Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Μια πόλη που ξεχείλιζε από τέχνη

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Εύας Βόγια
 
Άκου! Ένα πιάνο σκαρφαλώνει τους ορόφους. Κλείνει απότομα τη βρύση, αφήνει άπλυτη τη γκρίνια στο ποτήρι. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που διακόπτει την ακαταστασία μου, ξέρω όμως πως μένει στον τρίτο, έχει ένα λευκό πιάνο με ουρά και κακή ηχομόνωση.
Δες! Οι πιο ωραίοι πίνακες σχηματίζονται το σούρουπο στον ουρανό. Πράσινα σμαραγδιά, σαπφείρινα μαβιά, του καδμίου κίτρινα και πορτοκαλιά, κόκκινα του επείγοντος του άμεσου του τώρα.
Μύρισε! Αδηφάγες εικαστικές εγκαταστάσεις σκουπιδιών κατασπαράζουν κάδους αυτοκίνητα εισόδους πεζοδρόμια βλέμματα και βόλτες.
Πιάσε! Με! Κρυώνω.
Φάε! Σκατά! Εδώ, εκεί, παραπέρα, γύρω, μέσα, κάτω απ’ το παπούτσι, πάνω στην μπουγάδα, στο γυαλί, στο χαρτί, μισό κιλό να τ’ αφήσω;

«Πάντα το θέατρο σήκωνε ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζεται η φύση».
                                                                                                (Άμλετ- Σαίξπηρ, μετ. Γ. Χειμωνάς)
Μέσα στο θέατρο των καθημερινών εξελίξεων ψάχνω κι εγώ για έναν καθρέφτη, μια λιμνούλα απ’ τη βροχή, μια βιτρίνα χωρίς εκπτώσεις, μια γυάλινη επιφάνεια που κανένα μαγικό ή καθαριστικό δεν θα την κάνει αόρατη και ψεύτρα. Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη, η τέχνη ή η ζωή;
Από ποια ταινία δραπέτευσε ο τσιγγάνος που εκλιπαρεί γι’ αγάπη στην Ίωνος Δραγούμη, αυτός που τραγουδάει κουλούρια στην Ολύμπου, ο παλιατζής ή το σκυλί που του απαντάει; Ο όρθιος νέος πάνω από ένα τραπεζάκι στην Άθωνος, οι άριές του που φτάνουν μέχρι την Ερμού, η παρέα που ενοχλείται πληρώνει μα γελάει; Από ποιο διάσημο πίνακα δραπέτευσε η γυναίκα με το λουλουδάτο φόρεμα; Τα παγωμένα χρυσάνθεμα στα χέρια της; Τα νεράντζια στο δρόμο; Η γάτα; Ο άστεγος της πλατείας που αν σε λίγο δεν κουνηθεί θα πάρω την αστυνομία το υπόσχομαι;
Δυο χορευτές σε μια σκηνή, σχεδόν γυμνοί, ψάχνουν για φωλιές ο ένας μες στο σώμα του άλλου. Εξερευνούν το διπλανό τους σύμπαν με ένα δάχτυλο, έναν μυ, μια φλέβα και αναπνοή. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι με έναν παππού που γλύφει ντροπής πράγματα κι αλήθειας στο αυτί της γιαγιάς στη διάβαση. Ήταν κι εκείνο το σαξόφωνο, που δεν το ξέρω και ήρθε να με βρει στον ομφαλό να με γνωρίσει.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη, η φαντασία μου ή η πόλη;
Μια κοπέλα σηκώνεται όρθια στο παγκάκι κι απειλεί θα αυτοκτονήσει αν δεν πάει κάποιος για έναν καφέ μαζί της. Την πίστεψα. Ίσως και να ήταν θέατρο. Ένα ψέμα ερωτευμένο με την αλήθεια. Ίδιο κι απαράλλαχτο με την ζωή. Πυκνό σαν ποίημα. Εύγλωττο σαν φωτογραφία. Σημαντικό σαν… αντί για μια Φλύαρη Στιγμή, να σου το εκμυστηρευόταν μια Μαρία Νεφέλη:
 
«Φοβηθείτε
αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου˙
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!» (Οδυσσέας Ελύτης)


Πηγή http://www.exostispress.gr/Methismeno-401#ixzz2aRkMPozM

                                                                                                               (Πρώτη δημοσίευση: 20.10.11)

