Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Στη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ…




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Γιάννη Σταύρου


Μου άρεζαν πολύ τα μιούζικαλ. Από παιδί κουκουλωνόμουν στη ροζ κουβέρτα και ξενυχτούσα για να δω ζευγάρια να ίπτανται με χάρη πάνω από το έδαφος, κάποιον να μεταμορφώνει μια γκαντέμω καταιγίδα σε πανηγύρι του έρωτα και της βροχής, να βγαίνει ουράνιο τόξο κι ακολουθώντας δρομάκια με κίτρινα τούβλα, άκαρδοι φοβητσιάρηδες και κουτοί να ψάχνουν τη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ… Δες πόσο εύκολο είναι να τραγουδάς, να ζεις, να παίζεις, να μεγαλώνεις, να δραπετεύεις μες τη μουσική.

Το επόμενο γκρίζο πρωινό στο σχολείο, δυσκολευόμουν να πιστέψω πως είναι μόνο αυτό. Σκέτο. Γιατί δεν βγαίνουν απ’ τις αίθουσες οι μαθητές χορεύοντας στη μικροσκοπική αυλή, να τραγουδούν για το πόσο βαρετά είναι τα μαθήματα και πόσο όμορφο είναι το διάλειμμα. Τα κορίτσια πάνω στα κάγκελα και τα αγόρια από κάτω γονατιστοί να μας περιμένουν να χαθούμε στην αγκαλιά τους, να ζήσουμε καλλιτεχνικά ζευγάρια στη χώρα του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ. Και κάθε φορά, το μιούζικαλ αναβάλλονταν για την επόμενη, τη μεθεπόμενη, την πολλά χρόνια αργότερα.

Τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα, βιώνω την προετοιμασία και τον πανικό ενός τέτοιου εγχειρήματος*. Με πρωταγωνίστρια την ξεπεσμένη ντίβα: Θεσσαλονίκη, και την ανερχόμενη στάρλετ: Υπερπροσπάθεια 70και ανθρώπων να συνεργαστούν, να επικοινωνήσουν, να σωπάσουν, να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό σε κάτι που εκ βαθέων πιστεύουν ή έχουν εκπαιδευτεί να πιστεύουν. Ανεξαρτήτου αποτελέσματος λοιπόν, σε αυτό το μιούζικαλ, μεταξύ άλλων, η Θεσσαλονίκη ανατρέχει στο παρελθόν και αναπαριστά μια εποχή που δεν υπήρχε καχυποψία, ρατσισμός και διχόνοια… Εκεί όπου  Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί ζούσαν, μεγάλωναν, τραγουδούσαν και χόρευαν παρέα.


Τελειώνω αργά από την πρόβα και κατευθύνομαι με το ποδήλατο στο σπίτι. Περίπου 10’ διαδρομή. Ικανά για σκέψεις, απολογισμούς και όνειρα… Ήμασταν λέει όλοι μαζί… οι καλοί κι οι κακοί μαθητές παρέα, χορεύαμε με σκουφιά και κασκόλ μέσα στο κρύο, θρηνούσαμε τα ζόρια μας κι υμνούσαμε το διάλειμμα…τις μέρες που έρχονται… τις Χώρες του Καλύτερα, του Τότε, του Ποτέ… συγχρονισμένοι όλοι μαζί κι ερωτευμένοι με την πρωταγωνίστρια… ξεπεσμένη, ανερχόμενη, ψωνάρα και πανέμορφη Θεσσαλονίκη… εκεί στο ύψος της Λαγκαδά.

Φτάνω σπίτι πτώμα. Κι όσοι με πλησιάζουν, τοίχοι καθρέφτες σκυλιά κι αγαπημένοι, μου λένε πως βρωμάω από την κορφή ως τα νύχια καυσόξυλα. Η απόσταση των 10’ με το ποδήλατο, είναι ικανή να απορροφήσει την κατάντια της εποχής μας: Άνθρωποι να καίνε ό,τι βρουν για να ζεσταθούν κι αυτό να εκπέμπεται σαν αιθαλομίχλη στον αέρα και στα κυκλοφορούντα κορμιά αυτής της πόλης.

«Είναι από την πρόβα…» λέω και ψεύδομαι κι είναι σαν να ομολογώ όλη μας την αλήθεια «…από την σκηνή της πυρκαγιάς του 1917» …τότε που χάθηκαν τα πάντα για να ξαναγεννηθούν και να ξαναπεθάνουν και να αναστηθούν και να ξαναβουλιάξουν και να ξανανθίσουν στραβά στρεβλά μα φρέσκα και ικανά, ανάλογα την κατεύθυνση της Ιστορίας, ή την κατεύθυνση που θα τους δώσεις….

Το κοριτσάκι στη ροζ κουβέρτα τολμά να πει, έστω χωρίς τραγούδια και χορούς, πως θα ‘θελε η κατεύθυνση να είναι… ΑΠΟ ‘ΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΩ. Από δω και πάνω. Από δω και π….


* "Με μουσικές εξαίσιες… με φωνές!" Μια μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης, ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-sti-xora-tou-kalitera-tou-Tote-tou-pote-481#ixzz2oWpHheUr

                                                                                                   (Πρώτη Δημοσίευση 19.12.2013)

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Τίποτα

 


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του
Santhana Krishnan




- Τι θα κάνεις τις γιορτές;
- Τίποτα.
- Έλα πες… οικογενειακά; Ρεβεγιόν με φίλους;
- Μπα τίποτα…
- Καμιά εκδρομή;
- Τίποτα λέμε.
- Τι έχεις;
- Τ Ι Π Ο Τ Α.


Με τα τόσα τίποτα κόπηκαν κι οι ερωτήσεις. Αφού δεν σήκωνε και πολλά…
Έμεινε μόνος… τίποτα δεν περίμενε… τίποτα δεν συνέβη. Εκτός κι αν…


Έτσι όπως κρατάει το Τ Ι Π Ο Τ Α στα χέρια, σκαλώνει το δάχτυλο στην τρύπα του ΟΜΙΚΡΟΝ. Ντριννν… ακούγεται κάτι σαν κουδούνι. Κοιτάει γύρω του…ΤΙΠΟΤΑ. Ξαναπατάει το ΟΜΙΚΡΟΝ… ξανακούγεται το κουδούνι. Άκου να δεις… Στο χέρι του λοιπόν… στην καρδιά του τίποτα… υπάρχει ένα κουδούνι. Θα υπάρχει λογικά και μια πόρτα. Πράγματι, το ΠΙ στέκεται αριστερά του ΟΜΙΚΡΟΝ σαν πόρτα θεόρατη κλειστή. Τη χτυπάει κι αυτή δειλά με το χέρι, βάζει το αυτί του να ακούσει…ΤΙΠΟΤΑ. Είναι κανείς εδώ… ψιθυρίζει στη χούφτα του. Μπα… ΤΙΠΟΤΑ. Μετά από λίγη σκέψη, παίρνει το αρχικό ΤΑΥ… και το χρησιμοποιεί σαν σφυρί… ή καλύτερα τσεκούρι… και παλεύει να σπάσει με αυτό την κλειστή πόρτα του ΠΙ…ΤΙΠΟΤΑ. Παίρνει το ΓΙΩΤΑ και προσπαθεί, σαν έμπειρος ληστής, να διαρρήξει την κλειδαριά…ΤΙΠΟΤΑ. Δεν γίνεται… Του αποκαλύφθηκε από το τίποτα ένας ολόκληρος κόσμος… και δεν θα τον εξερευνήσει; Κοιτάει τι του ‘μεινε απ’ τη λέξη, το τελικό ΤΑ. Προσπαθεί να το πλέξει κι αυτό στο συλλογισμό του….


ΤΑ…
ΤΑ…ΠΙ με ΤΑΠΙ …άφραγκες γιορτές τι να τις κάνω…
(η πόρτα παραμένει κλειστή… δοκιμάζει ξανά και ξανά και ξανά… τα ΤΑ εκσφενδονίζονται σαν λυγμοί από το στόμα του)
ΤΑ… ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΟΛΑ, ΤΑ… ΣΙΧΑΘΗΚΑ, ΤΑ… ‘ΧΩ ΠΑΙΞΕΙ, ΤΑ… ’ΧΩ ΧΑΣΕΙ, ΤΑ…ΒΑΝΙ,ΤΑ…ΜΠΛΑΣ, ΤΑ…ΠΕΙΝΩΣΗ
(νιώθει το χέρι του ζεστό, σαν να πλησίασε σε μιαν απάντηση κλειδί- ικανή να ξεσφραγίσει ακόμη και την κλειστή πόρτα ενός τίποτα)
ΤΑ… ΠΕΙΝΟΣ… του φωνάζει απηυδισμένο το λεξικό…
- Δηλαδή;
… αυτός που έχει επίγνωση της αδυναμίας, της μηδαμινότητάς του.
Κάτι γαργάλησε μες την παλάμη του… κάτι σκίρτησε…
ΤΑπεινά λοιπόν, σκέφτηκε και σΤΑμάτησε για λίγο να γκρινιάζει.
Σαν ν’ άνοιξε κι η πόρΤΑ…

Πίσω αΠό το Πι δεν κρύβονταν Παλάτια, ούτε Παράδεισοι, ούτε Πλούτη…
Ούτε καν Προσδοκίες για Πανέμορφες γιορτές. Παρά μόνο ένα Πολύ αΠλό Παιχνίδι με τα γράμματα. Που ήταν σαν να Προσπάθησε να του θυμίσει Πως –για δες- αΠό ένα ΤΙΠΟΤΑ… μπορούν, αν θες, να γεννηθούν ΤΑ Πάντα.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-tipota-480#ixzz2nR6fV5Hx


                                                                                                              Πρώτη Δημοσίευση 12.12.2013

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

 

Οι φίλοι είναι εκεί… μικρές κουκίδες, εντός κι εκτός πόλης. Τις ενώνω με κόκκινη κλωστή. Ισορροπούν πάνω της σκέψεις λόγια και μηνύματα. Αναπάντητες τείνουν τραμπαλίζονται και πέφτουν. Αν ένας από τους δύο το σήκωνε μπορεί να λέγαμε τα εξής:


Τζαμάρισμα*

 



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Χάρη Μητρούση



Σε σκεφτόμουν… Πώς είσαι; Πώς περνάς; Τι βλέπεις όταν περπατάς; Αγαπάς αυτές τις μέρες; Σε χαϊδεύουν; Νιώθεις; Κλαις; Έζησες τίποτα καλό; Έστω είδες; Άκουσες; Τι θα ‘θελες; Έχεις λεφτά; Σχέδιο; Όνειρο; Ένα γαμώτο που σε καίει; Είναι αρκετό να σε ζεστάνει; Πρόσεχε μόνο… τις αναθυμιάσεις…


Εδώ; Όλα καλά. Δεν σκέφτομαι. Τραγουδάω πού και πού και αποκωδικοποιώ μετά τις μελωδίες. Πώς σου κολλάει ένα τραγούδι, χωρίς λόγο. Υπάρχουν στιγμές… «σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» …κι άλλες πιο… «Χειμώνας… δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τα αηδόνια». Το ξέρεις; Το μουρμούριζε κάθε Δεκέμβρη η μαμά κι έχωνε τα κυδώνια στο φούρνο. Καρφωμένα πάνω τους γαρύφαλλα, κανέλες… μύριζε το σπίτι γλυκιά αναμονή. Τι περιμέναμε; Να μεγαλώσουμε…ξέρω κι εγώ…


Τι πράγμα; Ναι βγαίνω. Βγαίνω στην πόλη να συλλέξω εικόνες κι έμπνευση… Κουκουλώνομαι καλά και μ’ αδηφάγο βλέμμα ψάχνω ένα πέταγμα πουλιών, ένα σύντροφο σκύλο, μια ομορφιά… Βλέπω πολλούς να κατουράνε στον δρόμο. Εκεί κατουράνε στα κεπέγκια; Στις σκάλες; Στα δέντρα; Στα παρκαρισμένα; Στους κάδους; Στους ανθρώπους που’ ναι μέσα τους και ψάχνουν;


Συχνά καταλήγω σινεμά. Είναι πιο εύκολο να πάρεις την ταινία έτοιμη, παρά να την ζήσεις. Βυθιζόμαστε στις θέσεις μας και πάμε… Ρώμη, Άνδρο, στο διάστημα… Έπειτα ανάβουν τα φώτα κι επιστρέφω με σουβενίρ πλάνα αξιοθέατα στο σπίτι.


Α, πέτυχα κάτι ωραίο χθες. Μπάσο, κιθάρα, ντραμς, σαξόφωνο, μελόντικες, φωνές. Τζαμάρανε, γελούσανε, έδιναν χώρο κι έπαιρναν. Ξες τι ωραία; Έβγαλα και τα γυαλιά, έξω έβρεχε, θόλωσαν τα πάντα. Έβλεπα μόνο ήχους και νωτισμένα χρώματα. Σαν πίνακας ξεχασμένος στην καταιγίδα. Σαν συναυλία στο βυθό της θάλασσας. Ή σαν μαέστρος ζωγράφος που έκλαιγε.


Μην χάνεσαι. Μου λείπεις. Δεν σε παίρνω αλλά σε σκέφτομαι. Φυσάω μέσα σε σαπουνόφουσκες ευχές και προσευχές. Φτάνουν ως εκεί;



*Τζαμάρισμα: ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-tzamarisma-479#ixzz2mxfRIX5B


                                                                                                             


                                                                                                           (Πρώτη Δημοσίευση: 5.12.2013)

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Ράδιο γανωτής, λούστρος και ντελάλης

 

 



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Στράτου Στεριανού



Στο τελευταίο συμμάζεμα του σπιτιού περίσσεψαν 2μιση ραδιόφωνα. Υπήρχε ένα στην κρεβατοκάμαρα και λειτουργούσε σαν υπνητήρι/ ξυπνητήρι, ένα στο σαλόνι σαν μόνιμο soundtrack της καθημερινότητας, κι ένα τρανζιστοράκι στην κουζίνα- απαραίτητο μητροπαράδοτο συστατικό για την προετοιμασία του φαγητού, εμπλουτισμένη πάντα με νότες και παράσιτα. Ησυχία δεν έβρισκαν οι τοίχοι. Εκτός κι αν έπεφτε το ρεύμα ή έπεφταν σε κενό αέρος οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί. Ακόμα κι αν έλλειπαν όλοι από το διαμέρισμα, το ραδιόφωνο παρέμενε ανοιχτό, αυτόπτης μάρτυρας στα όνειρα του σκύλου.

Και δώστου οι κλασικές μουσικές σαν αναζήτηση οικιακής αρμονίας- να μην έχεις και αγωνία για το τι θα ακολουθήσει. Και να ο Μάνος Κατράκης και η Κατίνα Παξινού μουσαφίρηδες στο σπίτι σου, κι ο δημοσιογράφος Μπρίνης να αναμεταδίδει τα νέα της Λιλιπούπολης και το Ράδιο Νοσταλγία να σε πηγαινοφέρνει στο χρόνο. Πλημμύριζε το σπίτι άγνωστες οικείες φωνές κι η φαντασία σκάρωνε μορφές και πρόσωπα. Είχες παρέα στο διάβασμα, παρέα στην παρέα μα κυρίως παρέα στη μοναξιά.

Υπήρχε και μια κασέτα ετοιμοπόλεμη, μήπως και προλάβει να καταγράψει το τραγούδι που κατά καιρούς σε στοίχειωνε. Μετά γινόταν ξεσκαρτάρισμα και μετά κόπων, REC, PAUSE και βασάνων έφτιαχνες τη δική σου εκπομπή. Αυτά που ήθελες να πεις τα στρίμωχνες στο εξώφυλλο ή τα έκρυβες κάτω από ζωγραφιές κι αλλόκοτα κολάζ. Την άκουγες μέχρι να λιώσει. Τη δοκίμαζες πρωί μεσημέρι βράδυ. Στα walkman, στο μεγάλο στερεοφωνικό, ακόμα και στον ύπνο σου. Κι όταν ήσουν έτοιμος να την αποχωριστείς, την πρόσφερες σαν εκ βαθέων δήλωση, σαν ψίθυρο πολύτιμο σε αυτιά αγαπημένα.

Όταν κάποια στιγμή ένιωσα πως δεν χωρούσε το εξώφυλλο μιας κασέτας όλα αυτά που ήθελα να πω, κατάλαβα πως αγαπούσα το ραδιόφωνο κι από την άλλη πλευρά. Εκείνη που κρύβεται μες τη συσκευή, ανάμεσα στα καλώδια και τις λυχνίες και οδηγεί μέσω μιας στραβιάς κεραίας σε ένα ηχομονωμένο δωματιάκι βασίλειο, με υπηκόους δίσκους φέτες κονσόλες και μικρόφωνα. Άσε με να μπω στο σπίτι σου, στ’ αμάξι σου, σαν ψίθυρος στα αυτιά σου. Σαν εκ βαθέων δήλωση, κασέτα χειροποίητη, έστω λίγο μασημένη.

Υπάρχουν επαγγέλματα που χάνονται στον χρόνο. Ο γανωτής, ο λούστρος, ο ντελάλης. Στις μέρες μας, ανάμεσα σε πολύτιμα άλλα εκλιπόντα, μοιάζει να είναι κι ο ραδιοφωνικός παραγωγός. Αυτός που επιλέγει απ’ το στοκ της ψυχής του τα τραγούδια και μιλάει για όλα εκείνα που δεν χωράνε στο εξώφυλλο της κασέτας. Τη θέση του πήρε ο Τζάμπας, το Τζάμπο, ο φρι το γκόου- ο ελεύθερος να φύγεις, να κλείσεις άρον άρον τη συσκευή, μήπως και ξεστοιχειώσει το μυαλό σου από την αντίστροφη μέτρηση των Χριστουγέννων, από την αντίστροφη μέτρηση του τέλους της παρέας, των ονείρων, του πολιτισμού.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-radio-ganotis-loustros-kai-ntelalis-478#ixzz2mJMOSnJE
                                                                                                        (Πρώτη Δημοσίευση 28.11.2013)

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013


Δύσκολοι αποχαιρετισμοί…





Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Αιμιλίας Ξανθοπούλου




Αγαπημένο μου,


Γυμνές οι λέξεις χωρίς το απαλό σου χάδι, αμήχανα τα δάχτυλα, μοιάζουν να απορούν. Τα χείλη μισάνοιχτα, ακόμα περιμένουν. Ανασαίνω το δωμάτιο που μέχρι χθες υπήρχες. Σε ψάχνω στις κουρτίνες, ακολουθώ τα ίχνη σου στους τοίχους, στο πάτωμα… ναι πέρασες από δω, έστριψες από κει, άναψες, σβήσαμε αγκαλιά, στα χέρια μου… κι αχόρταγη ζητούσα και διψούσα κι άλλο… κι άλλο. Όχι δεν είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω. Γι’ αυτό σου γράφω, να ξορκίσω με πλήκτρα την απόφαση, το πείραμα, την απουσία. Μια αγάπη που ‘γινε δίκοπο μαχαίρι ή έστω… τσιγάρο ηλεκτρονικό.

