεπιβάτης ήταν, κερνούσε όνειρα κι ούζα στο κατάστρωμα. Κάλπαζε ο Άνεμος και πλάι του άνεμος, δελφίνια, γλάροι, ανοιχτός ορίζοντας και αλμύρα… να σου ποτίζει το μόλις 18ιουλίων ταξιδιωτικό σου είναι.

Στη Σαντορίνη μας φόρτωσαν σε ένα παλιό λεωφορείο (μάξγουελ φραπέ το ‘χαμε πει τότε λόγω μιας σχετικής διαφήμισης), πέταξαν τα μπαγκάζια στην οροφή και σκαρφαλώναμε σαν κινούμενα σχέδια το νησί. Ζαλιστήκαμε από την ελευθερία, την ομορφιά, το ηφαίστειο, τη μαύρη άμμο. Ήπιαμε ρεμβάσαμε χορέψαμε κολυμπήσαμε… συναντήσαμε και γνωστούς που νοίκιασαν τζιπάκι και ανεβαίναμε 10 ευτυχισμένα ατομάκια πάνω του και γυρνούσαμε το νησί. Και ένα βράδυ εκθειάζοντας τις 4x4 δυνατότητες του οχήματος βρεθήκαμε- τι καλά- εκεί που σκάει το κύμα
  και μετά από λίγο κολλημένοι στην άμμο και η θάλασσα να πλημμυρίζει πεντάλ, ταχύτητες κι ηλιοκαμένα πόδια… με τα παπούτσια τους μαζί. Κι ένα δυο τρία ωπ ένα δύο τρία ωπ κατάφεραν τα αδύνατα μπρατσάκια να σύρουν το τζιπάκι έξω. Τα φώτα με μέσα τους νερό ίδια φωτορυθμικά και κάποιος έσπασε με βία μια αδέσποτη καρέκλα κι ανάψαμε φωτιά για να στεγνώσουμε.


Είσαι 18 χρονών και δε μασάς. Δε φοβάσαι, δεν αγχώνεσαι, δεν έχεις μέτρο, ούτε λογική. Αποχαιρετάς τα σχολικά σου χρόνια όπως νομίζεις καλύτερα, με παιδαριώδη καμώματα που τότε φάνταζαν κατορθώματα ηρωικά: Όπως το να κλείσουμε δωμάτιο για 5 ενώ ήμασταν 6 τελικά. Ή τ’ ότι πηδούσα κάθε φορά από το παράθυρο για να μην μας πάρουνε χαμπάρι. «Για μαλάκα με περνάτε;» φώναξε την τελευταία μέρα ο ιδιοκτήτης έξω από την πόρτα… «θα φωνάξω την τουριστική αστυνομία κωλόπαιδα». Βγήκε τότε μπροστά, η πιο φαινομενικά αθώα μα τσαμπουκαλού και ψύχραιμη της παρέας, άρτι εισαχθείσα στη Νομική Θεσσαλονίκης (πλέον δικηγόρος, μητέρα και με δυο παιδιά) και του έθεσε τα δικά της επιχειρήματα και κατά πόσο η τουριστική αστυνομία θα ενθουσιαζόταν με μια δική μας καταγγελία για έλλειψη ζεστού νερού, παρουσία αραχνών και κατσαρίδων στα ελάχιστα τετραγωνικά που πρόσφερε για τρίκλινο δωμάτιο κι εμείς τα κακόμοιρα- τι κάναμε- προσθέσαμε μια στρωματσάδα. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη της καριέρας της. Τη βγάλαμε πεντακάθαρη και αλώβητες συνεχίσαμε τις ανεξέλεγκτες διακοπές μας.






Επόμενος σταθμός Πάρος. Εκείνη την περίοδο, αυτή η φοβερή παρέα ατρόμητων κορασίδων, είχε εν μέρει εμπλακεί με μια άλλη παρέα, λίγο μεγαλύτερων. Τότε όμως φάνταζαν τεράστιοι… ήδη φοιτητές, τρίτο τέταρτο έτος Πολυτεχνείου και όχι μόνο, πρότυπα ζωής έρωτα και γλεντιού. Στην Πάρο λοιπόν θα γινόταν η περιβόητη συνάντηση με συνεννοήσεις μέσω τηλεκάρτας, τοπικών περιπτέρων και σημάτων καπνού... Εκείνοι ήταν στην φασαριόζικη Παροικιά, εμείς στη γραφική Νάουσα και γεφυρώναμε την απόσταση με οτοστόπ και νεανικό πόθο που ντύνει τα πόδια σου με φτερωτά πατούμενα (τα γνωστά calceis pennatis- μια και τα λατινικά ακόμα μας κυνηγούσαν).

Αχόρταγοι έρωτες και νιάτα…πού να μας φτάσουν 10 μέρες διακοπές. Με τη στήριξη λοιπών των φίλων, αιτήθηκα τηλεφωνικώς παράταση από τον δόλιο πατέρα που ό,τι έτρεμε… (έρωτες μεθύσια κι αυτοκίνητα) αυτό ακριβώς συνέβαινε. Οι τρεις της παρέας αποχώρησαν, οι δυο μείνανε στο Αιγαίο για screen…ραντεβού λοιπόν στο λιμάνι της Πάρου σε 4 μέρες για να γυρίσουμε με τον Άνεμο, φρόνιμες και καθωσπρέπει όλες μαζί. Εμένα εν τω μεταξύ, με πήρε ο έρωτας και με σήκωσε στα Κουφονήσια. (Έρχεται κι η Αμοργός σε λίγο)

Βρήκαμε δωμάτιο μόνο για 2 νύχτες απ’ τις 3 της παράτασης αλλά τι σημασία είχε… Τότε τρώγαμε τηγανητές πατάτες και χωριάτικη και μεθούσαμε στα γέλια. Καθόμασταν σ’ ένα βράχο στο Σιρόκο και κοιτούσαμε αμίλητοι τ’ αστέρια. Μας κερνούσαν ζεστούς λουκουμάδες και πασαλείβαμε με μέλια …χάδια και φιλιά. Ακόμα και στην παραλία, μες τους γυμνιστές και τα αμμουδένια και σωμάτινα γλυπτά, κουκουλωμένη μέσα σε εμπριμέ ολόσωμο μαγιό, ένιωθα την υπέροχη αίσθηση της συστολής του αγνώστου. Πώς μεταφράζεται αυτό; Κάτι σαν ρόδινη ευτυχία… αυτό που πληρώνεις μετά όταν πονάς.
Κι όταν απωλέσθη στο Κουφονήσι η πολυτέλεια του δωματίου, έτσι ξαφνικά κι αυθόρμητα, πήραμε την απόφαση, αντί να τη βγάλουμε στο κάμπινγκ, να πάμε για ένα βράδυ Αμοργό. Δίπλα είναι. Φρέσκο και το Απέραντο Γαλάζιο και τα ποιήματα του Γκάτσου. Ο δε Σκοπελίτης θα έκανε αυτήν ακριβώς τη διαδρομή και σε λίγες ώρες θα ήμασταν σε νέες περιπέτειες.

