Ο Κωστής, τέλη της δεκαετίας του 90, ένιωθε και ήταν πλούσιος. Είχε παρατήσει το πανεπιστήμιο, είχε σταματήσει το χαρτζιλίκι από τους γονείς στο χωριό και απολάμβανε με καμάρι τη νυχτερινή ζωή της πόλης δουλεύοντας σε μπαρ. Καταξιωμένος, σοβαρός και αλητήριος, κέρδιζε την εμπιστοσύνη αφεντικών και θαμώνων. Κάθε βράδυ έβλεπε την μπάρα να γεμίζει δικούς του πελάτες. Χθεσινούς αγνώστους, που γούσταραν να τον βλέπουν να χειρίζεται σαν μάγος τα μπουκάλια, να τους προλαβαίνει σερβίροντας το αγαπημένο τους ποτό, να αστειεύεται, να ακούει, να σωπαίνει, να φλερτάρει, να κόβει, να ράβει με τον αέρα επαγγελματία που χαίρεται αυτό που κάνει και δεν έχει ανάγκη κανέναν.
Εκείνο το καλοκαίρι, αφού απέρριψε πολλές προτάσεις, επαγγελματικές και μη, κίνησε να δουλέψει με τους δικούς του όρους στο νησί. Είχε το αμαξάκι του, τον λευκό του σκαραβαίο, τη μισή μέρα ελεύθερη και το βράδυ τύπος και υπογραμμός, στις επάλξεις του καλύτερου μπαρ του νησιού. Και γέμιζε η μπάρα με κορίτσια, με αγόρια, με μεσήλικες, με ηλιοκαμένες φατσούλες που γλεντούσαν σαν να ήταν οι τελευταίες τους διακοπές. Και να τα σφηνάκια, οι προπόσεις, τα σέικερ, οι εξομολογήσεις, τα κοκτέιλ, οι ιστορίες, τα σκέτα μαλτ, τα ρούμια πορτοκάλι μέχρι το πρωί. Πέρασαν πολλές ζωές, μεζούρες, και δραχμές από τα χέρια του. Κι αφού έφευγε κι ο τελευταίος παραπατώντας στο καλντερίμι, ο Κωστής, πλήρωνε το προσωπικό κι έκλεινε ταμείο. Τύλιγε το μασούρι των εισπράξεων, το ‘χωνε στην τσέπη για να το παραδώσει ακέραιο την άλλη μέρα στο αφεντικό. Έκλεινε τα φώτα, έβαζε Keith Jarrett στο πιάνο, Lagavulin στο ποτήρι και χάζευε τα χρώματα να αλλάζουν στον ουρανό.
Τρεις μήνες και κάθε μέρα κέρδιζε όλο και πιο πολλά χρήματα, πόντους και αγάπη από το νησί. Το τελευταίο του βράδυ, οργανώθηκε ερήμην του και προς τιμήν του γλέντι τρικούβερτο. Οι μισοί έκλαιγαν, οι άλλοι μισοί μέθυσαν τόσο που ξέχασαν γιατί πίνανε. Κι αυτός εκεί, σέρβιρε γελούσε δίπλωνε προσεχτικά χαρτάκια με τηλέφωνα και διευθύνσεις για πιθανές χειμερινές επικοινωνίες, κι ανυπομονούσε να μπει στο καράβι την άλλη μέρα το απόγευμα και να εξαφανιστεί από όλο αυτό το γλυκό δέσιμο, όσο το άντεχε… γιατί λίγο ακόμη και θα έμενε για πάντα εκεί. Γι’ αυτό άλλωστε άφησε από νωρίς το σπίτι, χαιρέτησε τους γείτονες, φόρτωσε το αμάξι και με το εισιτήριο στο ντουλαπάκι σιγούρεψε το φευγιό του. Αποχωρούν κι οι τελευταίοι τρεκλίζοντας στα καλντερίμια, πληρώνει, κλείνει ταμείο. Ο ίδιος είχε πληρωθεί αδρά από το ικανοποιημένο αφεντικό, που όπως κάθε βράδυ αποσύρθηκε νωρίς ― ραντεβού την άλλη μέρα στο λιμάνι, να του δώσει το υπέρογκο μασούρι με τις εισπράξεις. Ο Keith Jarrett στο πιάνο, Lagavulin στο ποτήρι, τα χρώματα να αλλάζουν στον ουρανό, κλειδώνει κι αρχίζει να περπατά το νησί. Βήμα και αποχαιρετισμός. Χώνεται στο αμάξι και πάει και πιο πέρα, στα νεκροταφεία, στην Κάτω Μεριά, στην Πέρα Μεριά, στο Μοναστήρι, στην αγαπημένη του παραλία. Βγάζει τον υπνόσακο από το πορτ μπαγκάζ, ασφαλίζει τις εισπράξεις κάτω από τη θέση του συνοδηγού, κρατάει στην τσέπη την αμοιβή του, σαν πολύτιμο θησαυρό, σαν απόδειξη χειροπιαστή ότι είναι επαγγελματίας που αγαπάει αυτό που κάνει και δεν έχει ανάγκη κανέναν. Την πέφτει κάτω από μια σκιά, βγάζει και τα ρούχα του και αποκοιμιέται γλυκά μεθυσμένα και δίκαια.
