Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Perfect Day


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Σπανάκη

Μέρα πανέμορφη. Κι ας μην ήπιαμε σαλέπι στο πάρκο. Ούτε είχε καμιά ταινία της προκοπής. Ούτε ξέρω πού βρίσκεται ο ζωολογικός κήπος. Ούτε ταΐσαμε έστω κανένα αδέσποτο. Πάντως μέρα πανέμορφη. Κάπου μέσα ήσουν κι εσύ. Διάλεξε:

Από χθες το βράδυ ακόμα. Η κόρη του έγινε 18 χρονών. Βγήκε έξω με τις φίλες της. Ο πατέρας έκανε βόλτες στην άδεια Βαλαωρίτου. Περίμενε να τις γυρίσει σπίτι. Άκουσε Lou Reed, Bach, Μπακιρτζή και μπήκε. Ήπιε ένα κρασί. "Πού τα βρίσκεις και τα βάζεις;" με ρώτησε. Σε λίγο ήρθε και το 18χρονο πλέον μπουμπούκι. "Άντε μπαμπά έχω σχολείο αύριο". Της αφιέρωσα τον Αλκίνοο να λέει... τα γόνατά μου κάνουν χρίτσι χράτσα... μεγαλώνωωω. "Ό,τι επιθυμείς κορίτσι μου", είπα σαν μεγάλη. "Αυτό που επιθυμώ είναι να γίνω φοιτήτρια και τίποτα άλλο", είπε. Κι όμως τα μπουμπούκια ακόμη ονειρεύονται...σκέφτηκα… είναι κι αυτό κάτι.

Κι όμως την άλλη μέρα το’ χα κιόλας ξεχάσει.

Ο φωταγωγός πάντως από νωρίς ξερνούσε φωνές. «Είμαι ο Νικήτας». «Και ο Νικήτας είναι εντάξει». «Είμαι η Μαρία…», «..ο Γιώτης», «..η Βιβή», «..ο Χρήστος», «..ο Πάνος» …όλοι εντάξει. «Καλή χρονιά», ξεφώνισα κι εγώ μέσα από σαπουνάδες. «Ποια είσαι;», αντιτσίριξε ο φωταγωγός. Δε μίλησα. Συνέχισα ατάραχη το μπάνιο μου. Φοβήθηκα μην με πείσουν οι δυνατές φωνές τους πως κι εγώ εντάξει είμαι κι άντε μετά να στύψεις το εντάξει να το κάνεις λέξεις, πράξεις, ύφος. Άντε μετά να το υπερασπιστείς.

Στέγνωσα τα μαλλιά, πασαλείφτηκα με κρέμες, κολόνιες, κασκόλ, άγχος κι επιφύλαξη και βγήκα στον κόσμο.

Μέρα ασήμαντη. Σχεδόν. Κλάδεψαν τα δέντρα κι ο ουρανός ακκίζεται συνεχώς. Και να τα γαλάζια, τα μαβιά, τα μπλε γκρι… τα ελαφρά πορτοκαλιά, τα βαριά κόκκινα. Κάνω πως δε βλέπω. Βιάζομαι λέμε.

Στο ταχυδρομείο έχει κόσμο. Κοιταζόμαστε και περιμένουμε. Καπνίζουμε, βοηθάμε έναν παππού ν’ ανέβει τη σκάλα, κλέβουμε ευχές, τσαλακώνουμε τα χαρτάκια μας. Μέγιστος χρόνος αναμονής: 7 λεπτά πριν. Και να το θείο δώρο: ένα νούμερο λιγότερο, ένα νούμερο σε λίγο… τρυπώνει σχεδόν κρυφά στο χέρι μου. Πάω, η υπάλληλος γελάει (;!) δίνω το γράμμα, κολλάω το γραμματόσημο, φεύγω. Μέρα καλύτερη.

Πολύ. Μια χειραψία πιο κει, τρία γεια παραπέρα, 1,5 χαμόγελο στο φούρνο, ένα τσίπουρο στο τραπεζάκι απ’ έξω, καυτερή πιπεριά- γιατί όχι, λίγο χιούμορ στο μανάβη, στο σούπερ μάρκετ μια κυρία ρωτάει πώς γίνονται οι φουσκάλες στον καφέ, μια άλλη παινεύεται για τις καλές της πίπες (μπορεί ν’ άκουσα και λάθος)- αναθάρρησα.

Μέρα υποσχόμενη. Κάτι όμορφο πήρα και βιάζομαι να το ανταποδώσω. Χαιρετάω πρώτη. Στέκομαι. Θέλω να μάθω. Τι κάνεις; «Πεθαίνει η ανιψιά μου, 11 χρονών, όγκος στο κεφάλι. Οι γονείς τη μαλώνουν γιατί κάθεται στραβά. Ένα χυμένο σκιαχτράκι στην καρέκλα. Άμυνα, δε λέω, αλλά δεν θέλω το πλασματάκι μου να φύγει έτσι. Συγγνώμη. Σου μαύρισα την ψυχή;» Όχι βέβαια… μου θύμισες τα χρώματά της.

Τότε είδα πίσω από τα κλαδεμένα δέντρα τον ουρανό. Τις αποχρώσεις μιας καθημερινότητας τόσο ασήμαντης μα τόσο σπουδαίας. Έτρεξα γρήγορα σπίτι. Άνοιξα το παραθυράκι του μπάνιου και φώναξα με δύναμη, λαχανιασμένη και υγρή: ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ. ΠΟΛΥ.
Ελπίζω αύριο να το θυμάμαι ακόμα.
 


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-448#ixzz2aeWsW5a0

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 24.1.13)