Ο Σκοπελίτης όμως, ήταν μια περιπέτεια από μόνος του. Σαπιοκάραβο, με τους μισούς να ξερνάνε στο κατάστρωμα και τους άλλους να ξερνάνε που τους βλέπουν. Παραδόξως, το τότε μου στομάχι δεν πτοήθηκε. «Τι γλυκό, τι γραφικό…» έλεγα και με αγριοκοιτάζαν όλοι. Άσε που πρώτη φορά είχα να στηρίξω, εγώ η πιτσιρίκα, τον αγαπημένο μου μεγάλο  σύντροφο, που διπλωμένος στα δύο σφάδαζε απ’ ανακατωσούρα.
Η Αμοργός μας υποδέχτηκε ένα αυγουστιάτικο βράδυ, μισό-βουλιαγμένη. Απόθεσα σ’ έναν κάβο τον πρασινοκίτρινο αγαπημένο μου και βγήκα στη γύρα για δωμάτιο. Τίποτα στα Κατάπολα. Όλα γεμάτα. Τελευταία ελπίδα μια ταβέρνα στην άκρη του λιμανιού. «Ρώτα τον ιδιοκτήτη που κάθεται σε κείνο το τραπέζι». Πάει η δικιά σου κι αρχίζει να εκλιπαρεί με γλύκες την γεροντοπαρέα για ένα κρεβατάκι για τη νύχτα. «Έχω εγώ κρεβάτι»… μου λέει ένας παππούς. Μέσα στους πανηγυρισμούς μου του λέω «Να πάω να φωνάξω τον φίλο μου»…«Α δεν ξέρω για 2 άτομα, εγώ νόμιζα πως είσαι μοναχή σου»… «Μα δεν θέλουμε πολλά, ένα κρεβατάκι κι ας είναι και μικρό να κουρνιάσουμε αγκαλιά και δεν μας νοιάζει»… «Άντε ρε μπάρμπα εξυπηρέτησε τα παιδιά στην γκαρσονιέρα» …επέμεναν οι γύρω. «Καλάαα…», λέει με τα πολλά ο μπάρμπας κι έτσι έφυγαν και τα ανακατέματα και όλα. «Θα ‘χουμε και γκαρσονιέρα αγάπη μου ν’ αγαπηθούμε στην Αμοργό»… Καθόμαστε μαζί τους, τρώμε κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές, γελάμε όπως συνηθίζαμε τότε, πίνουμε και περιμένουμε οδηγίες.
Ο μπάρμπας μας νεύει ακολουθήστε με. Παίρνουμε τα συμπράγκαλα (ανάμεσά τους και κάτι πατημένα σταφύλια, ένα καρπούζι κι ένα μπουκάλι ουίσκι που κουβαλούσαμε από την Πάρο ακόμα) και ακολουθούμε. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε… κατηφόρες, ανηφόρες… και κάπου σε μια στροφή παρκαρισμένο το λευκό του φορτηγάκι. Μας βάζει στην καρότσα και πάμε και πάμε και πάμε… δρόμος ατελείωτος… και το κοτόπουλο, η πατάτα, το γέλιο και το κρασί να ανεβοκατεβαίνουν μαζί με τον καρόδρομο. «Εδώ είμαστε παιδιά»…λέει κάποια στιγμή ο οδηγός μας. Αντικρίζουμε μια σπιταρόνα και πλάι της ένα παράπηγμα, μια καλυβούλα. Προς μεγάλη μας έκπληξη κατευθύνεται προς το καλύβι. Ανοίγει την πόρτα, και να δυο κρεβατάκια σχηματίζουν ένα γάμμα. «Εσείς θα κοιμηθείτε εδώ»…δείχνει το ένα…«κι εγώ στο άλλο».

Ξεροκαταπίνουμε. Κοιτάζουμε το γάμμα που αίφνης έμοιαζε με τεράστια οριζόντια κρεμάλα. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Και υπακούμε. Μετά έσβησε το φως, κλείδωσε και βαριανάσαινε τον ύπνο του δικαίου και καλού τουριστικού Σαμαρείτη. Σφιχτήκαμε σαν φοβισμένα πουλιά και περιμέναμε να ξημερώσει. Εφτά το πρωί είχε εγερτήριο, τι χρωστάμε, τίποτα παιδιά, καλό σας δρόμο. Και σοκαρισμένοι βγήκαμε να γνωρίσουμε την Αμοργό. Δεν ξέρω αν έφταιγε όλη αυτή η παράξενη νύχτα, πάντως η μέρα ξεκίνησε ολοφώτεινη. Κι αντικρίσαμε μια χώρα πλημμυρισμένη στο λευκό και στη μαγεία. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η δύσκολη Αμοργός κατάφερε να με κάνει δικιά της για πάντα. Δεν σου δίνονται εύκολα οι ομορφιές. Οφείλεις να δώσεις μάχη με ναυτίες, δωμάτια, μπάρμπες, αγωνίες… κι αν βγεις ζωντανός μετά απ’ όλα αυτά… λες κι ανοίγουν σιγά σιγά  παράθυρα με θέα στα πιο απόκρυφα μυστικά του τόπου.








Κι οι μάχες φυσικά συνεχίστηκαν, περιμένοντας το καράβι για Πάρο όπου είχα το περιβόητο ραντεβού με το screen μου της επιστροφής. Κι εκεί έβαλε το χεράκι της η τύχη κι ο θεός των νιάτων και της ξεγνοιασιάς, κι όταν ήρθε το φίσκα καράβι από Αιγιάλη, απ’ τους 100 που περιμένανε, μάζεψε μοναχά τους δύο- με τα πατημένα σταφύλια το καρπούζι και το ουίσκι… Έτσι όλα ήρθαν στη θέση τους: και η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και η καρδιά και το κεφάλι και η αγάπη για τούτο το ζόρικο ατίθασο νησί, που σου ζητάει να το κοιτάξεις κατάματα και να το δαμάσεις.








Το επόμενο καλοκαίρι (1995) πήγα για μέρες να το χορτάσω. Και πάλι η Αμοργός μας δοκίμασε. Οι κορασίδες, ένα χρόνο εκτός σχολείου κι είχε πάρει η καθεμία το δικό της δρόμο που τον υπερασπιζόταν με πάθος. Συν το δικό μου πάθος για το μέρος και την ανάγκη να αναβιώσω την περσινή εμπειρία… αλλά να μη μου βγαίνει. Να μην σιγοντάρει και το καρδιοχτύπι. Κι οι εντάσεις να την κάνουν ακόμα πιο γοητευτική την απροσπέλαστη νήσο. «Αφού δεν ξεμαλλιαστήκαμε εδώ, μπορεί και να αντέξουμε χρόνια»… είπε μια αγαπητή σοφή. 18 χρόνια μετά και, δόξα της φιλίας τω θεώ, ισχύει.