504 καθέτως (από κάτω προς τα πάνω)


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Στράτου Στεριανού

Η ταξινόμηση εικόνων γίνεται με πόδια γυμνά και παγωμένα. Με πρόσωπο διπλοτυπία πάνω σε μια διαδρομή. Χέρι στηρίζει αϋπνία, στόμα θέλει να καπνίσει, αυτί βουίζει, μάτι τρίκυκλο. Τα ζευγάρια τους αγνοούνται. Λέξεις και ήχοι μιας βδομάδας δεμένα πάνω σε τοπία που καλπάζουν και μικραίνουν μακριά. Πλάτη γυρισμένη στον προορισμό. Ώρα γυρισμένη στο περίπου… Οινόη και κάτι… Λειανοκλάδι παρά λίγο… Λάρισα ακριβώς… Κατερίνη και δεν-αντέχω-άλλο… Πλατύ και θέλω-να-πάω-σπίτι-μου.

Δίπλα μου κάθεται διακριτικά ένας αποκαθηλωμένος θυμός. Δεν κάνει τίποτα δεν μ’ ακουμπάει καν. Ούτε ένα σας παρακαλώ το χέρι σας, μαζέψτε λίγο τα πόδια σας, θέλετε μια καραμέλα… τίποτα. Μπροστά μου με κατεβασμένα καθίσματα κοιμούνται δυο φόβοι αγκαλιασμένοι. Παραδίπλα μια ηλικιωμένη φαντασίωση λύνει σταυρόλεξα… 3 καθέτως: το όμορφο χωρίς άκρα. Ακρωτηριασμένη είναι και μια εφημερίδα που σαν σκυτάλη πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Πιο κει μια παρέα επιδέξιων χεριών ανακατεύει μια τράπουλα από στιγμιότυπα: μια ντάμα μπαστούνι διπλωμένη στα δύο να τρώει μέσα από μια σακούλα σκουπιδιών, ένα 7 σπαθί να ‘χει μείνει με το χέρι απλωμένο στη διάβαση, ένας ξεθωριασμένος βαλές να εκλιπαρεί από το υπερπέραν για αναπτήρα, πολλοί άσσοι, μα πάρα πολλοί άσσοι, πιο fool του άσσου δεν γίνεται. Παπά δεν είδα- κάπα όμως πολλά. Κάμποσοι καημοί κυκλοφορούσαν εκεί κάτω.

Τούνελ. Το βαγόνι βιώνει βουβό το σκοτάδι. Ούτε εκπλήσσεται στο φως. Αρκεί να φτάσουμε. Η ταξινόμηση των εικόνων μιας βδομάδας στριμώχνεται και μέσα στο καροτσάκι που στριμώχνεται στο στενό διάδρομο. Νερά, καφέδες, μπισκότα, αναψυκτικά, σάντουιτς, «δεν θα σου κάνω κακό, μια φάντα θέλω να ξεδιψάσω», βενζινόκολες, ένα λουλούδι για την κυρία; μια εικονίτσα; χαρτομάντηλα; εσύ μίξες δεν έχεις; πεινάω λέμε- τι θες να κάνω να σπαρταράω για να με πιστέψεις;

Γυρίζω το κεφάλι στο παράθυρο. Nάτη πάλι η κυρία με το σταυρόλεξο, αντανακλάται πάνω σε ένα βιαστικό δέντρο, ένα εργοστάσιο, κρέμεται πάνω στην κολώνα της ΔΕΗ. Ποιας ΔΕΗ; 2 οριζοντίως: η πρωτεύουσα της χώρας μας (καθ.). ΑΘΗΝΑΙ! ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ, οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και αντηχούν οι ακάλυπτοι από απελπισίες και δικηγόροι ηθοποιοί τενόροι δημόσιοι υπάλληλοι ποιητές κυκλοφορούν στο δρόμο ολότρελοι και βρίζουνε και βγάζουνε τα ρούχα τους παίζοντας τον Άμλετ άνεργο αγανακτισμένο μεθυσμένο και φονιά. Και ΝΑΙ δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και παραστάσεις και συναυλίες και πάρκα και ποδήλατα και είμαι αλλού νυχτωμένη και μοιράζομαι ένα πάγκο για να φάμε άγνωστοι παρέα. Είναι και ταβέρνες Ζορμπάς και μεταχειρισμένο γκρικ σπίριτ σε τιμή ευκαιρίας. Είναι και μυρωδιές από μπαχάρια κι ένα σαπούνι μανόλιας να προσπαθεί να σου αλλάξει τη ζωή. Κι ένα νυχτολούλουδο που τουλάχιστον προσπάθησε.