Μέχρι τα 20 ήμουν φανατική κατά. Από παιδιά, με τον αδερφό μου, κρύβαμε τα πακέτα των επισκεπτών, στις διακοπές πετούσαμε σε απόκρημνα φαράγγια τον καπνό της πίπας του πατέρα ή λοξοκοιτούσαμε τις σπάνιες φορές που η μαμά έκανε ένα τσιγαράκι με τον καφέ και τις φιλενάδες της. Ο αδερφός δεν το βαλε ποτέ στο στόμα του. Κι εγώ… Αφού το απέφυγα στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, στον έρωτα, στη θλίψη και στα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου… βρέθηκε μια Φολέγανδρος στη μέση του πελάγους, εγώ πάνω της για τις πρώτες μου μοναχικές διακοπές, μια ωραία θέα, χωρίς παρέα, που έπρεπε κάπως να μοιραστεί. Ο φίλος μου ο καπνός, σκέφτηκα τότε και με τρεμάμενα χέρια και φωνή αγόρασα το πρώτο μου πακέτο. Και σπίρτα. Και φυσούσε. Κι ούτε να το πιάσω δεν ήξερα. Αλλά ήταν ωραία. Και μετά άρχισαν τα φαντασιόπληκτα: το κοριτσάκι με τα σπίρτα και τα camel άναβε ρουφούσε και εισέπνεε ζαλισμένες εικόνες. Γινότανε Πυθία και ψέλλιζε χρησμούς ακατανόητους. Και μες τη θολούρα του τοπίου, επινοούσε διαλόγους, όνειρα, κείμενα, παρέες… Οι μικροί στεναγμοί του τσιγάρου που καίει ήταν ασορτί με τους δικούς της που ήταν είκοσι χρονών κι ήθελε να τα ζήσει όλα. Ως το φίλτρο.
 
Αλήθεια, περάσαμε όμορφα. Είσαι απ’ τις πιο γοητευτικές αδυναμίες μου. Μια μετέωρη επιθυμία που ξεντύνεται πέπλα καπνού και χορεύει στον αέρα. Μια χαρμάνα στιγμή που ζητάει απεγνωσμένα μια φωτιά. Μια πολύχρωμη ζωή, νοτισμένη από μια μεθυστική εθιστική σταγόνα δηλητήριο. Αν ήταν η μόνη… μπορεί απτόητη να συνέχιζα. Μα τα γύρω σταλάζοντα φαρμάκια είναι τόσα πολλά… που θες, που να πάρει, τουλάχιστον ελεύθερα και καθαρά… να ξαναμυρίσεις, να ξαναγευτείς, να ξανανανπνεύσεις. Να θυμηθείς πώς είναι να νιώθεις ανεξάρτητος κι απαλλαγμένος ακόμα κι απ’ την αγαπημένη σου συνήθεια.

 
Αγαπημένο μου… όχι δεν είναι αποχαιρετισμός…. Είναι ένα γράμμα ξόρκι… να σφραγίσει την απόφαση, το πείραμα, την απουσία. Έτσι σαν φόρος τιμής σε εκείνο το εικοσάχρονο κοριτσάκι που ήθελε να τα ζήσει όλα…



Ειλικρινά Μ-εθισμένο,
Παραμύθι


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-diskoloi-apoxairetismoi-477#ixzz2lS3UooF6

                                                                                                              Πρώτη Δημοσίευση: 21.11.13

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013


Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Max Beckmann



Ανοίγω απότομα τα μάτια. Ξεκολλάει τ’ όνειρο βίαια από τον ύπνο. Τα πόδια ψαύουν τον αέρα μα αντί να νιώσουν τα σανίδια, βρίσκουν κι ακουμπάνε πάνω σε μια μπάλα. Κάτω απ’ τις πατούσες μου γυρίζει μια γη πλαστική χοντρή και φουσκωμένη. Λίγο Ανταρκτική λίγο ωκεανός καταφέρνω κι ισορροπώ.
 
Κατά τ’ άλλα η μέρα κυλάει φυσιολογικά. Βγαίνω στον κόσμο, έχοντας τον κόσμο στα πόδια μου. Και κοίτα να δεις κάτι πράγματα, εγώ η ανισόρροπη κι ατσούμπαλη δεν πέφτω. Παιδεύομαι, μπαλαντζάρω, προσπαθώ από κάπου να πιαστώ… από κουβέντες, απ’ τον αέρα, απ’ τους περαστικούς. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Όμορφη μέρα και μουντή. Με ψιλόβροχα να τη ραντίζουν να μην εκραγεί. Με ρακές να την ποτίζουνε να ανθίσει. Δουλειές, διαλείμματα, χαμόγελα, άγχη, ιστορίες, σχόλια, ανησυχίες, γέλια, βουρκώματα, καπνοί. Κι εγώ πάνω στην μπάλα μου να κάνω τράβελινγκ σλάλομ ανάμεσα τους, σαν ακροβάτης, σαν αέρας, κάτι σαν πουλί. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Έχω και μουσική υπόκρουση. Ειδήσεις. Αίσχη και ντροπές. Τις μικρές κατακτήσεις. Τις μεγάλες αδικίες. Τα νέα της χώρας. Τα νέα της πόλης. Της γειτονιάς. Των ανθρώπων μου. Απολύσεις, προσλήψεις, αιώνιες αναμονές. Γεννήσεις, γενέθλια, γάμοι και γιορτές. Αρρώστιες, χτυπήματα, σπασίματα, εξετάσεις, εγχειρήσεις. Θάνατοι. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρί… Τι πράγμα; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει… Πέθανε; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει… Πότε; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Περίμενε. Φωνάζω. Θέλω να κατέβω. Γύρνα πίσω. Διατάζω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μα δεν μ’ ακούει. Γιατί γυρίζει, γιατί γυρίζει. Σταμάτα. Πάμε λίγες στιγμές πριν. Πάμε πίσω να προλάβουμε. Θέλω να του μιλήσω. Να τον ακούσω. Να τον γνωρίσω λίγο παραπάνω. Έστω να τον αποχαιρετήσω. Μα η γη γυρίζει, μα η γη γυρίζει. 


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ki-i-gi-girizei-ki-i-gi-girizei-476#.UoShdE-deU0.facebook#ixzz2knKyEMYW

                                                                                                         (Πρώτη Δημοσίευση 14.11.2013)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

οι Πέμπτες των Ερωτευμένων


Οι Παρασκευές των φωτοσκιάσεων, τα Σάββατα των τακουνιών, οι Κυριακές της ησυχίας, οι Δευτέρες των αθώων, οι Τρίτες των ανύπαρκτων, οι Τετάρτες των γυμνών ποιητών…



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Mårten Eskil Winge





Πώς τυχαίνει… και τις τελευταίες Πέμπτες μοιράζομαι γουλιές, λόγια και σιωπές μ’ ερωτευμένους. Μια ιδιαίτερη κατηγορία συνανθρώπων μας που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ελεύθεροι μες τα δεσμά των ανεκπλήρωτων πόθων τους.

 
Με τον Κάπα γνωριζόμαστε χρόνια. Συναντηθήκαμε σχεδόν τυχαία και αποφασίσαμε να ακουμπήσουμε τα «γεια τι κάνεις» που χρωστούσαμε, σε μια μπάρα. «Για πες…». Λίγο αναμνήσεις, λίγο επαγγελματικά, λίγο κρίση, λίγο τελευταία νέα… κυλούσε χαλαρά το βράδυ με κοινούς γνωστούς να παρελαύνουν, να διακόπτουν, να εξελίσσουν ή να αποπροσανατολίζουν την κουβέντα. Ξαφνικά ο συνομιλητής μου, καθαρίζει το τοπίο από εισβολές και μετά από τρεις ώρες ουσιαστικής μα άσχετης κουβέντας, ανοίγει σαν ρόδι την καρδιά του. Τρέμουν τα χείλη, ντρέπεται, πώς να το πει… είναι 30φεύγα και ξανά για πρώτη φορά ερωτευμένος. Αυτή του τη σπάει, τη λατρεύει, τον θυμώνει, τον γητεύει, τον ξενυχτά τα βράδια, σηκώνεται από το όνειρο και της μιλάει, παραμιλάει γι’ αυτήν στο γάτο , στον τοίχο, στο ταβάνι. Γυάλιζαν τα μάτια, τα χέρια αμήχανα στην μπάρα, στο ποτήρι, στο πρόσωπο… σαν να προσπαθεί να ξεκολλήσει την απουσία από το μυαλό του… ή να την συγκρατήσει μην του φύγει, ποτέ.

 
Την επόμενη Πέμπτη τριγυρνούσα βράδυ σόλο στην πόλη. Πάρκαρα σε ένα στέκι, άκουσα ωραίες μουσικές, παρήγγειλα κρασί, ξεφύλλιζα έντυπα. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε ο Χι. Ωραίος άνθρωπος. Βράχος και κλαράκι. «Ο μαύρος Πιτ» είχα πει όταν τον είχα πρωτοσυναντήσει 18 χρόνια πριν. Τότε που όλα γύρω μου σαν κινούμενα σχέδια μοιάζανε. Ο μαύρος Πιτ δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να ξεκλειδώσει τα μπαούλα του. «Είμαι ερωτευμένος» δήλωσε κι αυτός κι άρχισε να μεταμορφώνεται. Κι έγινε ξαφνικά ο Πλούτο, ο Ντόναλντ, κατακόκκινο παπί έρμαιο κάτω από τη σαρωτική ορμή μιας ροζ ζωγραφισμένης γόβας, έγινε κι ο Γκούφυ, και με μια χούφτα φιστίκια η σούπερ του εκδοχή… που δεν φοβάται, δεν κάνει γκάφες, νικάει ελπίζει, έχει λόγο για να ζει, να δουλεύει, να πονάει, να γελάει, να ομορφαίνει, να ζωντανεύει από το χαρτί, ν’ αποκτά σάρκα και οστά δίπλα μου.

Μιαν άλλη Πέμπτη ζήτησα από τον Ταυ να πάμε θέατρο. «Αδύνατο…» μου είπε. «Οι Πέμπτες είναι νύχτες κινηματογράφου». Είχαν κάτι τόσο απόλυτο οι λέξεις του… όπως και αυτές του Χι, του Κάπα. Άλλος έρωτας κι αυτός. Με τη μεγάλη οθόνη, τις ατάκες, τη σιωπή, τη μουσική. Τα πλάνα τον πλανεύουν, τον γονατίζουν, τον τρελαίνουν, τον προδίδουν, τον αφήνουν μαγεμένο να γυρνάει μόνος στο σπίτι.
 