Και το 1998 ξαναπήγα… με άλλη αγαπημένη φίλη κι αδερφή. Τώρα στην παρέα προστέθηκε κι ένα μηχανάκι κι αλωνίζαμε οι τρεις μας το νησί. Και ξανά στη Χοζοβιώτισσα για κίτρο και λουκούμι. Κι εκείνο το υπέροχο παράθυρο στο πέλαγος. Κι η Αγία Άννα. Κι ο Αμόργιαλος. Κι ο Μούρος. Και το καφενείο στην Καλοφάνα. Τα Θολάρια. «Κοίτα τες…» έλεγε ένας ντόπιος μπαμπάς που ’χαμε για λίγο υιοθετήσει «…ρίχνουν αλάτι στη σαλάτα και είναι ευτυχισμένες». Το χειμώνα λοιπόν, του στείλαμε μέσω ενός γνωστού, που δεν υπάρχει πια, ένα πακέτο με γράμμα από τις «κόρες» του και δώρο ένα σακουλάκι ΚΑΛΑΣ, εις ανάμνησιν εκείνης της ατάκας και της ευτυχίας που απέπνεε. Όταν άρχισε να σκίζεται η σακούλα και να τρέχει η άσπρη σκόνη από το φάκελο του αγγελιοφόρου μας…δημιουργήθηκε ένα ύποπτο θέμα…που ευτυχώς λύθηκε γρήγορα με μια απενοχοποιητική αλμυρή δοκιμή.




Πήγα και το 2002, για να σώσω την ίδια φίλη κι αδερφή απ’ την κατάρα…να δουλεύει στη χώρα και να μην το χαίρεται. Με λίγη ψημένη ρακή και πολλούς ωραίους ανθρώπους την αντιστρέψαμε… σε ευχή κι ευλογία. Πήγαμε και στο μπαζωμένο πρώην υδρομαντείο (νυν Αϊ Γιώργη Βαλσαμίτη) για επιβεβαίωση. Χρησμό δεν πήραμε, παρά ένα αγγούρι- δώρο του φύλακα, που το περιφέραμε σαν λάφυρο σε όλο το νησί. Κι ένα πιάτο κουτσομούρες για τη φίλη αγροτική γιατρό που έσωσε από αλλεργικό σοκ έναν ντόπιο. Και μπάνιο στην Λευρωσσό. Κι εκείνη η μέρα που αποφασίσουμε, άστεγοι όντες, να μαγειρέψουμε γεμιστά με δανεικά ταψιά σε μιαν αυλή. Και να όλο το ελληνικό καλοκαίρι σφηνωμένο μέσα σε ντομάτες και πιπεριές. Κι ένας σοκολατένιος κορμός να πλάθεται σε μια πλυμένη σακούλα και να πετάει σαν μπάλα από χέρι σε χέρι. Κι ύστερα να σμιλεύεται, από έμπειρα αρχιτεκτονικά χέρια, σε πρόσωπο ινδιάνου. Δανεικά ψυγεία, δανεικοί φούρνοι και μετά από λίγο να κερνάμε τους περαστικούς απ’ τα καλούδια μας.






Τέλος ξαναπήγα το 2005, αυτή τη φορά καλεσμένη του πολιτιστικού συλλόγου για παράσταση στην πλατεία της Λότζα. Ήταν κι αυτό μια κατάκτηση μα η Αμοργός δεν ήταν ίδια. Πιο νηφάλια, συμμαζεμένη κι επαγγελματική. Ένα άσπρο όμορφο ντεκόρ μιας άλλης ενήλικης πια ζωής. Εξάλλου στους ανταγωνισμούς η Αμοργός με βγάζει πάντα νοκ άουτ. Κι η αγάπη μου για το έργο μας ήταν μάλλον τότε μεγαλύτερη. Δεν της έδωσα πολλή σημασία, δεν μου ‘δωσε κι αυτή.

Από τότε έχει μείνει κάτι σαν όνειρο. Όταν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έχει ζήσει ομορφιές, αυτήν σκέφτομαι. Ή ότι έχω ακόμη πολλά πράγματα να κάνω. Είναι κι αυτή μια αποστολή, σ’ αυτήν να ξαναγυρίσω και μάλιστα Πάσχα, με καλή παρέα κι εφηβικό χτυποκάρδι. Με τηγανητές πατάτες να φέρνουν ευφορία και μιαν αλατιέρα να χιονίζει ευτυχία. Και το λευκό να ακτινοβολεί… όχι μόνο σαν σκηνικό και φωτισμός. Αλλά με την ίδια την Αμοργό, τη αψεγάδιαστη απροσπέλαστη ντίβα του Αιγαίου, πρωταγωνίστρια. Όπως τότε…


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-2-0#ixzz2aoWJAJJX

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 10.7.13)

Τα δικά μου Χανιά (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 1) 







Γνωρίστηκα με τα Χανιά μέσα από φωτογραφίες και διηγήσεις. Τον Οκτώβρη του 1998 αποφάσισα επιτέλους να δημιουργήσω και τις δικές μου. Γιατί Χανιά; Μάλλον γιατί έψαχνα ένα άγνωστο μέρος που να είναι ακόμη καλοκαίρι. Σχεδόν μόλις πήρα την απόφαση να πάω, εμφανίστηκε στο «Stretto», όπου δούλευα, ο Ξενοφών. «Ο κατάλληλος άνθρωπος!» αναφώνησα. «Εσύ δεν σπούδαζες στο Ηράκλειο;». Μια και δυο ο Ξενοφών ενθουσιάζεται και με τα εσπρέσο να μετατρέπονται σε λευκές τεκίλες με μέλι και λεμόνι, αρχίζει να με χανιοκατατοπίζει. Λίγες μέρες μετά, χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω κάποιον από την άλλη μεριά να μου λέει: «Γεια σας. Με λένε Βαγγέλη. Ο υπεύθυνος για την ψυχαγωγία σας στα Χανιά». Τι να πω; Σημάδι απ’ τον Θεό.

Μάζεψα λοιπόν χαρτάκια με τηλέφωνα, παραγγελιές, μηνύματα για παράδοση, βιβλία, τα καλοκαιρινά λίγο πριν ανέβουν στο πατάρι, χαιρέτησα πανηγυρικά το βράδυ τη Θεσσαλονίκη και την άλλη μέρα πήρα το τρένο, έφτασα Πειραιά, μπήκα στο ΛΑΤΩ και να σου την... ξημερώματα φτάνει στη Σούδα.

Μ’ άρεζαν πολύ τότε οι λόνλι διακοπές. Γέμιζαν τα μπλοκάκια μου με λέξεις και λεκέδες. Αυτά ήταν η παρέα μου. Μαλώναμε, γελούσαμε. Μαζί πίναμε στα μπαρ, κουτσομπολεύαμε, φλερτάραμε, τρώγαμε στις ταβέρνες. Μεθούσαν και τα γράμματα, χόρευαν στο χαρτί και το επόμενο πρωί ούτε αυτά, ούτε εγώ θυμόμασταν πολλά. Μόνο εκείνη τη μαγική αίσθηση πως θες να ζήσεις κι άλλο κι άλλο κι άλλο, να μην χρειαστεί ποτέ να πεις «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα».
Στο παλιό λιμάνι έφτασα κι ήταν σκοτάδι. Οι λόνλι διακοπές έχουν και τα σκαμπανεβάσματά τους. Κι επειδή δεν έχεις με κανέναν να μοιραστείς τις ανασφάλειες και τους φόβους σου, κάθεσαι μόνος και τα τρως. Ή πίνεις έναν καφέ μέχρι να ξημερώσει. Και να τα χρώματα σιγά σιγά ν’ αλλάζουν, οι φόβοι να γαληνεύουν κι όλη η μαγεία, ίσως της ομορφότερης πόλης της Ελλάδας, να σου αποκαλύπτεται.