Τι άλλο μένει, ρωτάω την ηλικιωμένη φαντασίωση στο τζάμι- έχουμε φτάσει Σίνδο πια. 13 καθέτως: ένα μεταφορικό μέσο που δεν πρέπει να απεργήσει, γράμματα 10. ΤΟΜΥΑΛΟΜΑΣ.

Τερματικός σταθμός Θεσσαλονίκη.
Ξεκόλλησα τις ταξινομημένες εικόνες από το άδειο βαγόνι και κατέβηκα.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/504-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%82#ixzz2aRiSyuPw

                                                                                                              (Πρώτη δημοσίευση: 13.10.11)

«…κ’ έτσι ένα παιδί απλό γένεται άξιο να το δούμε…
το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό»
(Πέρασμα- Κ.Π. Καβάφης)
Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Βιργινίας Τσιτιρίδου
 
Ο Οκτώβρης χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Δεν του άνοιξε κανείς. Περίμενε. Βγήκε κάποιος που μοίραζε διαφημιστικά: Φίλε, να λες πως είσαι από το ΙΚΕΑ, πάντα πιάνει…. τον συμβούλεψε. Μια κυρία ακολουθούσε από πίσω, δώσαμε, δώσαμε, είπε και τον έδιωξε. Είδε μια ετοιμόρροπη σκαλωσιά, σκαρφάλωσε. Πάτησε πάνω σε ξεθωριασμένες μολόχες και κουρασμένους βασιλικούς. Θέλησε να μπει από το παράθυρο. Το βρήκε κλειδαμπαρωμένο. Προσπάθησε από τη μπαλκονόπορτα… τίποτα. Τι πάθαν αυτοί και κρύβονται, σκέφτηκε. Περίμενε να ‘ρθει καμιά βροχή, να διαρρήξει τον σοβά, να ποτίσει έστω με υγρασία τις φτωχές φέτος εκδηλώσεις υποδοχής του.
 
Τους βρήκε να κοιμούνται. Γυμνοί και τσαλακωμένοι. Βρήκε και το σπίτι ακατάστατο. Σαν να θέλει να μετακομίσει και δεν ξέρει από πού να αρχίσει. Μπήκε στην κουζίνα, ξαράχνιασε ένα μπουκάλι με λίγο ημίγλυκο κόκκινο κρασί. Έστω. Το ‘ριξε όλο μέσα σε μια κούπα με κίτρινα φύλλα. Έκανε λίγο χώρο στον καναπέ. Έκατσε. Η τηλεόραση είχε ξεμείνει ανοιχτή. Διαφήμιζε τους μελλοθάνατους της νέας σαιζόν. Την έκλεισε. ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΡΘΑ, τσίριξε. ΣΚΑΣΕ, αντιτσίριξε η κρεβατοκάμαρα.
 
 Ύστερα άρχισε τις δουλειές. Δίπλωσε τις κάλτσες και τις στρίμωξε ζευγαρωτά και χρωματικά στο συρτάρι, ανέβασε τα μακρυμάνικα σε επίπεδο ευκολότερης προσέγγισης, απομάκρυνε την παραλία από την επιφάνεια εργασίας. Πάνω στο τραπέζι άφησε ζεστές εφημερίδες με ταινίες, παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, προτάσεις για φθηνές φθινοπωρινές εκδρομές, καταφύγια στον Όλυμπο, πεζοπορίες στο Πήλιο, λάσπες στο Κιλκίς, θερμά λουτρά στο Πόζαρ. Μέχρι και μικρά κίτρινα χαρτάκια κόλλησε πάνω στο ψυγείο με τις φρουτολαχανικές του προτιμήσεις. Ήπιε με μια γκριμάτσα το κρασί και πήδηξε στους γείτονες. Κλειστό και ξενοίκιαστο. Συμμάζεψε λίγο το πατζούρι κι έπεσε απ’ τον πέμπτο.
 