Πέμπτη μέρα της εβδομάδας… ημέρα του Θεού Θωρ στα αγγλικά και σ’ άλλες γλώσσες. Όπου Θωρ, «θεός του κεραυνού και της αστραπής που συνασπίζεται με τους ανθρώπους εναντίον άλλων θεών». Μακάρι ο ξανθός νονός αυτής της μέρας να μας προστάτευε κι από τους δαίμονες. Αυτούς που μας κάνουν να ξεχνάμε… πόσο επαναστατική πράξη… είναι ο έρωτας. Αντίδοτο φαρμάκι γιατρικό. Στην κάθε μέρα.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-oi-pemptes-ton-eroteimenon-475#ixzz2kKtEnWzC

                                                                                                   (Πρώτη Δημοσίευση: 7/11/2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Φτάνει, είπα






Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Κωνσταντίνας Βαλερά*






«Μην αφήνεις ποτέ την τελευταία σου μπουκιά… αυτή είναι η τύχη σου».

Κοιτούσα την τύχη μου με μούτρα και αποστροφή. Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο. Το γιουβαρλάκι… μου ‘κλεινε πράσινα κι ανήθικα το μάτι. Όλη μου η τύχη ζυμωμένη με κιμάδες ρύζια κρεμμύδια κι αβγολέμονα. Σ’ ένα πληγωμένο πιάτο, με διαμελισμένες σάρκες φαγητού, αίματα ζουμιά… σαν πεδίο μάχης.

 

Στο ανορθόγραφο μυαλό μου η τύχη έμοιαζε με τείχη… ψηλά κι απρόσιτα. Πίσω τους φυλακισμένη μια τελευταία μπουκιά. Εχθρός της, το χορτάτο μου στομάχι. Κι η δόλια μάνα, κάποτε χάρτινο ασπρόμαυρο παιδί μετά την κατοχή, δυο μακριές βλεφαρίδες που χτένιζαν για λίγο τον αέρα της απελευθέρωσης κι έπειτα του εμφυλίου, έγχρωμη τώρα κι ολοζώντανη μπροστά μου, σε ρόλο στρατηγού δικτάτορα. «Φάε, είπα.» Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο.

 

Άλλοτε πάλι, στο βαρήκοο μυαλό μου, η τύχη φάνταζε σαν ήχοι. Φωνές παιδιών που παίζουν κάτω στο δρόμο. Μας χωρίζουν εφτά όροφοι και μια τελευταία μπουκιά. «Τέλειωσε το φαΐ σου και κατέβα». Ήχοι. Παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς. Κυνηγητό, λάστιχο, κρυφτό. Περιμένετε….σε λίγο θα ‘μαι κι εγώ μαζί σας, νικάω τον πόλεμο και κατεβαίνω. Με τρόπαιο το ρέψιμο της τελευταίας μπουκιάς. Της τύχης μου.

 

Μεγαλώνοντας, αυτή η ίδια τύχη άρχισε να γίνεται σαν τοίχοι. Τοίχοι σπιτιού, του δικού μου κάποτε, «με χολ και κουζίνα καλά όλα κι άγια ηρεμία τάξη κι ασφάλεια»… Τοίχοι μιας ενήλικης ζωής που με περιμένει εκεί έξω. Η τύχη μου ίσον οι τοίχοι ενός γερού σπιτιού, μια οικογένειας, ενός συζύγου, δυο παιδιών, να μην τρων τα γιουβαρλάκια, κι εγώ σαν νέος στρατηγός δικτάτορας να επιμένω. Τύχη ίσον τοίχοι γραφείου, χωρίς παράθυρα, να μην καθυστερούν αναιδή ηλιοβασιλέματα και τεμπέλες θέες την πολύτιμη εργασία. Τύχη ίσον και οι τοίχοι μιας τράπεζας. Μέσα της καλά κλεισμένη κι ασφαλισμένη η ιστορία μου. Οι ως τώρα κόποι και το μέλλον μου. Κι ας είναι απ’ έξω γραμμένη με μπογιά, μια άλλη ιστορία.
 


Κάθομαι τώρα και κοιτώ την τελευταία μου μπουκιά. Την τύχη μου. Την τύχη να έχω ακόμα φαΐ στο πιάτο. Αγαπώ τα γιουβαρλάκια κι ας μην ξέρω να τα φτιάχνω. Τα χάιδεψα με το κουτάλι. Τα μύρισα ένα ένα. Τα γεύτηκα αργά να μην τελειώσουν. Κι όμως… Γύρω τους τείχη γκρεμισμένα. Μοναδικός εχθρός τους πλέον μια κοινωνία που σου κλέβει την μπουκιά απ’ το στόμα. Ακούω τους ήχους μιας ακόμα διαδήλωσης. Μιας παρέλασης. Μιας επίδειξης άμυνας και δύναμης μιας αδύναμης παραδομένης χώρας. Στους τοίχους μου βλέπω σκιές, σοβάδες και ρωγμές. Ευτυχώς βλέπω και χρώματα. Πορτοκαλιά όρεξης, κόκκινα πάθους, πράσινα υπομονής, γαλάζια ονείρων… Κι αυτό είναι η μόνη μου τύχη. Είναι και η τελευταία μπουκιά που θα την προστατεύσω μέχρι τέλους. Κι ας μην τη φάω ποτέ. Αφού σου είπα. Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο.








*ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ- Έκθεση της Κωνσταντίνας Βαλερά, στη Αίθουσα Τέχνης Φ.Α.Α.Θ. (Αγ. Σοφίας 38, Θες/νίκη), ως τις 6.11.13.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ftanei-eipa-474#ixzz2jrFoDSQw

                                                                                                      (Πρώτη Δημοσίευση 31.10.13)

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Εγώ κι οι άλλες

 
 
 


                                      Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του René Magritte




Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο πραγματική… εγώ ή εσύ;
«Μα αφού είμαστε ίδιες»… μου απαντάει.
 
Πράγματι, στέκομαι απέναντί μου, μοιάζω σχεδόν όπως με θυμάμαι. Πίσω μου το ίδιο σπίτι, ο ίδιος πίνακας, τα ίδια πεταμένα αθλητικά παπούτσια, η ίδια καρέκλα. Ανακουφισμένη, κάνω να απομακρυνθώ.
 
Ακούω ένα γέλιο. Κι αυτό ίδιο με το δικό μου. Μα δεν είχα γελάσει. «Δηλαδή τόσο εύκολα πιστεύεις ό,τι βλέπεις;» ρωτάει το είδωλο μου. Τρομαγμένη, βάζω τα παπούτσια κι εξαφανίζομαι. Η καρέκλα πέφτει. Η άλλη κάνει ακριβώς το ίδιο. Μόνο που εκείνη συνεχίζει να γελάει.
 
Κατεβαίνω σκάλες βγαίνω στο δρόμο. Τη βλέπω στη βιτρίνα του φούρνου, στο προποτζίδικο, στο τζάμι ενός αυτοκινήτου. Βάζει μπρος και ξεκινάει. Πού πας… τσιρίζω… είναι κλειστοί οι δρόμοι. Τρέχω από πίσω της. Κολλάει τ’ αμάξι στο μποτιλιάρισμα. Βρίζει την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισαν, σαββατόβραδο, να οργανώσουν νυχτερινό αγώνα δρόμου. Α να χαθείς ξενέρωτη… της λέω και πάω, ακμαία κι αθλητική, με τα πόδια.
 
Φτάνω στο δημαρχείο. Έχει πολύ κόσμο. Στριμώχνομαι ανάμεσα σε νούμερα, κουβέντες, επιδόσεις, σορτσάκια, φόρμες, πόζες για το facebook. Είμαι μόνη κι όλα μου φαίνονται περίεργα και ξένα. Λίγο πιο κει διακρίνω ένα άλλο είδωλό μου, μέσα σε μια παρέα, να κάνει χαχανίζοντας διατάσεις και να φωτογραφίζεται. Κοίτα την ύφος… λέω από μακριά.
 
Ξεκινάμε να τρέχουμε. Όλη η Τσιμισκή στα πόδια μου. Σλάλομ ανάμεσα σε λαχανιάσματα, μπλουζάκια, χαμόγελα, φλας, καρότσια, μπαλόνια. Να κι η Ναυαρίνου, η Παύλου Μελά, (με βλέπω να περιμένω με το ποδήλατο στο φανάρι), η Ικτίνου (κι εκεί είμαι, μ’ εμψυχώνω από απέναντι), η Αγία Σοφίας (το είδωλό μου τώρα αδιαφορεί για τον αγώνα και κοιτάει λαίμαργα μια βιτρίνα με μπότες), η Καρόλου Ντηλ (δεν την πιστεύω… κάθεται χαλαρή και πίνει ποτά;), η Αριστοτέλους (να τη πάλι… βγάζει βόλτα το σκύλο μου ή μήπως το είδωλό του), η Ίωνος Δραγούμη, να και μια νύφη, χειροκροτούν οι δρομείς, (με βλέπω με τακούνια και λαμέ να ακολουθώ το ζευγάρι), τα Λαδάδικα, τα Δικαστήρια, στροφή για λεωφόρο Νίκης. Το Κλειώ κάνει βόλτες στον Θερμαϊκό (κι εγώ πάνω του χαζεύω την πόλη από έξω). Ο Λευκός Πύργος μινιατούρα μπιμπελό στο βάθος. Μεγαλώνει και πλησιάζει όλο και πιο κοντά. (Με διακρίνω στις πολεμίστρες). Έλα, λίγα μέτρα ακόμη. Έλα. (Μια ακόμη εκδοχή μου, στέκεται στον τερματισμό με το χρονόμετρο στο χέρι- κοροϊδεύει τις δυνάμεις μου που με εγκαταλείπουν). Τι κάθεσαι και κοιτάς… έλα να βάλεις ένα χεράκι… ελάτε κορίτσια… όλες μαζί… ψελλίζω ασθμαίνοντας.
 