Τυχαία είχα κλείσει δωμάτιο σε μια πανσιόν που λεγότανε Σοφία. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο εκείνη την εποχή. Ούτε το υπέροχο εργαστήρι της Καρμέλας απέναντι, ούτε η κυρία στον αργαλειό παραδίπλα, ούτε η οδός που λεγότανε Αγγέλου, (το τότε ποδήλατό μου λεγόταν Αγγελής), ούτε το καφενείο «Η γωνιά των αγγέλων» με ιδιοκτήτη τον Άγγελο- με μια γάτα μονίμως στους ώμους του, ούτε φυσικά το στρατηγικό «Μελτέμι» δίπλα στο κάστρο του Φυρκά. Νόμιζα πως ζούσα επιτέλους στο σωστό παραμύθι κι όλα μου επιβεβαίωναν πως όφειλα να είμαι εκεί.

Το ραντεβού με τον άγνωστο Βαγγέλη ήταν στις 12 στον Άγγελο. Με πήρε παραμάσχαλα κι άρχισε να με γυρίζει. Και να ο φάρος, τα Μαχαιράδικα, τα Νεώρια, τα «2 Λουξ», το «Αβγό του Κόκορα», το «Ανέκδοτο», το «Praxis», το Κουμ Καπί. Και να η Αριάδνη, η Εβελίνα, ο Δήμος, ο Σταμάτης. Τι όμορφοι που ‘ναι οι άνθρωποι εδώ… έλεγα και δεν το πίστευα πως υπάρχει αυτό το μαγικό μέρος που είναι διακοπές και καθημερινότητα μαζί. Εδώ όλα είναι έτοιμα: οι ιστορίες, οι φίλοι, οι μουσικές… και μου χαρίζονται απλόχερα. «Εσύ πρέπει να γίνεις δική μας», μου ‘λεγαν. «Θα γίνω», έλεγα κι εγώ και πάνω στη ρακή το πίστευα κιόλας.

Μια βδομάδα διακοπές, άντε και δυο μέρες παράταση για να χορτάσω. Πού να χορτάσω τις μαγείες που συναντούσα. Μια περαστική Χανιώτισσα μου λέει πως με είδε στη Θεσσαλονίκη όταν γλεντούσα το φευγιό μου. Ένας άγνωστος κάθεται δίπλα μου στο «Φαγκότο» και μου πιάνει κουβέντα: και πώς σε λένε κι από πού είσαι και μήπως ξέρεις το Stretto, τον Μοράρο… (βολιώτης ζωγράφος κι αγαπημένος μου άνθρωπος που μου είχε αναθέσει να παραδώσω στον Δημήτρη απ’ το «Καρνάγιο» στα Χανιά ένα δέμα). Βγάζω επί τόπου το δέμα από την τσάντα και το παραδίδω. «Είσαι ο Δημήτρης κι έχεις το Καρνάγιο; Έχω κάτι για σένα». Τόσο απλά.

Στα Χανιά όλα συνέβαιναν μόνα τους. Συνέβη να δω και να με δει και μια αφίσα, με ένα μελαγχολικό αρλεκίνο: «Θεατρικό Εργαστήρι, Πολιτισμικός Νότος, οι εγγραφές ξεκίνησαν». Πήγα να πάρω πληροφορίες. Με μαγιό, καπέλο, παρεό, ψάθινη τσάντα θαλάσσης κι άλλα αντίστοιχα τουριστικά συμπαρομαρτούντα. Με κοιτάξανε σαν ούφο, μου δώσανε το πρόγραμμα. «Πού σπουδάζετε;» με ρώτησαν. «Κομοτηνή» απάντησα. «Πού μένετε;» με ρώτησαν. «Θεσσαλονίκη», απάντησα «…αλλά ποτέ δεν ξέρεις…». Κι η φωτογραφική μηχανή μιας χρήσης τραβούσε και τραβούσε…

Για να φύγω πήρα το εισιτήριο του ΚΤΕΛ κατευθείαν για Θεσσαλονίκη. Έβαλα τα μπαγκάζια στο λεωφορείο… «Θα σε πάμε εμείς στο λιμάνι» …είπαν οι φίλοι μου. Ήπια τα τελευταία μου λεφτά, έκλεψα μαντινάδες, κέρασα σπονδές και τσικουδιές στο χανιώτικο χώμα και λίγο πριν ανέβει η μπουκαπόρτα, μπήκα μεθυσμένη στο Λατώ.

Ο έλεγχος των εισιτηρίων γινόταν από έναν αυστηρό άνδρα με στολή. Δεν σήκωνε πολλά πολλά. Απαιτούσε πάσο κι όχι αστεία. Περίμενα υπομονετικά και ζαλισμένα. Του δίνω το εισιτήριο του ΚΤΕΛ και μ’ αγριοκοιτάζει. «Ίντα ’ναι αυτό ρε κοπελιά, πού είναι το εισιτήριο του πλοίου; Άσε ταυτότητα κι έλα επαέ μόλις ξεκινήσουμε να αγοράσεις κανονικό εισιτήριο». Πού να ‘ξερα ότι το εισιτήριο του καραβιού δεν συμπεριλαμβανόταν στο εισιτήριο του ΚΤΕΛ κι έπρεπε να το πάρω έξτρα. Και τι να έκανα τώρα πού δεν είχα μία, παρά μόνο παραζάλη, κέφι και θράσος που σου δίνει η ρακή, οι ωραίοι άνθρωποι κι οι εικόνες που κουβαλάς μέσα σου… Σκέφτηκα τον έρανο, να ζητήσω δανεικά από το μεγάφωνο, να βουτήξω και να κολυμπήσω πίσω. Κοίταξα πολλή ώρα ένα φινιστρίνι, εστίασα και πήγα να αντιμετωπίσω τον Μανούσο. Δεν ήταν άγριος, υπέροχος ήταν. Γέλασε: «Άι βρε κουζουλή, μυαλό κουκούτσι δεν έεις, είσαι και σπουδαγμένη… φοιτήτρια και μάλιστα Νομικής, χαρώ το». «Εμένα που με βλέπεις Μανούσο, κάποτε θα γίνω μεγάλη δικηγόρος ή μεγάλη ηθοποιός δεν είμαι σίγουρη ακόμα. Εδώ που τα λέμε, μπορεί να γνωρίσω τον ιδιοκτήτη της ΑΝΕΚ και το ΛΑΤΩ σε λίγα χρόνια…ΜΑΡΑ να λέγεται…γι αυτό δωσ’ μου την ταυτότητα μου σε παρακαλώ κι άσε με να ξεμεθύσω με την ησυχία μου». Το υπόλοιπο ταξίδι κύλησε σαν λάφυρο πολύτιμο.
 