Μετά από λίγες ώρες, ο ήλιος άρχισε να του γαργαλά τα βλέφαρα. Κι ένα αδέσποτο κουτάβι να του γλείφει τη μύτη. Πού ‘σαι ρε μούργο; Τον χάιδεψε γλυκά, τεντώθηκε κι όρμησε γυμνός για μια τελευταία αποχαιρετιστήρια βουτιά. Χαιρέτησε ψάρια βράχια φύκια μέδουσες κι αχινούς. Τίναξε τις σταγόνες και κατευθύνθηκε προς τα πράματα του. Τον υπνόσακο, τη θήκη, τα παπούτσια, το μπλουζάκι που παρόλη τη νύστα είχε διπλωθεί άψογα και το πα… το πα… πού… κά..που εδώ… εκεί… πού μπορεί να είναι το παντελόνι του;
Η παραλία ερημική, αποκλείεται κάποιος να κατέβηκε ξημερώματα και να του βούτηξε το παντελόνι, είναι μακρύ, είναι τζιν, έχει δερμάτινη ζώνη και μια τσέπη με τα κλειδιά του αμαξιού που στο ντουλαπάκι έχει το εισιτήριο και κάτω από τη θέση υπάρχουν οι εισπράξεις. Και η αμοιβή του, στο παντελόνι κι αυτή, λίγο πιο κει, στη μικρή που βάζεις τα ψιλά, είχε στριμώξει τα χοντρά, που τόσο περήφανα και ιδροκοπώντας και ξενυχτώντας και ακούγοντας τον κάθε μαλάκα μπεκρή να λέει τις κωλοϊστορίες του, έβγαλε μετά από τρεις μήνες.
Ψύχραιμα, Κωστή, κάπου εδώ θα είναι, σκέφτηκε και κοίταξε γύρω του προσεχτικά. Κι όμως, ο σκαραβαίος ήταν λίγο πιο πίσω του, λευκός και ακέραιος, παρκαρισμένος εκεί ακριβώς όπως τον άφησε λίγες ώρες νωρίτερα. Αν είχε κλέψει κάποιος το παντελόνι, θα ‘βρισκε τα κλειδιά, θα έκλεβε και τ’ αμάξι, έτσι δεν είναι; αναρωτιόταν και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αρνιόταν να πάρει κινητό τηλέφωνο. Κι αν είχε, ποιον θα έπαιρνε, κι άντε να εξηγήσει στο αφεντικό του τι έγιναν τα λεφτά, κι άντε να εξηγήσει στην πόλη γιατί γύρισε ρέστος και ταπί μετά από τόση δουλειά.
Μόνος συμπαραστάτης ο μαύρος τρελαμένος κούταβος που τριβόταν στα πόδια του ζητώντας χάδια και παιχνίδια.
Έλα, ρε Μούργο, λέγε… είδες κανέναν να κατεβαίνει στην παραλία, είδες μήπως το παντελόνι μου… έλα, γλυκό μου σκυλάκι, βοήθησε με, σε ικετεύω. Ο σκυλάκος τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, έγειρε αριστερά το κεφάλι, σήκωσε τα αυτιά και κίνησε προς τα πέρα. Κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι τον Κωστή σαν να του φώναζε… ακολούθησέ με. Μια και δυο, σηκώνεται και τον ακολουθεί. Μπροστά πάει ο σκύλος, πίσω ο Κωστής, γυμνός. Η ουρά του πρώτου σαν έμπειρος ανιχνευτής χαμένων παντελονιών και κρυμμένων θησαυρών, η ουρά του δεύτερου να σέρνεται στην άμμο. Διέσχισαν αμμόλοφους, θάμνους, βάτους… παντελόνι πουθενά. Ο Κωστής, ιδρωμένος και γρατζουνισμένος, με καμένες πατούσες και θολωμένο μυαλό, μια κοιτούσε μπροστά τον σκύλο, μια κοιτούσε αν ο σκαραβαίος είναι ακόμη στη θέση του και δεν έγινε κι αυτός και οι εισπράξεις καπνός. Έλα, καλό μου σκυλάκι, δεν με δουλεύεις… δεν σπας πλάκα… ψυχούλα μου, έτσι δεν είναι, γαμώ το κερατό σου, βρωμόσκυλο… Απτόητος ο μικρός, αφού τον πήγε μια μεγάλη βόλτα, αφού κατούρησε ό,τι θάμνο και σκουπίδι έβλεπε μπροστά του… τον γύρισε ακριβώς εκεί από όπου ξεκίνησε, στον τόπο του εγκλήματος. Στο μηδέν. Στο χωρίς παντελόνι. Χωρίς λεφτά, κλειδιά και φιλότιμο.