Την άλλη μέρα οι ζεστές εφημερίδες στο τραπέζι γράφανε για τον μήνα που θυσιάστηκε διεκδικώντας το μι που του έλειπε. Μι όπως Μαγεία, Μέθη, ακόμη και σηΜασία. Ένας μήνας φύσει και λέξει ελεύθερος. Χωρίς ούτε ένα ΜΗ να τον περιορίζει. Χωρίς όμως και τον ήχο που σχηματίζεται αν ενώσεις τα χείλη για μια απορία, μια διαπίστωση, ένα υπονοούμενο, ένα φιλί. Έτσι ακούγεται και το κλάμα ενός σκυλιού και η επιβεβαίωση ενός κακομαθημένου. Μι όπως Μινόρε. Όπως Μικρό Μου. Όπως ξύπνα-άκουσε-πάρε-Μπρος. Μι όπως Μην είσαι Μαλάκας. Μι όπως Μην αφήνεις άλλον έναν Μήνα να πέσει από το Μπαλκόνι. Μι όπως αγάπα Με, Μη Με γαΜάς άλλο.
 
Ο Οκτώβρης διεκδικούσε ένα μι. Δεν έλαβε ποτέ υπόψη του το χάρισμα του ωμέγα. Όσο τα χείλη απομακρύνονται εκπνέουν θαυμασμό, έκπληξη, ομορφιά. Ωδές, Ώρες Ωφέλιμες, Ωραιότητες, Ωριμότητες, Ωθήσεις. Και είναι Κάπα δεν είναι Χι. Όχι Οχτώβρης. Ούτε ένα Χι πλησίον του Ωμέγα, ούτε μια ώρα Χαμένη, ούτε άλλο ωΧΧΧ, Χώσιμο, Χέσιμο, Χρωστούμενο, Χάλασμα, Χάος στη Χοάνη του Χρόνου. Κάπα… όπως Καλό-Μήνα. Κάπα… όπως Κάπως Καλύτερα. Κάπα όπως Καλοδέξου-τον. Δεν-Κοστίζει


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/%CE%9C%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9-399#ixzz2aRfxWRof

http://bibliotheque.gr/?p=28901

                                                                                                             (Πρώτη δημοσίευση: 6.10.11)

Παραμύθια για μεγάλους...

 
 