Κι έτσι επέστρεψα άφραγκη, νικήτρια και ηττημένη μαζί. Τι κάνω τώρα εγώ εδώ πίσω; Πού είναι η μαγεία που κέρδισα; Πού είναι ο όμορφος θρασύς εαυτός μου; Μου ‘χαν μείνει οι ιστορίες και οι φωτογραφίες που κουβαλούσα σαν φυλαχτό πάντα μαζί μου. Ένα βράδυ στο «Carpe Diem» , καθόμουν έπινα και τις κοιτούσα. Ο μπάρμαν ζήτησε κι αυτός να δει και ζαλίστηκε. «Μπορώ να τις κρατήσω;». Του ‘δωσα τις δυο αγαπημένες μου, μια με τα Χανιά ανάποδα μέσα σε λίμνη από βροχή και μια με μία τρύπα ηλιοβασιλεμένου ουρανού από τον φάρο. Μετά από χρόνια έμαθα πως χάρη σε αυτές τις φωτογραφίες, του ‘γιναν τα Χανιά έμμονη ιδέα και μετά ζωή. Δεν γίνεται να εμπνέεται τόσος κόσμος από τις ιστορίες μου κι εγώ ακόμα να ‘μαι εδώ.

Έτσι, 10 μέρες μετά τις διακοπές, μάζεψα cd, χειμωνιάτικα, αντιδράσεις έκπληκτων φίλων κι απηυδισμένων γονέων, το ποδηλατάκι μου τον Αγγελή και κατέβηκα να ξεχειμωνιάσω στα Χανιά. Ήταν Τρίτη και πήγαινα στην Κρήτη, ακριβώς για να προλάβω και το μάθημα στο Θεατρικό Εργαστήρι.

Μέσα σε μια βδομάδα, είχα σπίτι στην Αγγέλου, μόνο με 45.000 δραχμές το μήνα, το μαγικό δωμάτιο 8 στην ταράτσα της πανσιόν «Τερέζα» του υπέροχου Γιώργου Νικήτα με θέα όλο το παλιό λιμάνι. Είχα βρει δουλειά στο καφενείο «Άσωτος Υιός», με ιδιοκτήτες τρεις τρελούς τότε άσωτους, τώρα με τρία παιδιά ο καθένας: τον Μανώλη, τον Μπάμπη και τον Στέλιο. Είχα εκπομπή στο ραδιοφωνικό σταθμό «Ράδιο Παρατηρητής», μάθαινα θέατρο μέσα σε ένα κάστρο, είχα γνωρίσει τη Νεκταρία, τη Μαρία, τον Παναγιώτη, τον Αντώνη, τον Μάρκο, τις Τόνιες, τον Γιώργο, τον Μιχάλη Βιρβιδάκη, τη Μαρία Μεντέζ, την Άιραμ, την Άννα, τον Θωμά.
Πρέπει να βρεις ένα όνομα για την εκπομπή σου, μου είπε η Εύα, υπεύθυνη του «Ράδιο Παρατηρητή». Τότε ήρθε και με βρήκε: Δεν μπορούσε να μην είναι Μεθυσμένο. Δεν μπορούσε να μην είναι Παραμύθι.

Ένα μήνα μετά, ένιωθα σαν να ‘μουν στα Χανιά χρόνια. Είχα δουλειά, ενδιαφέροντα, παρέα κι όρεξη για ζωή. Ούτε τηλεόραση, ούτε κινητό, ούτε σταθερό, ούτε διαδίκτυο. Όποιος ήθελε να με βρει σκαρφάλωνε στον πύργο μου και άφηνε σημείωμα στην πόρτα. Ή τηλεφωνούσε στον «Άσωτο». «Τι έγινε χώρισες κι ήρθες στα Χανιά;», με ρωτούσαν οι ντόπιοι. «Τι έγινε ερωτεύτηκες και πήγες στα Χανιά;», με ρωτούσαν οι δικοί μου. Ναι, ερωτεύτηκα. Τα Χανιά τα ίδια. Δεν ήταν πια τουριστικά. Ήταν Χανιά πραγματικά. Με ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες. Κύματα που έμπαιναν μέχρι μέσα στα μαγαζιά. Μποτιλιάρισμα και σκουπίδια στους δρόμους. Δε μ’ ένοιαζε. Μόνο εδώ έχω δει διπλό καθαρότατο ουράνιο τόξο. Σχεδόν φαινόταν ο νάνος που το διέσχιζε κι ο θαμμένος θησαυρός στην άκρη του. Έβρεχε συχνά ακόμη και μες το σπίτι μου. «Μα η τρελή στο 8 δεν έχει πρόβλημα, τις αρέσει να ακούει τη συναυλία τον σταγόνων» με διαφήμιζε ο Νικήτας στους υπολοίπους της πανσιόν. Έτσι ήταν.

Περίπου. Γιατί μετά από λίγο καιρό συνειδητοποιείς πως όπου και να πας, τον εαυτό σου κουβαλάς. Απλώς επιλέγεις να κρυφτείς για λίγο σε άλλο σκηνικό. Με ενετικά κτίρια και πλακόστρωτα δρομάκια. Άλλα βήματα. Ίδιες όμως κάλτσες, ίδια παπούτσια. Λίγο πιο φθαρμένα από τον χρόνο και την υγρασία. Μέχρι να αποκαλυφθεί η κρυψώνα σου. Κι ο κόμης Σκοτεινιάς που κρύβεις μέσα σου, να ‘ρθει μες στο παραμύθι να σε βρει. Κι ούτε ουράνια τόξα προσέχεις, ούτε λιμνούλες μέσα στη βροχή, ούτε ηλιοβασιλέματα.

Έμεινα στα Χανιά Νοέμβρη με Ιούλιο. Δεν άντεχα να τα ξαναδώ τουριστικά. Έζησα όμως… συναυλίες, ξενύχτια, συντροφιές, στενοχώριες, χαρές. Μια μετακόμιση απ’ τη μια μεριά του λιμανιού ως την άλλη με ποδήλατα. Μια γιορτή στην αυλή του δεύτερου σπιτιού μου, κοντά στη Σπλάντζια. Μια ψαρόσουπα ένα βράδυ που ‘βρεχε. Έμαθα κιόλας τρεις πολύτιμες εκφράσεις: Χαμηλοφτερουγισμένος, Αναντρανιστά και Ξιά σου. Θα μπορούσαν να συνδυαστούν και σε μια μόνο φράση: Εσύ ορίζεις το πέσιμο ή το σήκωμά σου. Τα όνειρα όμως στη Θεσσαλονίκη δεν μπορούσαν άλλο να περιμένουν.
 
 

 
Από τότε, επιστρέφω συχνά στα Χανιά. Ή έρχονται και με συναντούν αυτά. Όταν βρίσκω εδώ πάνω τα ζόρια ή εκεί κάτω με χρειάζονται. Προστέθηκαν κι άλλα ονόματα: Κατερίνα, Σήφης, Γιανναίμη, Νίκη… ξεχάστηκαν κάποια άλλα. Διατηρείται ο έρωτας. Και με την πόλη και με τους ανθρώπους της. Εξάλλου καρπός αυτού του έρωτα ήταν και το Μεθυσμένο Παραμύθι.
 