Η ώρα περνούσε μάλλον, το ραντεβού του με το αφεντικό θα πλησίαζε ή θα ‘χε κιόλας περάσει ―το κωλόπαιδο το’ χα σαν παιδί μου― τον άκουσε να λέει, το καράβι φαινόταν ήδη στο λιμάνι και η αυτοπεποίθηση κι η σιγουριά του αγαπημένου αγοριού του νησιού βυθίζονταν αμαχητί μέσα στην άμμο. Κι εκεί που αναθαρρούσε, ερχόταν ένα κύμα και την γκρέμιζε οριστικά. Καθισμένος γυμνός πάνω σε μια πέτρα, με έναν σκύλο παραδίπλα να κυλιέται στα φύκια, ανακαλούσε όλη του τη ζωή. Το πανεπιστήμιο, τους δικούς του στο χωριό, το μάταιο της ύπαρξης. Κι όμως, ήταν άδικο. Δεν είχε πειράξει κανέναν. Δεν είχε κλέψει, ούτε κοροϊδέψει, ούτε μαλώσει, ούτε πληγώσει κανέναν. Δεν είχε δώσει δικαίωμα ποτέ. Γιατί σ’ αυτόν, γιατί τώρα, γιατί έτσι;
Από μακριά, το καράβι γεμίζει σφυρίζοντας, ανθρώπους ίδια μυρμήγκια. Τέτοια είμαστε. Μαλακισμένα έντομα που κουβαλάνε ψίχουλα, κάτω από τη σόλα ενός μεγάλου παπουτσιού. Ακόμη και ο σκύλος απελπίστηκε με αυτές τις σκέψεις, σηκώθηκε, τινάχτηκε και κίνησε προς μια δική του, άγνωστη κατεύθυνση. Σαν να ξύπνησε ο Κωστής, τον πήρε πάλι από πίσω.
Σκαρφάλωνε βράχια ο μικρός ανέμελα, σκαρφάλωνε κι ο μεγάλος. Και να σου μπροστά του, ένα χαρτάκι καλά διπλωμένο με ένα γυναικείο όνομα κι ένα τηλέφωνο. Και πιο κει ένα άλλο με μια διεύθυνση ενός τύπου στο Βερολίνο. Κι ένα άλλο να το παίρνει ο αέρας. Και ιδού, πάνω σε μια πέτρα, καυτή από τον ήλιο και τη σοφία, κείτονταν το περιβόητο τζιν μακρύ παντελόνι. Σαν λάφυρο πολέμου. Σαν κάτι να σπάει τη μοναξιά του κουταβιού, στην ερημική παραλία. Με τη ζώνη χαλαρή και την τσέπη γεμάτη με κλειδιά και πολλά λεφτά ― εκείνες τις δόλιες τις δραχμές, τάλιρα και δεκάρικα τσίλικα καλά μασουριασμένα. Ο Κωστής άρχισε να χοροπηδάει τσιρίζοντας, κλαίγοντας σχεδόν, να αγκαλιάζει τον σκύλο, να τον φιλάει και να τον γλείφει στη μουσούδα. Ο σκυλάκος τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, έγειρε αριστερά το κεφάλι, σήκωσε τα αυτιά και κίνησε προς τα πέρα.
Όλα τα υπόλοιπα έγιναν όπως έπρεπε. Δόθηκαν τα χρήματα στο αφεντικό, το αμάξι μπήκε στο καράβι κι ο Κωστής γύρισε νικητής στην πόλη ― έστω προσωρινά. Κι η ζωή συνεχίστηκε.
Είχε σχεδόν ξεχάσει αυτήν την ιστορία. Τη θυμήθηκε μετά από τόσα χρόνια όταν ξαναβρέθηκε γυμνός σε μια πέτρα πάλι να αναρωτιέται… Γιατί σ’ αυτόν, γιατί τώρα, γιατί έτσι; Κι ούτε ένας χαρούμενος σκυλάκος να κυλιέται στα φύκια δίπλα του ― έστω να σπάει πλάκα μαζί του. Ούτε Lagavulin στο ποτήρι, ούτε καν o απόηχος της μουσικής του keith Jarrett στ’ αυτιά του. Κι η ζωή να πρέπει να συνεχίζεται.