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Στεφανίας Βελδεμίρη

Δηλαδή;
Δηλαδή περιμένουμε πότε θα κοιμηθούν τα παιδιά, τα σκεπάζουμε καλά- καλά, κουρδίζουμε ένα μουσικό κουτί πάνω στο κομοδίνο, στρώνουμε μια ονειροπαγίδα πάνω από το μαξιλάρι, τα κοιτάμε τα φιλάμε τ’ αγαπάμε και λίγο πριν κλείσουμε την πόρτα… προλαβαίνουμε να κλέψουμε δυο, τρία βιβλία από το παιδικό ράφι.
Ας πούμε, ότι όταν πάμε στο σαλόνι με τα παιδικά παραμύθια υπό μάλης, δεν ανοίγουμε τηλεόραση, βάζουμε μια ενδιαφέρουσα μουσική, ένα ποτό και με ατμοσφαιρικό φωτισμό αρχίζουμε και ξεφυλλίζουμε… τις τσαλακωμένες εικονογραφημένες σελίδες. Πού και πού, σοκολατένια αποτυπώματα από το απογευματινό κέικ διακόπτουν γλυκά και άτσαλα την ιστορία. Ίσως κάπως έτσι γλυκόπικρα ανατρέχουμε και στη δική μας ιστορία και στα παραμύθια που μας μεγάλωσαν. Αλλά κυρίως σε αυτούς που μας τα αφηγούνταν.
Η γιαγιά μου έβγαζε τη μασέλα της για να υποδυθεί πειστικότερα τον δράκο. Θυσίαζε την ελαστικότητα του αυτιού της προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως παιδική χειρολαβή. Όταν φοβόμουν ή ήθελα να κοιμηθώ. Μέχρι και τον μπαμπούλα άφηνε κάθε βράδυ να την κατασπαράζει. Πώς αλλιώς να εξηγήσει ένα άυπνο παραμυθοπαρμένο παιδί το πιο άγριο και σπαραχτικό ροχαλητό; Πώς αλλιώς θα ‘χε να περιμένει τον στιβαρό μελαχρινό κυνηγό να σώσει γιαγιά και εγγονή απ’ το κακό;
Και ξεφυλλίζεις τα παραμύθια. Προσέχεις τις προσθήκες που έγιναν με τα χρόνια, πώς άλλαξαν οι ζωγραφιές, τα εξώφυλλα, οι λέξεις, τα νοήματα… ακόμη και το τέλος. «Ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς… καλύτερα» λέγαμε παλιά. Τώρα, ούτε τα παραμύθια δεν τολμούν να το προβλέψουν. Ζήσαν αυτοί καλά… κι εμείς… θα δούμε.
Παραμύθια για μεγάλους. Το τηλεκοντρόλ είναι δίπλα, το ποτό στα τελευταία του, το cd τελείωσε. Αλλά ρε γαμώτο, έχει ωραίο φεγγάρι απόψε και δεν θες να το διακόψεις με ειδήσεις, τούρκικα σήριαλ ή μεγάλες προσφορές τηλεμάρκετινγκ. Σηκώνεσαι, EJECT, γυρίζεις το cd ανάποδα, PLAY.
Αν υπήρχε αυτό το μηχάνημα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει μια στρεβλή σου επιθυμία, αν το ποτό δεν τελείωνε ποτέ, ούτε έλιωναν τα παγάκια… τότε μπορεί και να ξανάνοιγες το παιδικό βιβλίο. Λιγότερο νοσταλγικά, περισσότερο ενήλικα αυτή τη φορά.
Προχωρημένη σκέψη, προχωρημένη ώρα, η ηλικία σαν να καλπάζει κι αυτή. Με γυαλιά ή χωρίς, το βλέμμα τρεκλίζει μέσα σ’ ένα δάσος κι ας μην έχει δέντρα ας έχει πολυκατοικίες. Αντί για πουλιά ακούς κόρνες, κομπρεσέρ, σειρήνες, διαδηλωτές… δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το δάσος. Το δέντρο είναι ψιλά γράμματα, κομμένο ή καμένο από παλιά. Ξαφνικά η παιδική ιστορία που τόση ώρα ξεφύλλιζες κατακλύζεται από εικόνες και σύμβολα που δεν θυμάσαι να τα ’χεις συγκρατήσει νωρίτερα. Παλάτια με πύλες αιδοία να υποδέχονται καβαλάρηδες, αίθουσες χορού ίδιες με το εσωτερικό του λάρυγγα, έμβολα, σωλήνες, φλέβες, υπόκωφοι αναστεναγμοί, στριγκλιές και διαπεραστικές φωνές.
Ξανακοιτάς έντρομος την πόρτα του παιδικού δωματίου. Καλά κλειστή. Η συσκευή της ενδοεπικοινωνίας… ήσυχη. Ίσως περιμένει κι αυτή με αγωνία να ακούσει τη συνέχεια. Με μια μικρή μεθυσμένη ενοχή ξαναβουτάς λαίμαργα το βλέμμα σε άλλο παραμύθι. Εδώ πατεράδες κυνηγούν πουλιά, γυναίκες ξεχνιούνται στην κουβέντα, γάτες πεινάνε, γυναίκες μαγειρεύουν το βυζί τους για να γεμίσουν ένα πιάτο, το ανθρώπινο κρέας είναι νόστιμο, δεν σφάζουμε να μαγειρέψουμε τα παιδιά μας, να φάμε επιτέλους σαν άνθρωποι;
Παραμύθια για μεγάλους. Τι είναι αυτό που δεν αντέχει ένα παιδί κι όμως αντέχει ένας μεγάλος; Μήπως πρόκειται για το ίδιο παραμύθι που διαβάζαμε από μικροί, απλώς επιτέλους έχουμε φτάσει στην κατάλληλη ηλικία ή στην κατάλληλη απελπισία για να το καταλάβουμε; Όχι, δεν αποκτάς σοφία μεγαλώνοντας, μια οικειότητα μόνο με παραμυθένιες προσταγές, φράσεις και αινίγματα. Όχι πάντως και με τις λύσεις τους: Τι πάει να πει ημερώσει; Τι πάει να πει ημερώσει; Τι πάει να πει ημερώσει; Σε παρακαλώ ημέρωσέ με. Μην αργείς. Ημέρωσέ με!
‘Ισως τελικά ένα παραμύθι για μεγάλους είναι κάποιο που γνωρίζεις καλά, μπορεί κι από πάντα. Είναι ένα δωμάτιο ολόδικό σου θρόνος κάμπος και φυλακή μαζί. Κι ενώ το παιδί κοιμάται ακόμα στο δίπλα δωμάτιο, ένα άλλο στο… μέσα… ίσως ακόμη ξαγρυπνά κι όποτε του δίνεται η ευκαιρία και δεν καμώνεται τον μεγάλο… παίζει! Περίπου όπως παλιά. Παίζει και με τις λέξεις, τις μνήμες και το κατακάθι του καφέ στο φλιτζάνι. Εδώ λέει ότι τα πιο ωραία παραμύθια είναι εκεί έξω. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τα ζήσουμε.