 
 
Σημείωση: Η μόνη διαφήμιση που επιχειρείται σε αυτό το άρθρο είναι μιας ανάμνησης
- η αναφορά των ονομάτων μαγαζιών κι ανθρώπων γίνεται για να τη συμπληρώσει...
 
                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 25.6.13)

Το τέλος και τα άδεια χέρια



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Michelangelo



Στην τελευταία παράσταση αποχαιρετάς την κάθε ανάσα, την κάθε παύση, την κάθε λέξη και σιωπή. Συμπαίχτης σου είναι ο χρόνος που παίζει δίπλα σου το δικό του έργο. Ξεκινάει σαν ακόμη ένα τρίτο κουδούνι, σκοτάδι, ίσως σαν βήxας από το κοινό. Τον βλέπεις σε όλο το έργο σιγά σιγά να μπουσουλάει, να ψηλώνει, να φωτίζεται, να ερωτεύεται, να δοκιμάζεται, να γερνάει και να πεθαίνει. Εκεί ήταν πάντα, απλώς στην τελευταία παράσταση, δε διστάζει να σε διακόψει, να σου βάλει τρικλοποδιά, να μη σ’ αφήσει να τελειώσεις με την ησυχία σου…όπως ακριβώς το ονειρεύτηκες. Είναι εκεί και είναι απόλυτος, τσιγκούνης και κυρίαρχος. Δεν έχει δεύτερη ευκαιρία. Γεμίζει η σκηνή με νεκρές ατάκες, πρώην δράσεις, άνεργες προθέσεις. Και τελείωσε. Μάρτυρες η άδεια αίθουσα, η σκούπα, τα τζούφια πλέον σκηνικά, τα αντικείμενα, τα ιδρωμένα ρούχα, η αποθήκη που βαριανασαίνοντας θα τα φιλοξενήσει, ο κάδος που θα τα καταβροχθίσει. Αυτά που πριν λίγο ήταν στο επίκεντρο των βλεμμάτων. Αυτά που πριν λίγο καθόριζαν την ιστορία και κουβαλούσαν πάνω τους αισθήσεις και νοήματα, μπροστά και πίσω κείμενα.
 
 
Τι μένει; Πρακτικά, δυο άδεια χέρια κι ένα καλαμπαλίκι. Θεωρητικά, η πολυτελής δυνατότητα μέσα σε μία ζωή, να γεννιέσαι και να πεθαίνεις πολλές φορές.

Το τελευταίο άρθρο μιας στήλης μεθυσμένης που θέλει να είναι μια σκηνή πάνω σε κόκκινο σκοινί, έργο και ζωή, παραμύθι και πραγματικότητα, ταξίδι κι επιστροφή, έρωτας της πρώτης και της τελευταίας μέρας μαζί… κουβαλάει σίγουρα τα δικά του καλαμπαλίκια: θέσεων, αντιθέσεων και χάους. Ειδικά σε μια περίοδο που το επίθετο «τελευταίος» πονάει πιο πολύ κι απ’ το «νεκρός». Τελευταία μέρα στη δουλειά, τελευταία εκπομπή, τελευταία λεφτά, τελευταία νέα, τελευταία ελπίδα, τελευταία αποθέματα υπομονής. Κι ο κατάλογος των τελευταίων δεν τελειώνει εύκολα. Κι όμως, λένε, πως κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια. Κι αυτά που βλέπω πάλι, τι είναι;

Τα παρατηρώ με προσοχή. Ψάχνω ανάμεσα στα δάχτυλα, κάτω από τα νύχια, στις φλέβες, στις γραμμές, ακόμη και στο τρέμουλο, στα σημάδια, πίσω από εκείνη την ελιά. Αυτό είναι λοιπόν το δώρο του. Δυο άδεια χέρια, εν δυνάμει έτοιμα να γεμίσουν με αντίσταση και δημιουργία. Έτοιμα να γίνουν γροθιά έμπνευσης, συντροφικότητας κι αλληλεγγύης. Να χαϊδέψουν άμμο, να πετάξουν χώμα, να φυτέψουνε καρπό… ν’ ανθίσει. Όπου καρπός, ό,τι δεν πρόλαβε ακόμη να τελειώσει. Κι αυτό είναι το όνειρο. Απαραίτητο συστατικό κάθε πράξης. Κι ας είναι η τελευταία.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-to-telos-kai-ta-adeia-xeria-468#ixzz2aoPzChHG

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 20.6.13)

Κινέζικο Πορτρέτο



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Zhang Zeduan





Αν ήσουν χρώμα τι χρώμα θα ήσουν;
Μπλε
Αν ήσουνα καιρός;
Καταιγίδα
Αν ήσουνα τραγούδι;
Θα ήμουν στο συρτάρι
Ποίημα;
Τσαλακωμένο
Λέξη;
Ουσιαστικό
Εποχή;
Πέμπτη, ή παράθυρο που την κοιτάζει
Φαγητό;
Θα θελα να ‘μουν όρεξη λίγο πριν έρθει
Έρωτας;
Το ίδιο
Αν ήσουν κρίση, τι κρίση θα ήσουν;
Ευτυχίας. Μπορεί και ασφυξίας
Οφειλή;
Χρωστούμενο φιλί
Αν ήσουν χώρα;
Θα ήμουν σε νησί, με άσπρα σπίτια τρεις πλατείες & πολλούς ερωτευμένους
Αν ήσουν επανάσταση;
Θα ήθελα να ήμουν πάθος & να ξεσπάσω μέσα σου
Αν ήσουν μέσο μεταφοράς;
Λεωφορείο- ο πόθος, κι αντί για προορισμό θα έγραφα πάνω μου τα λόγια της Μπλανς: "...Εγώ, δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία. Ναι μαγεία. Αυτό προσπαθώ να κάνω με τους ανθρώπους. Τους παρουσιάζω τα πράγματα διαφορετικά, όχι όπως είναι. Δεν λέω την αλήθεια, λέω εκείνο που έπρεπε να ήταν η αλήθεια και αν αυτό είναι αμαρτία, δέχομαι να τιμωρηθώ..."
Αν ήσουν τιμωρία;
Θα ήμουν τζάμπα ζωή
Ευλογία;
Ζωή σκέτο
Αν ήσουνα ταινία;
Θα θελα να είμαι σε θερινό σινεμά και να παίζομαι στον ουρανό από πίσω
Αν ήσουν έμπνευση;
Θα ήμουν στο μυαλό σου
Αν ήσουνα πορτρέτο;
Θα ήμουν όλο ένα τοπίο, άγνωστο και μακρινό, θα με διέσχιζε ποτάμι, θα με ταξιδεύαν βάρκες, θα με περνούσανε περαστικοί πάνω σε γέφυρα.
 
Ίσως τελικά να ‘μουν το βλέμμα που αγναντεύει το τοπίο από μακριά. Ως επαναπροσδιορισμό, ως μαγεία, ως μιαν αλήθεια άλλη, ως χρώμα, ως καιρό, ως παιχνίδι, ως ζωγραφιά-ακόμη και κινέζικη.