Και τότε ξεσηκώθηκαν όλες. Η ξαπλωμένη τεμπέλα που καθρεφτιζόταν στην οθόνη της τηλεόρασης, εκείνη μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, η άλλη που έπινε την αντανάκλασή της στο ποτήρι, η μέσα στο κολλημένο αμάξι, η πάνω στο ποδήλατο, η δίπλα στο σκύλο… Τότε μόνο κατάφερα να τερματίσω. Όταν αποδέχτηκα τις άλλες μου εκδοχές… και γίναμε μαζί… ένα.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ego-ki-oi-alles-473#.UmkpeY5kUO8.facebook#ixzz2ilQdDk9U

                                                                                                          (Πρώτη Δημοσίευση 24.10.2013)

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

«Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα…»


 
 
Μια συνομιλία με μια παράσταση* & με τη ζωγραφική του Δημήτρη Φράγκου**

Να πας… να πας οπωσδήποτε. Δεχόμουν αντίστοιχα μηνύματα εδώ και καιρό. Από τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους πομπούς. Αν τα καταφέρω... ψέλλιζα κι εγώ, γνωρίζοντας πόσο απρόβλεπτο μπορεί να είναι ένα βράδυ, εκεί γύρω στις 9, που συνήθως μπαλατζάρεις ανάμεσα στο να αδράξεις τη νύχτα ή να την αφήσεις να προσπεράσει. Κι ενώ θα ήθελες πολύ να έχεις πάει… μια αδιαθεσία, μια μελαγχολία, μια ευτυχία, μια τεμπελιά σου κλείνουν πεισματικά το δρόμο.
 
Τα κατάφερα όμως, χωρίς καν μάχες, ούτε ένα γδάρσιμο του νου. Πήγα. Σε μια Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, γεμάτη κόσμο. Πόση Θεσσαλονίκη χωράει σ’ ένα βουκολικό δραματικό ειδύλλιο; Τόση όση χρειάζεται για να νιώσεις επιτέλους περήφανος για την πληγωμένη λαχτάρα, παιδεία κι ευαισθησία της.
 
Κούρνιασα σε μια γωνιά και βιαζόμουν να ξεκινήσει. Άντε πάρτε με μαζί σας στους λόγγους, τα βουνά και τις χαράδρες. Μάθε τε μου να αγαπώ, να λιώνω, να πεθαίνω, να πενθώ, να χύνομαι αίμα ζεστό στα χέρια του, στο χώμα, στα χόρτα, στις πέτρες. Θυμίστε μου το υλικό απ’ το οποίο είμαι φτιαγμένη.
 
 
Εκείνος βγήκε. Εκείνη τον κοίταξε. Τον βοήθησε να βγάλει το πανωφόρι του. Πλησίασε τα χείλη της. Φιλήθηκαν. Για αρκετή ώρα. Κι εμείς κοιτάζαμε αμήχανοι κι αποσβολωμένοι την αλήθεια. "Εκείνος την ήθελε/ εκείνη τον ήθελε πολύ/ στο τέλος πέθαναν κι οι δυο/ ωραίο έργο" ...Ναι αυτό είναι ένα ωραίο έργο. Ναι αυτό είναι θέατρο. Αυτό είναι ποιώ ήθος. Αυτό είναι γενναιοδωρία να μοιραστώ αυτό που κατάλαβα. Αυτό είναι ένα βαθύ συναίσθημα έτοιμο μπροστά σου. Κάντο δικό σου. Βούτηξε κι ακολούθα το. Εκείνοι έπαιζαν, ένιωθαν, γελούσαν, σκαρφάλωναν, φώναζαν, αγαπούσαν, μετάνιωναν, τραγουδούσαν, σφούγγιζαν δάκρυα, έτρεμαν κι εμείς ηδονοβλεπτικά κι αχόρταγα κοιτούσαμε την αλήθεια, το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Υλικό ονείρων. Υλικό αναπνοών. Υλικό για να συνεχίσεις. Σαν άνθρωπος, σαν θεατής, σαν πρωταγωνιστής, σαν καλλιτέχνης… της ίδιας της ζωής.
 
Απομνημονεύαμε τα λόγια και για μέρες μετά τα διαδίδαμε συνωμοτικά και παραληρηματικά και σ’ άλλους: «...είναι η αγάπη φονικό που ζωντανό σ' αφήνει... είναι η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις, μα απ’ τη γη τα πόδια σου δεν λεν να ξεκολλήσουν... αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει... αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα...».
 
Καβάλησα τη μοναξιά μου και γύρισα σπίτι. Αγκάλιασα τις προδομένες αδιαθεσίες, μελαγχολίες, ευτυχίες, τεμπελιές που μουτρωμένες με περίμεναν. Σκαρφάλωσα πάνω τους. Πλησίασα τα χείλη μου στη νύχτα και τη φίλησα. Σ’ ευχαριστώ που δεν μ’ άφησες να σε προσπεράσω.




*Γκόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, από το Εθνικό Θέατρο
**Ατομική έκθεση του Δημήτρη Φράγκου στη γκαλερί Ζήνα Αθανασιάδου, ως τις 26 Οκτωβρίου

                                                                                                         (Πρώτη Δημοσίευση 16.10.13)
Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-agapi-einai-i-monaxia-pou-prepei-ston-kathena-472#.Ul_rXsSMKQw.facebook#ixzz2iNmGjZIh

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013


Η ντουλάπα της Χάιντι

 

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Μαρίας Παπατζέλου

 

Ένα φθινοπωρινό βράδυ, πριν από 27 χρόνια στην Καλαμάτα, δυο κοριτσάκια ζήτησαν από τους γονείς τους να τις αφήσουν να παίξουν τη Χάιντι. Τι σημαίνει αυτό; Να αδειάσουν την ντουλάπα και να φορέσουν όλα τα ρούχα τους, το ένα πάνω από τ’ άλλο. (Η Χάιντι όταν ανέβηκε στις Άλπεις για να γνωρίσει και να μείνει στον παππού…είχε κάνει ακριβώς το ίδιο. Είχε βάλει όλα της τα ρούχα για να μην τα κουβαλάει. Στη συνέχεια ζεστάθηκε τόσο πολύ που τα έβγαζε ένα ένα και τα πετούσε στα βουνά προκαλώντας την οργή της θείας της που ακολουθούσε, συμμάζευε και σιχτίριζε- όσο της επέτρεπε η λογοκρισία των κινουμένων σχεδίων εκείνης της εποχής).

 

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, οι γονείς επέτρεψαν αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι και οι μικρές έπιασαν αμέσως δουλειά. Και να τα 7 βρακιά, τα 5 φανελάκια, τα 3 σορτσάκια, οι 4 φόρμες, τα 2,5 φουστανάκια και τα 17 γέλια που συνόδευαν το βάλε-στριμώξου-χώρεσε. Ή ώρα ήταν 8:15μ.μ… Πολλά παιδάκια αντίστοιχης ηλικίας και διαστάσεων είχαν ήδη πέσει για ύπνο. 8:21 έγινε ο σεισμός.

…………………………………………………………………………………………………………………………………

Μετά από λίγο στον χώρο συγκέντρωσης των σεισμόπληκτων, τα περισσότερα παιδιά, αρπαγμένα μες στον πανικό κατευθείαν από το όνειρο, δεν φορούσαν παρά εσώρουχα ή στην καλύτερη περίπτωση νυχτικά και πιτζάμες. Αντιθέτως οι δυο Χάιντες φορούσαν όλη τους την ντουλάπα. Έτσι άλλαξαν το ρου του παραμυθιού, κι αντί να σκορπίσουν στα βουνά από μπάζα και στα γκρεμισμένα σπίτια τα ρουχαλάκια τους, τα πρόσφεραν στα γνωστά άγνωστα γειτονάκια που δεν είχαν.

 

Άκουσα αυτήν την ιστορία πριν λίγες μέρες, σαν απάντηση στο σχόλιο: «Καλά πόσα ρούχα φοράς…ίδιος Χάιντι». Σε μια αμήχανη εποχή, που δεν ξέρεις πώς να φερθείς, πώς να πλησιάσεις, πώς να κάνεις χιούμορ, τι να φορέσεις, τι να μαζέψεις, τι να δώσεις και τι να πετάξεις… βρίσκεται μπροστά σου η γενναιοδωρία μιας ιστορίας που σε φορτίζει γλύκα και ευθύνη. Πάντα μπροστά στο ανυπέρβλητο, ερχόμαστε αναγκαστικά κοντά. Μιλάμε, ρωτάμε, δίνουμε. Ακόμα κι αν κάποιο αλλόκοτο τυχαίο γεγονός μας έχει δώσει την ευκαιρία να έχουμε κατιτίς παραπάνω.

 

Αναποδογυρίζω τη βδομάδα μου… Ψάχνω να βρω αν κάποιο, έστω τυχαίο, γεγονός μ’ έντυσε με ωραίες εικόνες, μ’ όμορφες σκέψεις, με μουσικές εξαίσιες, με φωνές… αν έτυχα και πέτυχα ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, αν το μοιράστηκα με τους βρεγμένους. Αν ντύθηκα με έρωτα, αγάπη και φιλιά… αν ανακάλυψα έστω για μια ακριβή στιγμή… θεραπεία για την αρρώστια. Όχι για να κρατήσω ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους, αλλά για να κάνω την αγάπη φασαρία… μήπως ακούσουν κι άλλοι.

 

Θες να παίξουμε Χάιντι; Να ντυθούμε εφτά περίσσιες ευτυχίες… για να μην τις κουβαλάμε. Να ‘χουμε τα χέρια ελεύθερα, να μπορούν να φτιάξουν, να χαϊδέψουν, να δώσουν… ν’ ανέβουν το βουνό ελεύθερα.


                                                                                                  (Πρώτη Δημοσίευση: 10.10.2013)


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-i-ntoulapa-tis-xainti-471#ixzz2hS2mBltK

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Η ιπτάμενη κουρελού






 

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Karen Hollingsworth



Αίθουσα ξένη και μεγάλη. Βρίσκομαι στο κατώφλι της. Φοράω κοστούμι, κρατώ χαρτοφύλακα. Το δουλειά έχω εγώ εδώ; Μια κουρελού στο κέντρο, πάνω της ένα τραπέζι, γύρω γύρω παράθυρα κλειστά, δυο ηχεία και πολλά καθίσματα. Διαφορετικών ειδών και μεγεθών. Από ξαπλώστρα παραλίας μέχρι μικροσκοπικό υποπόδιο. Ξύλινη καρέκλα καφενείου, ανατομική γραφείου, άβολη πλαστική, ζεστή κουνιστή, μια πολυθρόνα σκηνοθέτη, πουφ, μια άλλη ιδανική για τηλεόραση, ένα παγκάκι, μια θέση κινηματογράφου, μέχρι και σκαμνάκι του πιάνου, σκαμπό μπαρ ή εκείνα τα πάνινα τα μικροσκοπικά που κουβαλάνε οι κυρίες στην εκκλησία.
 