(Περίπου αυτό το κείμενο παρουσιάστηκε αργά το βράδυ του Σαββάτου 24.09.11 στο BLOCK33 στο πλαίσιο του Κ.Ο.Θ. underground. Φανταστείτε το με εμβόλιμα αποσπάσματα παραμυθιών και τέσσερις υπέροχους μουσικούς -Χρήστος Γερμένογλου, Πέτρος Δαμιανίδης, Θοδωρής Πατσαλίδης, Αντώνης Σουσάμογλου- να το κουρντίζουν, να το ξεκουρντίζουν, να στρώνουν από κάτω του χαλιά και μαζί να τα τινάζουμε στον αέρα. Μια συνομωσία λόγου και μουσικής που αποδεικνύει ότι τελικά είμαστε πολύ περισσότερο παιδιά απ’ ό,τι νομίζουμε. Κι όταν βρίσκουμε «συνομήλικη» παρέα… τουλάχιστον χαμογελάμε. Μήπως τελικά αυτό είναι το παραμύθι για μεγάλους; Ένας λόγος για να τολμήσει να σκάσει κάτι σκασμένο από παλιά;)


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82-398#ixzz2aRd7G6bf

                                                                                                            (Πρώτη δημοσίευση: 29.9.11)

 

Παιχνίδια Πολέμου

 
Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Συμεών Τσακίρη
Η αίθουσα ήταν πορτοκαλί. Ένα αυστηρά χαρούμενο πορτοκαλί. Είχε στο κέντρο της 9 καρέκλες. 9 μαλωμένες μεταξύ τους καρέκλες. Σνομπ και ξύλινες. Οι μισές κοιτούσαν τον θεό και οι άλλες μισές…  τον θεό. Θεοί τόσοι όσοι χωράνε σε μια άδεια αίθουσα πορτοκαλί.
 
Εμείς ήμασταν 10 νοματαίοι. Ντυμένοι όλοι στα καλά καταθλιπτικά μας. Πανδαισία χρωμάτων. Ροζ, ξανθά, γκρίζα, γυαλιστερά, εμπριμέ, κρεατί και βελουδένια. Προχωρούσαμε στη σειρά κοιτώντας τις φτέρνες των μπροστινών μας. Ζυγίζοντας πόσες αδυναμίες χωράνε μέσα σε  στενά παπούτσια. Κάποιες περίσσευαν και χύνονταν στο πάτωμα σαν μυρωδιά νεκρού τυριού ή απορρυπαντικού. Άλλοι τις πατούσανε, άλλοι τις αποφεύγανε με εντυπωσιακά φλικ-φλακ. Άλλοι δεν τις πρόσεξαν καν. Λένε πως αισθάνεσαι τον χρόνο στην κοιλιά. Η δική μου γουργούρισε πως πέρασαν αιώνες. Δεν θυμάμαι αν κάποια στιγμή φτάσαμε από μόνοι μας ή πήδηξα 5-6 σελίδες βαδίσματος για να φτάσω τεμπέλικα στο τέλος. Το τέλος πάντως, ήταν η μέση. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, το ήμισυ της αίθουσας τι είναι;
 