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 13.6.13)

Όρια


Μια συνομιλία με την κούπα του Πυθαγόρα*




Το πρώτο μου μεθύσι έγινε κρατώντας με το ένα χέρι μια κολώνα. Στριφογύριζα γύρω της μέχρι που άρχισαν όλα να ζαλίζονται. Ο δρόμος, η παιδική χαρά, το παγκάκι, η μαμά.

Ύστερα ήρθε η μυωπία. Κατάλαβα, βλέποντας επιτέλους καθαρά πίσω από γυαλιά, πως τόσον καιρό όλα πιο θολά ήταν. Χωρίς περιγράμματα, χωρίς όρια. Χυμένο ένα κάδρο πάνω στον τοίχο, ανθισμένο ένα σώμα μέσα στην αμμουδιά. Τρέκλιζαν τα γράμματα στις ταμπέλες και τα χαρακτηριστικά του προσώπου που με χαιρετούσε από μακριά. Ποιος είναι, ρωτούσα. Και μέχρι να μου δοθεί η απάντηση, το μυαλό χόρευε μεθυσμένα παραμύθια: συναντήσεις με μεγάλους ποιητές, με πρίγκιπες, θεούς και δαίμονες.



Μετά ήρθε η ταχύτητα. Μεθάει το τρέξιμο. Η γραμμή της εκκίνησης κι η δύναμη να ξεπεράσεις τον αέρα, τον αντίπαλο, τον εαυτό σου. Μετά ήρθε η μαυροδάφνη. Το τσίπουρο στο ποτήρι του παππού. Το σοκολατάκι με το λικέρ. Οι μαρκαδόροι με οινόπνευμα στο σχολείο. Αυτοί μαγικά λύνανε όλες τις ασκήσεις, αυτοί σκαρώνανε τα πιο έξυπνα συνθήματα, τις πιο ζεστές ευχές. Αυτοί αποκαλύπτανε κρυφές αφηρημένες επιθυμίες. Αυτοί, όχι εγώ.

Μετά κατάλαβα πως όλο αυτό ήταν πανεύκολο και μπορούσα να το παραγγείλω. Ένα ποτήρι κρασί, μια βότκα, ακόμη μια, μια προτελευταία…. Και να σου πάλι οι ζαλισμένες παιδικές χαρές, οι πρίγκιπες, οι κρυφές επιθυμίες. Κι ο έρωτας μια μέθη είναι, είτε είναι ανέγγιχτο το γεμάτο του ποτήρι, είτε μόλις έχει σπάσει.

Γίνεται κι αλλιώς, ανακάλυψα μόνη μου. Μ’ ένα τσιγάρο, με ένα πακέτο ολόκληρο, με πολλές σοκολάτες, με λίγο ύπνο, με πολλή τηλεόραση, με πολλά ψώνια, με ώρες μπροστά στον υπολογιστή, στον καθρέφτη, στο ταβάνι, στο πάτωμα. Κι όμως ήταν οι πιο ακίνδυνες μορφές μέθης που μπορούσα να δοκιμάσω. Κι οι πιο δύσκολες να ξεπεράσω.

Πώς άραγε μαθαίνεις να αγαπάς τα τζάμια μπροστά στα μάτια σου, το περίγραμμα των πραγμάτων, τα όρια; Πώς μαθαίνεις τη θολούρα να εστιάζει, τη ζάλη να υπακούει, το σεισμό να στέκεται;

«Γιατί δεν φοράς κράνος;» με ρώτησε ένας περαστικός. «Για να παίρνουν τα μυαλά μου αέρα», απάντησα με μια ψηλομύτα ορθοπεταλιά. «Έχεις δίκιο», μου φώναξε από μακριά, «φοράει κράνος αυτός που μες το κεφάλι του έχει κάτι πολύτιμο, και θέλει να το προστατέψει». Κάπως έτσι, μαθαίνεις να προστατεύεις τον εαυτό σου. Αναγνωρίζοντας την αξία του. Ίσως έτσι, καταφέρεις να προστατεύσεις και τη μέθη σου. Θεωρώντας την πολύτιμη. Σαν έναν φόρο τιμής σε εκείνο το πρώτο παιδικό στριφογύρισμα γύρω από την κολώνα. Άλλωστε το θυμάμαι ακόμα… γιατί ήξερε πού να σταματήσει: πριν να ’ναι αργά.

*Η «κούπα του Πυθαγόρα», η οποία χρονολογείται περίπου από τον 6ο αιώνα π.Χ. έχει στο εσωτερικό της χαραγμένη μια γραμμή. Αν δεν την υπερβείς, απολαμβάνεις μέχρι τέλους το περιεχόμενό. Αν την ξεπεράσεις έστω και με μια σταγόνα, η κούπα αδειάζει πλήρως.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-oria-466#ixzz2aoMcwlsI

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 6.6.13)

Η έξοδος



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Σπανάκη



Πάμε μια βόλτα;
Και δεν πάμε…
 
Έριξαν κάτι πρόχειρο πάνω τους, κλείδωσαν καλά το διαμέρισμα και βγήκαν.
 
Ας ακολουθήσουμε το φεγγάρι, είπε αυτός.
 
Πιάστηκαν χεράκι χεράκι και πήγαιναν.
 
Πωπω κοίτα πόσα ταξί, σχολίασε αυτή. Κοίτα πόσα σορτσάκια, απάντησε αυτός.
 
Κατέβαιναν, κατέβαιναν. Διέσχισαν ασχήμιες κι ομορφιές. Παραμυθένια κτίρια, μίζερα γραφεία, βιτρίνες, λουλούδια, σκουπίδια, δυνατές μουσικές, μπράτσα με ταττού, άχαρα τακούνια, κουρνιασμένα σκυλιά, φοβισμένα γατιά. Κάποιος τους ζήτησε τσιγάρο, κάποια τους ζήτησε φωτιά, ένας πουλούσε μήλα, μία πουλούσε φακούς, βεντάλιες, αθλητικά παπούτσια, μυγοσκοτώστρες, στραγάλια. Ένα λουλούδι για την ομορφιά δίπλα σου, πρότεινε ένα πιτσιρίκι. Μια μπριτζόλα; Ό,τι φάτε, ό,τι πιείτε 10 ευρώ; Δώσε μου ψιλά, παρακάλεσε μια κυρία. Πού είναι η Βαλαωρίτου; Ρώτησε μια παρέα. Το BIGBAZAAR*; Η στήλη των Όφεων; Η Καμάρα; Πού είναι η κρίση, ρώτησαν κάποιοι τουρίστες. Το κάμπινγκ; Το μετρό; Ένα περίπτερο ανοιχτό; Πού είναι επιτέλους το φεγγάρι, ρώτησε αυτή. Παγουράδες στην καταγωγή, στο φεγγάρι έβρισκαν πάντα λύτρωση. Αλήθεια, λένε πως στα Γιάννενα μάζευαν με παγούρια της λίμνης το νερό για να πιάσουν το φεγγάρι. Το θυμήθηκαν, γέλασαν, της έσφιξε το χέρι και την οδήγησε στη θάλασσα.
 