 
«Καλωσορίσατε στο όνειρό σας»… ακούστηκε μια φωνή. «Παρακαλείσθε να πάρετε τη θέση που σας αξίζει».

 
 
Ήμασταν πολλά περισσότερα κοστούμια απ’ ό,τι καθίσματα. Θα γίνει σφαγή… σκέφτηκα. Άρχισα γρήγορα γρήγορα να παρατηρώ και να υπολογίζω. Το ύψος και το βάθος του ονείρου. Τι συμβολίζει το κάθε κάθισμα, τι συμβολίζω εγώ μέσα του; Τι να διαλέξω;
 
Οι πρώτες θέσεις άρχισαν ήδη να καταλαμβάνονται. Πάει η ξαπλώστρα, πάει και εκείνη του γραφείου η μεγαλύτερη. Πάει κι η πολυθρόνα, αφού κάποιος βυθίστηκε κιόλας μέσα της, μα δεν πρόλαβε ούτε τα χέρια να απλώσει αφού τα μπράτσα είχαν ήθη καταληφθεί από τρεις άλλους. Ένας τέταρτος σκαρφάλωσε στην πλάτη της και κυρίαρχος μας κοιτούσε σαν αμήχανα μυρμήγκια. Ένας ανέβηκε στο τραπέζι και βρέθηκε ακόμη πιο ψηλά. Ένας άλλος καπάκωσε δυο καρέκλες κι ένα πουφ και τρεμάμενος βρέθηκε πιο πάνω από όλους. Το σκαμνάκι του πιάνου χάθηκε μέσα στις άχαρες πυραμίδες. Μια παρέα την έπεσε στον παγκάκι. Βγήκαν μπύρες από τους χαρτοφύλακες. Άνοιγαν ρυθμικά, σαν πυροβολισμοί. Ένα ζευγάρι βολεύτηκε αντικριστά σε μία μικρή. Μετά μάλωσαν. Άλλαξαν παρτενέρ. Κάποιοι καθισμένοι μετάνιωναν κι αναπροσάρμοζαν τη θέση τους. Πιο δεξιά πιο αριστερά, πιο κοντά πιο μακριά από τους άλλους. Όλοι όμως στόχευαν ψηλά. Όταν τα κεφάλια χτύπησαν ταβάνι, κάποιος έκανε την αρχή και χαμήλωσε. Πάντα αυτός που κάνει τη διαφορά έχει την εξουσία. Σαν ντόμινο τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Όταν έφτασαν στο πάτωμα και δεν πήγαινε άλλο, άρχισαν να σκάβουν. Καινούρια καθίσματα- τάφους. Ή απλώς έκαναν μια αλλόκοτη δέηση σε χθόνιους θεούς.
 
Έμεινα δειλή στο κατώφλι να παρατηρώ… Τις αρχιτεκτονικές μάχες, τα μαλλιοτραβήγματα, τα σχισμένα κουστούμια, τις τσαλακωμένες προτεραιότητες. Μια αδέσποτη βρήκε και το ηχείο, που κολλημένο επαναλάμβανε σαδιστικά «…σας αξίζει…σας αξίζει…σας αξίζει…». Κατά τ’ άλλα σούστες, καρεκλοπόδαρα, καπνοί. Πολλοί εξαντλημένοι, αρκετοί τραυματίες, μερικοί νεκροί… ακόμη και οι άπραγοι σωριαστήκαμε γυμνά κουρέλια πάνω στην κουρελού.
 
Ξύπνησα απότομα. Στο κρεβάτι πλάι μου χουζούρευε ο Οκτώβρης. Άλλαξε όνειρο… νομίζω πως μου είπε. Και γρήγορα.



*Το Μεθυσμένο Παραμύθι, ραδιοφωνικά, κάθε Παρασκευή 6-8μμ στο  www.clipartradio.gr 


                                                                                                       (Πρώτη δημοσίευση: 3.10.2013)
Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-i-iptameni-kourelou-470#ixzz2gpDWPvDm

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Τα κρυφά κρυμμένα μου




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Σπανάκη



Έκανα τα πάντα άνω κάτω. Έψαξα και βρήκα πως…

Κρύβω μέσα μου ένα χάος. Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπη με το λευκό χαρτί.
Κρύβω μέσα μου μια ντροπή, μια αμηχανία, έναν φόβο.
Κρύβω και χαρές. Και παραμύθια:
Κάθε φορά που μ’ ενοχλεί το στρώμα μου ή ο καθρέφτης. Κάθε φορά που φυτεύω ένα φασόλι και γίνεται σκάλα για τον ουρανό. Κάθε φορά που αφήνω πίσω πετραδάκια για να βρω το δρόμο της επιστροφής. Κάθε φορά που περνάω δοκιμασίες και βγαίνω λαβωμένη. Βγαίνω όμως.

Σπάνια κρύβω μέσα μου και μια νοικοκυρά. Ένα μεγαλοστέλεχος εταιρίας, έναν βολεμένο υπάλληλο, έναν εργατικό άνεργο, έναν πλούσιο τεμπέλη, μια ζητιάνα στο δρόμο, ένα όνειρο ανειλημμένο. Κρύβω μέσα μου ένα σκυλί που θέλει κόκαλα και χάδια, που ουρλιάζει τις νύχτες ή λουφάζει στον κίνδυνο. Κρύβω μέσα μου κάποιον που ετοιμάζεται να φουντάρει από τον πέμπτο. Ή εκείνον που θα τον μεταπείσει.

Κρύβω μέσα μου κι ένα θεό. Δεν έχει τα μάτια του Ιησού του Τζεφιρέλι, ούτε την κοιλιά του Βούδα, τα φτερωτά πατούμενα του Ερμή, τα 4 χέρια του Βισνού. Φανερώνεται κάθε φορά που ερωτεύομαι, ονειρεύομαι, μεθάω και αγαπάω. Ποτέ όμως όταν τιμωρώ.

Κρύβω μέσα μου κι έναν διάολο. Κάθε φορά που σωπαίνω μπροστά στο παράλογο. Κάθε φορά που μιλάω και λέω πάντα το σωστό. Κάθε φορά που τραγουδάω στο δρόμο αργά το βράδυ δυνατά την δημοκρατία μου. Κάθε φορά που βγαίνω στο μπαλκόνι και σιχτιρίζω γιατί δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ. Κάθε φορά που ξεχνάω ότι υπήρξα κάποτε και η άλλη πλευρά. Κάθε φορά που δεν θέλω να μ’ αγγίζουν. Κάθε φορά που αρνούμαι να βοηθήσω ή να μοιραστώ. Κάθε φορά που αρνούμαι το διαφορετικό. Που το αποφεύγω… σαν λιβάνι. Κάθε φορά που σκοτώνω τη ζωή μου με μικρότητες. Κάθε φορά που χρησιμοποιώ τη λέξη σκοτώνω: όταν σκοτώνω μια ιδέα, όταν σκοτώνω ένα όνειρο, μια ανθρωπιά, μια κλήση, μία σχέση, όταν σκοτώνω την ώρα μου, σκοτώνομαι με έναν φίλο μου ή σκοτώνομαι στο φαΐ, στα ψώνια, ακόμη και στη δουλειά.

Ως εκεί όμως. Οι φόνοι εντός μου είναι αρκετοί.
Όσο κι αν έψαξα κρυμμένο φασίστα δεν βρήκα. Δεν βρήκα την αρρώστια να θέλω να εξαλείψω ό, τι δεν μου ταιριάζει. Ό,τι δεν κουμπώνει με τους κρυφούς ή φανερούς εαυτούς μου. Δε βρήκα άρια καταγωγή ούτε ανωμαλία συνείδησης ταπεινότητας κι ανθρωπιάς.

Έβαλα σε σειρά τα εύρετρα, τα μέτρησα, τα ζύγισα, τα ζωγράφισα, τα άκουσα μες το χάος να μου τραγουδούν, σιγά στην αρχή κι έπειτα όλα μαζί σαν φως, σαν κοινή ανάσα, σαν κοινό σύνθημα σε πορεία: «…μείζων δὲ τούτων ἡγάπη». Αυτή δεν κρύβεται. Μόνο δείχνει τον δρόμο.
Ακολούθα την…




                                                                                                     (Πρώτη δημοσίευση 26.09.21013)

Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ta-krifa-krimmena-mou-469#ixzz2g4WxNft6

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013


Μεθυσμένο Παραμύθι




 

-Από το δελτίο τύπου της ραδιοφωνικής εκπομπής (Ιούλιος 2006)-

 

 
 

 “...Παραμύθι” γιατί πρόκειται για μουσικές επιλογές, γεφυρωμένες με λόγο παραμυθιού, αφηρημένο, ποιητικό αλλά και με έμμεσες νύξεις στην κοινωνική πραγματικότητα. 

“Μεθυσμένο…” γιατί “τρεκλίζει” σε μουσικά μονοπάτια εναλλάσσοντας τις διαθέσεις του.

Η βόλτα του “μεθυσμένου παραμυθιού” περιλαμβάνει μουσικά κομμάτια rock, έντεχνα ελληνικά, ρεμπέτικα, jazz, ορχηστρικά, soundtracks, ήχους από μακρινές χώρες,  ήχους δικούς μας παραδοσιακούς…

Δείχνοντας, πάντα, σεβασμό στη μουσική, προσκαλεί τους ακροατές σε μια ωριαία περιπέτεια  στον κόσμο της φαντασίας, εκεί που καταργούνται οι ταμπέλες και τα είδη και πρωταγωνιστούν μόνο οι αισθήσεις.

Γιατί το ραδιόφωνο έχει τη δυνατότητα προκαλώντας την ακοή, να εκπέμψει μυρωδιές και γεύσεις, εικόνες που δεν προσφέρονται έτοιμες αλλά συνδημιουργούνται εκείνη τη στιγμή από πομπό και δέκτη.