Εκεί. Εδώ που δεν έχει γωνία για να κρυφτείς. Εδώ που φαίνεσαι. Που υπάρχεις και το ξέρουν όλοι. Ποιοι; Αφού και οι 10 στο κέντρο είμαστε. 10 αμήχανοι εχθροί γύρω από 9 καρέκλες σε μια αίθουσα παράλογα πορτοκαλί. Και ξεκινάει η μουσική …Bach - Cello Suite No.1 i-Prelude... ψιθύρισαν οι καλοί μαθητές …στ’ αρχίδια μου… είπε ένα παιδί 6 χρονών κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Γύρω- γύρω σαν κυνηγημένοι. Τρέχαν τακούνια, μπότες και σανδάλια, πατερίτσες, πληγωμένες πατούσες και παντόφλες. Τρέχαν νοίκια και λογαριασμοί, μια ελάχιστη αμοιβή, 2 πουλημένα αυτοκίνητα, μια μειωμένη σύνταξη, ένα άδειο ψυγείο, μια σακούλα παιχνιδάδικου, ένας ραδιοφωνικός σταθμός, ένα χαλασμένο ασανσέρ κι 7 νεύρα τσακισμένα. Τρέχαμε και φτύναμε ιδρώτες και βρισιές, τσιτάτα διαφημίσεων, ποιήματα, σκηνές από ταινίες, βαριά λόγια μεγάλων ανδρών, προστυχιές, γλυκόλογα. Φτύναμε φαγητά, γκουρμεδιές και πιττόγυρα. Κι όσο δεν σταματούσε η μουσική τόσο η απελπισία μεγάλωνε. Κι άρπαξα τα μαλλιά του μπροστινού μου για να ‘χω από κάπου να κρατηθώ. Κι αυτός τρόμαξε. Και δεν άντεξα πήδηξα 56 σελίδες τρεξίματος για να φτάσω γενναία στο τέλος. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Καρέκλα μία. Μαλωμένη ακόμα. Σνομπ και ξύλινη. Δεν τρέχαμε πια. Αλλά ήμασταν κουρασμένοι. Κατάκοποι. Ξεκούραστες ήταν οι αδυναμίες μας. Ξεχείλιζαν απ’ τα παπούτσια. Η μουσική είχε σταματήσει χρόνια πριν. Ή είχε κολλήσει στο 2:17. Στο 2:17. Στο 2:17. Στο 2:17. Στο 2:17. Στο 2.17. Στο 2:17.
 
Και μετά μας πιάσαν οι ευγένειες. Μα σας παρακαλώ, όχι καθίστε, τι λέτε τώρα, καθίστε εσείς, δεν πειράζει, μα επιμένω, με τίποτα, προς θεού, προς παναγίας. Μη μ’ ανακατεύετε εμένα, είπε ένας θεός περαστικός, ένας άλλος χασμουρήθηκε τόσο δυνατά που ξεκόλλησε επιτέλους το cd. Κι ένας τρίτος ξέχασε ένα παράθυρο ανοιχτό. Και φύσηξε. Κι έπεσε η καρέκλα κάτω.
 
Τι κάνουν 2 μόνοι βασιλιάδες πάνω σε μια πορτοκαλί σκακιέρα; Δίνουν τα χέρια, ίσως, και επιστρέφει ο καθένας στον πλανήτη του. Κι αν ακόμη δεν έχουν ξεπουλήσει τη μία και  μοναδική και αδιαμφισβήτητη και χρυσοποίκιλτη καρέκλα που κοσμεί το άδειο τους βασίλειο, κουρνιάζουν πάνω της και αποκοιμιούνται. Διατάζουν το πιστό τους όνειρο να ‘ρθει κι αυτό τριποδίζοντας υπακούει: ήταν λέει μια πορτοκαλί αίθουσα, ένα αυστηρά χαρούμενο πορτοκαλί…

Πηγή:http://www.exostispress.gr/Article/%CE%9C%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9-397
                                                                                                              (Πρώτη δημοσίευση: 22.9.11)

ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΑ…: ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΠΤΟΝ

Μίλα.
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
[…]
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Μίλα…”  [Η περιφραστική πέτρα- Κική Δημουλά]