Εκεί τους έβρισαν τρία ποδήλατα, ένας μικροπωλητής, δυο μεθυσμένοι και μισό κύμα. Δεν στεναχωρήθηκαν, ακολουθώντας διερχόμενα φιλιά και μπύρες, βρήκαν το σωστό μονοπάτι για το λιμάνι. Ένας κινέζος ψάρευε, ένας άλλος κατέβηκε τη σκάλα και χάθηκε από τα μάτια τους. Κάποιος άλλος έχασε ένα στοίχημα και βούτηξε. Μα αυτοί δεν τον είδαν. Ούτε καν αναρωτήθηκαν αν βγήκε ζωντανός. Κοιτούσαν πλέον μόνο ψηλά. Ψηλά ήταν ένα αεροπλάνο. Κι όλοι τους οι φίλοι. Κι ένα καράβι φωτισμένο. Κι ένας εξωγήινος που τους κοιτούσε σαν συγχωριανούς του. Ψηλά ήταν κι ένας φωτογράφος που χόρευε περιμένοντας τη σωστή στιγμή. Κι η στιγμή ψηλά ήταν. Ψηλά κι εκείνα τα εφηβάκια που από σεβασμό σηκώθηκαν και τους παραχώρησαν παγκάκι ξαπλώστρα πλάι στην ασημένια πίστα.
 
Τη βοήθησε να ξαπλώσει. Της έδωσε το μπράτσο του για μαξιλάρι. Αντέχεις, αγόρι μου; Ρώτησε αυτή. Εκείνος απάντησε με ροζιασμένο χάδι πάνω σε λευκά κυματιστά μαλλιά. Αντέχω… κορίτσι μου.
 
Το αγόρι και το κορίτσι, γύρω στα 85, με τα παγούρια τους γεμάτα αγάπη, χρόνια και φεγγάρια, έμοιαζαν ν’ αντέχουν πιο πολύ απ’ όλους μας.


[* Μπιτ – παζάρ. «Αγορά της ψείρας», από τα παλαιά ρούχα που πωλούνταν τότε στα καταστήματα και τα οποία ήταν γεμάτα ψείρες.]


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-i-exodos-465#ixzz2aoKvSGfN

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 30.5.13)

Η μέσα μου αιώρα





Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του René Magritte


Θα ξεκουραστώ τώρα, είπα κι έκλεισα τον υπολογιστή. Περίμενε, φώναζε αυτός, έχεις προγράμματα ανοιχτά, αρχεία που θα χαθούν, κείμενα μισά, αναρτήσεις ασχολίαστες, πασιέντζες ατελείωτες, τραγούδια άπαιχτα κι ανήκουστα, άρθρα αδιαβ…  Εξαφάνισα ρολόγια και κινητά, αποσύνδεσα κουδούνια και θυροτηλέφωνα.

Η αιώρα είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Τόσα, που νομίζω πώς δεν είχα ποτέ μου. Κι όμως είναι μπλε, μπαλωμένη κι αδιάβροχη. Χάιδεψα το τραύμα, γαργάλησα τη μνήμη. Την έδεσα από τη μια στα κάγκελα του μπαλκονιού από την άλλη στον κέδρο, αριστερά στη 2η χρυσή λεωφόρο. Από τη μια η Ίωνος Δραγούμη, το μαγαζί με τα λουκούμια, η στάση του λεωφορείου, το φανάρι, η Εγνατία….από την άλλη πέλαγος. Ποιο είναι το νησί που σε κάνει να βλέπεις την Ελλάδα κάτω από τη φούστα…εκεί.

Σκαρφάλωσα πάνω της και περίμενα…ποιος από τους δυο κόσμους θα κερδίσει. Το πρώτο κούνημα ήρθε από ένα λεωφορείο. Το δεύτερο από ένα τζιτζίκι. Έσπρωξε το γεράνι από τη γλάστρα, απάντησε ο αμμόλοφος. Ύστερα πέρασε ο παλιατζής. Μετά το κύμα. Μια ζαριά από το κάτω καφενείο. Τον ίδιο θόρυβο κάνουν και οι εξάρες και τα ασσόδυα. Σαν να παίζει ο παππούς από την πόλη, με αντίπαλο το ξωτικό από την πέρα καβάντζα. Κουνάει ένα γάβγισμα από το απέναντι μπαλκόνι, κι ένα δελφίνι από τον ορίζοντα. Ένα ξεχαρβαλωμένο μηχανάκι που μαρσάρει, και μια τρόμπα που ονειρεύεται να γίνει βάρκα.

Κάποιος τηγανίζει ψάρια. Η αιώρα πάει σαν τρελή. Δεν θέλει να διαλέξει. Είναι η από κάτω που μόλις γύρισε από τη λαϊκή, ή ο απ’ αλλού που μόλις τα ‘βγαλε απ’ τη θάλασσα. Τώρα μυρίζουνε τραγούδια. Μαθήματα φωνητικής και άριες από τον τρίτο όροφο δεξιά- μια κουτσή κιθάρα, νέι και κρουστά από τον τρίτο βράχο αριστερά. Να και μια κουτσουλιά. Αστικές δεκαοχτούρες και νησιώτικοι γλάροι συγχρονίστηκαν. Όπως και το ζευγάρι στον πέμπτο και εκείνο στη δίπλα σκηνή. Χαίρεται η αιώρα…ζαλίζομαι, φωνάζω.

Ύστερα ήρθε ένα γαμοσταυρίδι για το διπλοπαρκαρισμένο. Η άλλη μεριά απάντησε με μυρωδιά σκατού σε αποσύνθεση. Η αιώρα διαμαρτύρεται. Η πόλη αντεπιτίθεται με κόρνες, η παράδεισος με φρίσμπι και ρακέτες. Ακολουθούν καβγάδες και στους δυο κόσμους. Πρωταγωνιστές ο τρελός της γειτονιάς από τη μια, ο πρόεδρος των φρικιών από την άλλη. Όπλα τους μια κρύα μπύρα ο ένας, ζεστή ρακή ο άλλος. Σαγιονάρες vs σανδάλια. Τζιν και παρεό. Γήπεδο και τάι τσι. Κατά τ’ άλλα τα ίδια νεύρα, τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι δικό μου το παγκάκι, τσιρίζει η πόλη. Δική μου η παραλία, απαντάει η εξοχή.

Αίφνης, η αιώρα λύθηκε από μόνη της. Έμεινα μετέωρη γυμνή και γκρίζα κάπου μεταξύ αλήθειας και λαχτάρας γωνία. Όπου και να πας τον εαυτό σου κουβαλάς, θυμήθηκα ανεβάζοντας τ’ όνειρο στο πατάρι. Εσύ είσαι και το περιβάλλον σου κι ο τρελός που το διοικεί. Και το σπρώξιμο της αιώρας σου. Κι ο ρυθμός του ονείρου. Φρόντισε τουλάχιστον την επόμενη φορά, να είσαι μουσική. Και να σε ξεκουράσει.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-i-mesa-mou-aiora-464#ixzz2aoAZeTL6

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 23.5.13)