Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Τα Τέρατα του Κόσμου

 

-Ξέρεις πώς είναι να ξυπνάς με θυμό; Να τα βάζεις με τον ήλιο, τα σύννεφα, τη βροχή, το ταβάνι, τα παντζούρια, το πάπλωμα, το πάτωμα, τα όνειρα;

 

 

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Δημήτρη Ζαχαράκη


 
 
Μια μάνα κρατάει στην αγκαλιά της το μονάκριβο και του σιγοψιθυρίζει:

«Ύπνε που ζεις εκεί μακριά, κανένας δε σε ξέρει
Κι όμως όλοι βυθίζονται στα άγνωστά σου μέρη…
Είναι παιδί τ’ αγόρι μου, άνδρας θέλει να γίνει
Να’ ναι γεμάτος με φωτιά, και τη φωτιά να σβήνει
Χείμαρρους να ’χει στην καρδιά, και στην ψυχή γαλήνη


Γαλήνη… Ο γιος ακόμη δεν κοιμάται κι η μάνα αναγκαστικά συνεχίζει…

«Γαλήνη…Όνομα γυναικείο. Μεγάλη η ευθύνη αυτής που το φέρει. Όπως κι αυτή της Αγάπης, της Ελπίδας, της Ευτυχίας… Αχώριστες φιλενάδες κι οι τέσσερις. Μαζί έπλεκαν, κεντούσαν, γελούσαν, μάζευαν λουλούδια και τα κάρφωναν η μία στα μαλλιά της άλλης. Όποτε περνούσε κάποιος θαμπωμένος νέος από τη γειτονιά, αυτές ανοιγόκλειναν λάγνα τα βλέφαρα κι έστρεφαν αλλού τα χείλη, μην τύχει και προλάβει ο άμοιρος να δει πως του ‘βγαζαν τη γλώσσα…»

Πού να κοιμηθεί το μονάκριβο… η μυρωδιά της μάνας αρχίζει και μπλέκεται με το άρωμα των τεσσάρων. Φαντάζεται τη μία καστανή, τη δεύτερη ανεκπλήρωτη, την άλλη άπιαστη, την τελευταία σπάνια μα ροδομαγουλούσα.

«Έτσι ήταν ακριβώς, αγόρι μου», λέει η μάνα η μάγισσα η τίποτα-δεν-μου-ξεφεύγει. «Η Γαλήνη καστανή, η Αγάπη ανεκπλήρωτη, η Ελπίδα άπιαστη, η Ευτυχία σπάνια- με κόκκινα μάγουλα, ή χωρίς. Η φήμη τους έφτασε μέχρι τα πέρατα τα τέρατα του κόσμου. Όλοι γι’ αυτές μιλούσαν, τις εύμορφες, ακριβοθώρητες και ψηλομύτες».

Καινούριες λέξεις και το άγρυπνο μονάκριβο προσπαθεί ν’ αποστηθίσει, να ‘χει καβάντζα, όταν κάποτε ο έρωτας του κλέψει τη λαλιά.

Η μάνα όμως δεν χάνει τον στόχο της ποτέ: «Ο θρύλος της γλυκιάς συμμορίας των τεσσάρων έφτασε και μέχρι το σκοτεινό βασίλειο του Ύπνου. Άρχοντας σωστός με παλάτια, πλούτη, δούλους όνειρα κι εφιάλτες». Νάτος ο μονάκριβος, δειλά κι ανυποψίαστα στην πύλη του διαβαίνει.

«Ο βασιλιάς Ύπνος δεν παίρνει γουρούνι στο σακί. Τις δοκίμασε και τις τέσσερις. Θα πάρει όμως αυτήν που του κουμπώνει. Πήρε στα μπράτσα του πρώτα την Αγάπη. Ξενύχτησε χαζεύοντας τα όμορφά της κάλλη. Μπροστά σε τέτοια ομορφιά, άχρηστα τα πλούτη του κι όλα τα μαγικά του. Έπειτα έπιασε και πιάστηκε στα δίχτυα της Ελπίδας. Ένας ιστός τόσο λεπτός, γύρω απ’ την ψυχή του. Ξενύχτησε να τον ξεμπλέξει. Έπειτα άγγιξε τη σπάνια τη ροδομαγουλούσα. Γέμισε το παλάτι του με φως. Πώς να κοιμηθεί με τόση Ευτυχία; Ποια του ‘μεινε, λοιπόν;», τσεκάρει η μάνα το μονάκριβο. Μα αυτός δεν απαντάει. Γαλήνεψε το πρόσωπο, τα μέλη, το μυαλό του.

Όταν κάποτε το μονάκριβο μεγάλωσε, δεν κόστιζε πια τόσο ακριβά. Ξεπουλήθηκε στον Ξύπνιο, στο Χρόνο, στο Θυμό, στην Αδικία. Μα αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι κι η μάνα η μάγισσα η τίποτα-δεν-μου-ξεφεύγει δεν μπορούσε τότε να φανταστεί.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-456#ixzz2aiZjl89R
http://bibliotheque.gr/?p=19164

                                                                                                             (Πρώτη Δημοσίευση: 21.3.13)