Το “μεθυσμένο παραμύθι”, παρά τις κυκλοθυμίες του, δίνει μια νότα δροσιάς και, όσο μπορεί, αισιοδοξίας.

 

 Όχι γιατί ο κόσμος είναι ρόδινος

αλλά γιατί χρειαζόμαστε ρόδινα “όπλα” για να τον αντιμετωπίσουμε.
 
 
 



ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ (2007)- σκηνοθεσία Βιργινία Τσιτιρίδου
 
 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Το δικό μου Ναύπλιο (ΤΑΞΙΔΙΟΚΤΗΤΙΚΟ 4)







Μάρτιος 1996 και αποφασίζουμε με τη Ρηνιώ να επισκεφτούμε τη φίλη Μαρία στην Πάτρα. Λίγο μετά το καρναβάλι και τα τελευταία κομφετί ακόμη σφηνωμένα στα πλακόστρωτα. Από την Πάτρα δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε το μικρό σπιτάκι της Μαρίας, ούτε κάποια λαχτάρα ή ζήλια για την ξεγνοιασιά της φοιτητικής ζωής σε άλλη πόλη. Ίσως μόνο έναν απόηχο μυρωδιάς κρασιών από την επίσκεψή μας στο Αχάια Κλάους. Το ενδιαφέρον της εκδρομής στην Πάτρα ξεκινάει όταν πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε για τριήμερο στο Ναύπλιο.

Ο ναυπλιώτικος ουρανός μας υποδέχτηκε γκρίζος πάνω από μια πόλη όμορφη και παράξενα θλιμμένη. Βρήκαμε ένα φτηνό  δωμάτιο και αρχίσαμε τις βόλτες. Το γραφικό Μπούρτζι, το γραφικό ταβερνάκι, τα γραφικά στενά κι εμείς πιο γραφικές από ποτέ, ψάχναμε να βρούμε την περιπέτεια εκεί που δεν υπήρχε. Σε αυτούς τους δρόμους περπατούσε ο Καποδίστριας, λέγαμε με στόμφο και σκάγαμε στα γέλια. Και να τα κρασιά, τα φιστίκια, οι πολύωρες αδιέξοδες παρτίδες σκάκι και μια άγουρη μελαγχολία… από κείνες τις πρώτες των 20 παρά… που δεν σου ‘ρχονται ακριβώς τα πράγματα όπως τα φανταζόσουν, που ‘χεις την ελευθερία να κάνεις εκδρομές, τρέλες κι εξορμήσεις μα το μέσα σου δεν μπορεί να τις υποστηρίξει. Πόσο μάλλον η φωτογραφική μηχανή.











Μέσα σ’ όλα αυτά λοιπόν, είχα και στο νου μου να βρω ένα συγκλονιστικό δώρο για έναν άνθρωπο που όσο πιο πολύ απομακρυνόταν, τόσο πιο κοντά μου τον ένιωθα. Είχε γενέθλια πριν λίγες μέρες και κάθε χρόνο ο μαραθώνιος ανεύρεσης του κατάλληλου δώρου, μου ‘δινε έναν σημαντικό λόγο άγχους, αγωνίας και ύπαρξης. Έτσι λοιπόν, σε μια από τις ατέλειωτες άδειες ναυπλιώτικες περιπλανήσεις, γέμισε το βλέμμα μας το «Ενώτιον»: ένα μικρό μαγαζάκι σε ένα στενό με πολύχρωμες φιγούρες Καραγκιόζη.








Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτόν τον μαυρομάτη καμπούρη και στις γκάφες του μα οι κρεμασμένες φιγούρες από πεπιεσμένο χαρτόνι και ύφασμα, αποκάλυπταν έναν μαγικό κόσμο φαντασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Χατζηαβάτης, ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο Νιόνιος, το κολλητήρι… σε καλούσαν να επινοήσεις από την αρχή τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσαν. Τις ατάκες, τις φωνές, τη μουσική, ακόμα και τα επιφωνήματα του κοινού στη θέα τους. Έβλεπες μεγάλα καράβια καμωμένα με απίστευτη λεπτομέρεια. Με καλοτάξιδους ανέμους να κουνάνε τα πανιά και μακρινούς ορίζοντες να τα γητεύουν. Παραδίπλα γοργόνες με λικνιστές ουρές πλάι σε παιχνιδιάρικα δελφίνια. Ένας άγγελος επιβλητικός, άσπιλος και πανέμορφος. Ένα μπαλωμένο ποτιστήρι. Έτοιμο να ρίξει χρυσή βροχή ν’ ανθίσει ομορφιές ο άδικος κόσμος. Ένας ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι. Ένας περήφανος πλουμιστός κόκορας, σχεδόν να θες να τον ακούς να ξεφωνίζει κικιρικικι κι ας σε ξυπνάει κάθε πρωί. Ένα Σαράι, να καίγεσαι να μπεις μέσα κι ας φας και ξύλο στο τέλος του έργου. Να γουργουρίσεις τις πολυτελείς του λιχουδιές κι ας κοιμηθείς και νηστικός μετά. Ένας φωτογράφος καλά κρυμμένος μέσα στην κουκούλα του, λίγο πριν απαθανατίσει εσένα που μαγεμένος στέκεσαι και τον κοιτάς σαν χάνος. Ένας τύπος με μια λατέρνα στην πλάτη και ένας άλλος με μακρύ χέρι να χαϊδεύει το στρόφαλο. Να βλέπεις ένα ξανθό γυναικείο πρόσωπο πάνω στη λατέρνα- ίδιο η Μελίνα- και να νομίζεις πως ακούς τη μουσική και το ντινγκ του κέρματος πάνω στο τάσι.







Πάντα λάτρευα τους παράφορους έρωτες με άγνωστα αντικείμενα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είτε κεραυνοβολείσαι και αγοράζεις επί τόπου το συγκλονιστικό σου δώρο… είτε αφήνεις την αίσθησή του να κάτσει λίγο μέσα σου και να σε στοιχειώσει. Μαζοχιστικά, επέλεξα το δεύτερο κι έτσι άφησα τις φιγούρες να παρελαύνουν στο μυαλό μου μια ολόκληρη μέρα. Να πάρω τον φωτογράφο ή τους λατερνατζήδες; 12.000 δραχμές; Θα μου φτάσουν τα λεφτά; Ο φωτογράφος ταιριάζει καλύτερα αλλά η Μελίνα πάνω στην λατέρνα δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω. Αχ «…αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι…» [i]να μου ψιθυρίζει, ακόμη και στον ύπνο μου, η βραχνή φωνή της. Πέρασα και το βράδυ από το μαγαζί και χάζευα για ώρες τη βιτρίνα. Σαν ν’ άκουσα κιόλας να μου διαδηλώνουν από μέσα: «….κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη…».[ii] Κι έτσι ξαφνικά, κούμπωσαν οι στίχοι με το δώρο, δικαιολογήθηκε η επιλογή μου: «Ε ναι λοιπόν… θα το πάρω… και θα είναι η λατέρνα». Ανάσανε και η καημένη η Ρηνιώ που είχε διοριστεί στωικός αποδέκτης όλου αυτού του παραληρήματος.

Θα φεύγαμε με ΚΤΕΛ το απόγευμα κατά τις 6. Πρωί πρωί λοιπόν κατευθυνόμαστε προς την οδό Σταϊκοπούλου και στο «Ενώτιον». Κεπέγκια κατεβασμένα. Ρωτάμε στο διπλανό μαγαζί και μαθαίνουμε ότι η κοπέλα θα ανοίξει πιο αργά το μεσημεράκι. Πώς να περάσει η ώρα… πάμε για καφέ και σκάκι. Και να τα ροκέ, τα σαχ από δω και σαχ από κει, και μια αφηρημένη βασίλισσα να πέφτει ηρωικά στον αγώνα και ένας αθέατος στρατιώτης ασθμαίνοντας να φορά το κοστούμι της, να λεηλατεί πύργους κι αυτοί να αντιστέκονται, άλογα μανιασμένα να καλπάζουν… τρελοί να μας βγάζουν τη γλώσσα… πόσες ώρες αδέξια παλεύαμε στα ασπρόμαυρα τετραγωνάκια; Τόσες όσες χρειαζόταν για να ανοίξει το μαγαζί και μετά από λίγο να ξανακλείσει. «Αχ η Ειρήνη μόλις έφυγε» μας είπε ο γείτονας κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. «Σε ποιον ανήκει το μαγαζί… ποιος κάνει αυτές τις πανέμορφες φιγούρες;» ρώτησα κλαίγοντας σχεδόν… «Η Ειρήνη που το κρατάει είναι ξαδέρφη του… ο Γιάννης ο Κόκκορης τις φτιάχνει… ψάξτε στο καφενείο μπορεί να είναι εκεί».

Η ώρα ήταν 4. Είχαμε 2 ώρες μπροστά μας να βρούμε τον Γιάννη Κόκκορη. Ή την ξαδέρφη την Ειρήνη. «Η Ειρήνη πήγε στην Πρόνοια», λέει ο γείτονας. Ασπίς; Κοινωνική πρόνοια; Τι σκατά είναι αυτή η πρόνοια πάμε να τη βρούμε. «Προάστιο, έξω από το Ναύπλιο, πήγε για μάθημα γερμανικών». «Πάμε στο μάθημα να τη φέρουμε πίσω…» έλεγε κι η Ρηνιώ. Όχι, θα χάσουμε χρόνο, πρέπει να βρούμε τον Γιάννη. Τον Γιάννη τον Κόκκορη… κι η καρδιά μου να  χτυπάει σαν τρελή. Πάμε στο καφενείο. «Ο Γιάννης ήταν εδώ, μόλις έφυγε». «Πηγαίνετε στο μουσείο…ίσως είναι εκεί». Τρέχουμε στο μουσείο. Κλειστό. Πάμε στην πλατεία στο άλλο καφενείο. «Ο Γιάννης πέρασε πριν από λίγο». Ξαναπερνάμε μπροστά από το μαγαζί. Ακόμα κλειστό. Ο γείτονας σηκώνει τους ώμους. Η ώρα είχε πάει 5. Τρέχουμε πάλι στην πλατεία, στο μουσείο, στο καφενείο, στο μαγαζί. Παίρνουμε έναν κατάλογο και κατασκηνώνουμε μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο. Αρχίζω και τηλεφωνώ σ’ ό,τι Κόκκορη έβρισκα μπροστά μου. Βρήκα τη θεία του, έναν ξάδερφο, μια συνωνυμία, ένας δεν απαντάει, άλλος μιλάει… δες ρε Ρηνιώ το γράφει καθαρά… Γιάννης Κόκκορης Καραγκιοζοπαίχτης… το βρήκαμε… το σηκώνει η μάνα του: « Σας παρακαλώ… ελάτε να ανοίξετε το μαγαζί… θα φύγουμε είναι επείγον… είναι ζήτημα ζωής έρωτα και θανάτου… σας ικετεύω… θα σπάσω τη βιτρίνα… θα το πάρω, θα αφήσω και τα λεφτά… και για τη λατέρνα και για το τζάμι… σας παρακαλώ» «Δεν έχω τα κλειδιά κορίτσι μου… πρέπει να βρείτε τον Γιάννη».
 
«Ούλελέ μου… πού είσαι άγνωστε Γιάννη, να σε χαρώ…» κραύγαζε η μικρή τραγωδός στη μέση της πλατείας κι ο θρήνος έφτανε ίσαμε το Παλαμήδι… σκαρφάλωνε τα 999 σκαλιά και γυρνούσε άπραγος πίσω.
 
Η ώρα έχει πάει 6 παρά. «Φύγε Ρηνιώ…» λέω πένθιμα «…γύρνα μόνη σου στην Πάτρα, εγώ θα μείνω να τον ψάχνω». Η Ρηνιώ ανένδοτη… «θα μείνω μέχρι τέλους». Κουρασμένες, καταϊδρωμένες με την απογοήτευση να βαραίνει ακόμα και τις σκιές μας, κατευθυνθήκαμε προς το ΚΤΕΛ για να αλλάξουμε τα εισιτήρια. Περνώντας για 7η φορά από την οδό Σταϊκοπούλου βλέπουμε από μακριά μια σκοτεινή φιγούρα να ανεβάζει τα κεπέγκια. Ο χρόνος έχει παγώσει.

«Γιάννηηηηηηηη….» τσιρίζουμε και οι δυο και τρέχουμε κατά πάνω του. Αυτός τρομάζει αρχικά κι έπειτα ανοίγει τα χέρια να μας προϋπαντήσει. Φρενάρουμε λαχανιασμένες λίγο πριν την αγκαλιά του… μας κοιτάει από πάνω ως κάτω… χαμογελάει… και δειλά δειλά ψελλίζει… «Ποιες είστε;»
 
Αυτός πάντως ήταν μελαχρινός, μεγάλος -σκεφτήκαμε τότε- γύρω στα 35, με μακρύ μαλλί και μούσι. Φορούσε ενώτιο στ’ αφτί κι ένα σκούρο χοντρό παλτό. Πριν προλάβουμε να του πούμε ποιες είμαστε και τι τον θέλουμε… σκάει μύτη όλο το Ναύπλιο στην πόρτα, λέγοντας του πως τον ψάχνουν δυο κοριτσάκια… «α σε βρήκανε…». Με τα πολλά του λέμε την ιστορία, γελάει… «μου φτιάξατε τη μέρα» λέει. Ούτε τότε, ούτε τώρα ξέρω πολλά για αύρες… αλλά αυτός ο άνθρωπος εξέπεμπε κάτι τόσο φωτεινό, ζεστό και γοητευτικό που σε παρέλυε. «Όποτε ξαναβρεθείτε στο Ναύπλιο, ελάτε να τα πούμε να πιούμε κάνα τσίπουρο παρέα». Θα το κάνουμε Ρηνιώ… αυτόν τον άνθρωπο θα τον ξανασυναντήσουμε… είμαι σίγουρη. Κρατήσαμε και το σωστό τηλέφωνό του, μην τύχει και τον ψάχνουμε και δεν τον βρίσκουμε πάλι.

Οι περιπέτειες του δώρου βέβαια συνεχίστηκαν… μια που το ξέχασα στο σπίτι στην Πάτρα, έβαλα τον οδηγό κι ένα ολόκληρο λεωφορείο να με περιμένει, να τρέχω σαν παλαβή, να ξυπνάω τη Μαρία, να μου δίνει κουνώντας το κεφάλι το περιβόητο μπλε πακέτο, να το αγκαλιάζω σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποδοχή του συγκλονιστικού δώρου δεν ήταν ανάλογη της συγκλονιστικής κατάκτησής του… αλλά δεν είχε σημασία πια. Είχε ξεφύγει πλέον από τη σφαίρα της προσφοράς και είχε περάσει σε άλλο επίπεδο.

Ο καθένας μας έχει ένα ολόκληρο στοκ από ιστοριούλες. Αυτές που λέμε σε μεγάλα κέφια, που επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά, που προσθέτουμε σάλτσες με τα χρόνια ή ξεχνάμε πολύτιμες λεπτομέρειες. Αυτή, ως εδώ, ήταν απ’ τις αγαπημένες μου. Γνωρίσαμε και μια κοπέλα από το Ναύπλιο που τον ήξερε καλά γιατί παίζανε μαζί Καραγκιόζη. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και τον γνωρίσαμε. Και βρίσκεται εκεί. Και ανά πάσα στιγμή θα πάμε να τον ξαναβρούμε.
 
Το φθινόπωρο του 1999, καθώς σιγόβραζα ακόμη μια τάση φυγής, δήλωσα στη Ρηνιώ ότι σκόπευα να πάω για Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο. «Μην πας». Γιατί; «Μην πας…». Μα γιατί; «Μην ρωτάς και μην πας…σε παρακαλώ». Ο Γιάννης ο Κόκκορης, ανακάλυψε μέσα του έναν καλπάζοντα καρκίνο και μέσα σε ελάχιστους μήνες… έφυγε.







Πήγα. Βρήκα την ξαδέρφη. Πήρα φιγούρες. Της είπα. Γέλασε. Μου ‘δωσε φωτογραφίες του. Ένας ολόκληρος ουρανός «το λευκό του σεντονάκι…» ήλιος σιαμαίος με φεγγάρι «η λάμπα του η τρελή…» να ‘χει να παίζει, να δημιούργει και να ψυχαγωγεί τους πάνω. Ίσως να ξέρει πλέον και την πολυπόθητη απάντηση για το «ποια αγάπη τάχα μας φυσάει…». Ε να λοιπόν… που οι ωραίες ιστορίες και οι ωραίοι άνθρωποι δεν είναι εδώ για πάντα να σε περιμένουν.

Το καλοκαίρι του 2001 παρακολούθησα ένα σεμινάριο υποκριτικής με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Μας έβαζε λοιπόν ο Θωμάς να λέμε μεταξύ μας ιστορίες. «Παρατηρήστε την αμεσότητα», έλεγε… «το ενδιαφέρον… τη χαραμάδα που μένει μισάνοιχτη να βγει μια κρυμμένη αλήθεια πίσω από την διήγηση. Κι εσείς που μιλάτε… παράλληλα παρατηρείστε… πώς σας ακούν οι άλλοι;». Οι άλλοι ήταν εκεί, άκουγαν με προσοχή, γελούσαν, μπορεί να θυμήθηκαν και κάτι δικό τους… μετά έγινε παύση. Στεναχωρήθηκαν. Είναι άδικο… μπορεί να είπαν. Το δικό μου Ναύπλιο πάντως, σαν μνημόσυνο σε αυτόν τον άγνωστό μας καραγκιοζοπαίχτη, ψηφίστηκε ως η καλύτερη ιστορία. Όχι απαραίτητα γιατί τη διηγήθηκα καλά, αλλά μόνο και μόνο γιατί την έζησα. Ως το τραγικό της τέλος. Όσοι την αγάπησαν, με ειδοποιούσαν εκείνον τον καιρό, όποτε πήγαιναν στο Ναύπλιο ή διάβαζαν κάτι για αυτόν. Λάμβανα συνεχώς μηνύματα «γίνεται φεστιβάλ καραγκιόζη στη μνήμη του» «έχει αφιέρωμα στην κρατική τηλεόραση» «πάρε εφημερίδα… λέει για τον δικό σου». Όποιος δε, περνούσε από το «Ενώτιον», μου έφερνε αναμνηστική και μια φιγούρα. Ένιωθα περήφανη… τον σύστηνα στον κόσμο… σαν να τον κρατούσε η ιστορία μου ζωντανό. Για τους φίλους του βέβαια και τους κατοίκους του Ναυπλίου, ήταν περιττά όλα αυτά. Χρόνια μετά τον θάνατό του, ακόμη σκύβουν το κεφάλι όταν κάποιος αναφέρει το όνομά του. «Δεν περνάει όμορφη βραδιά χωρίς να θυμηθούμε πόσο λείπει…» είπε κάποιος κι έδωσε στο χώμα και στον Κόκκορη να πιει απ’ το ποτήρι του.

Δεν το ξέρω το Ναύπλιο, το ομολογώ- αν και πήγα πολλές φορές από τότε. Γνώρισα κι άλλους ωραίους ανθρώπους… τη Σίσσυ, τον Τασούλη… εκεί σπούδαζε η Φωτεινή, μου ‘δωσε ένα ποδήλατο και μ’ άφησε να το γυρνάω.



Η κτητικότητα του τίτλου αναφέρεται στο μοίρασμα μιας αγαπημένης  προσωπικής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο σήμα κατατεθέν μιας πόλης και μιας τέχνης που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι «…σαν τον Καραγκιόζη». Κι ίσως να μπορεί ακόμη να παρέχει μια σκιά ικανή να φιλοξενήσει όποιο «παιδί… δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει…».










Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-taxidioktitiko-4-0#ixzz2aoa6EJKg

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 29.7.13)