Δεν θυμάμαι ποιο ρόλο έπαιζα. Αυτού που φλυαρούσε απελπισμένα και ζητούσε ακατάσχετα ή της ατσάλινης απουσίας. Μπορεί και να ήμουν η στιγμή ή ο πνιγμός της. Το οτιδήποτε; Ή το κάτι.
Μικρό… αλλά κάτι.
Όπως και να χει, βοήθεια δεν ήμουνα. Ούτε κραυγή στο στόμα ενός πνιγμένου. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Από εκείνους τους παλιούς που έκαναν λίγο πιο ιδιαίτερη όποια συνομιλία. Αποπνικτικός… αλλά χώρος.
Ο ομφάλιος λώρος της επικοινωνίας υπήρχε ακόμα και ήταν βοστρυχωτός. Μια διέξοδος των δαχτύλων στην αμηχανία του τουτ τουτ. Όχι δεν επικοινώνησα. Περίμενα όμως. Τώρα θα χτυπήσει. Τώρα. Τώρα;
Λάθος… αλλά θα χτυπήσει ε;
Κι όταν δεν χτύπησε το θαύμα, έπρεπε να επινοήσω ένα άλλο. Ήμουνα λέει δημοσιογράφος, είχα άποψη, δουλειά, αγαπημένη… και γεγονότα να τρέχουν να τρέχουν και πού θα σταματήσουν; Στα γαλάζια στιβαρά μου μπράτσα. Γιατί είμαι ο Σούπερμαν εγώ θα κατεβάσω τη γατούλα από το δέντρο, θα περάσω τη γριούλα απέναντι, θα οδηγήσω τον τυφλό στο σούπερ μάρκετ, θα σώσω τον φτωχό, τον αδύναμο, τον ανέραστο, την τράπεζα από τους ληστές, ή μήπως τους ληστές από την τράπεζα, τι σημασία έχει, έστω θα πω και καλή τύχη μάγκες σε όποιον μάγκα με χρειαστεί γιατί θα φοράω γαλάζια φόρμα και είμαι από τον Κρύπτον εγώ γέννημα θρέμμα και τη χώρα θα σώσω από την οικονομική κρίση ή μήπως την οικονομική κρίση από τη χώρα, τι σημασία έχει, έστω θα πω η ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μας και όλοι θα πουν ναιιιιιιιι……ε;
Βγήκα από τον θάλαμο. Βρήκα μπροστά μου μια σχολή ναυαγοσωστικής. Λες;
Trendy… αλλά χρήσιμο.
Αν εμφανιστεί μπροστά μου μια στιγμή που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται, να μην έχω πια δικαιολογία. Φοράω κόκκινο μαγιό, κίτρινο μπλουζάκι και την αμηχανία των δαχτύλων τη διοχετεύω στο κορδόνι της σφυρίχτρας. Τρέμε λουόμενε που τολμάς να παρακούσεις. Τρέμε και έφηβε με την αποπροσανατολισμένη γκάυλα τρέμε για άλλους λόγους… αλλά εγώ θα σε σώσω αν πνιγείς μαλάκα. Τρέμε και νεροτσουλήθρα… κίτρινη περίμενε πράσινη κατέβα μπλε γκόου…αβάντι…κρένι…στέπενίτσε είπαμε ρε στέπενίτσε!
Βγήκα από την πισίνα. Οι στιγμές έχουν jet lag, τις δικαιολόγησα. Ή τη νόσο των δυτών. Ασθένεια αποσυμπίεσης. Ή εγώ πια δεν ακούω καλά, δεν βλέπω, δεν μυρίζω ούτε καν τα δακρυγόνα αφού αυτά δεν έπεσαν μέσα στο σπίτι μου.
Βγήκα από το σπίτι. Μια γυναίκα φώναξε βοήθεια. Τώρα! Κάτι! Οτιδήποτε! Σαν να χτύπησε το τηλέφωνο. Σαν να σπαρτάρησε το γαλάζιο ύφασμα πάνω μου. Σαν να πνιγόταν ένα παιδάκι. Ξεφύλλισα αστραπιαία το εντατικό μάθημα Πρώτων Βοηθειών: 1.Ελέγχω τον χώρο για την προσωπική μου ασφάλεια. 2.«Είστε καλά;» 3.Έκταση του κεφαλιού και ανασήκωμα του πιγουνιού. 4.Βλέπω ακούω αισθάνομαι βλέπω ακούω αισθάνομαι.
Βλέπω. Έναν τύπο να σπάει στο ξύλο μια γυναίκα. Ακούω. Κόσμο να μαζεύεται. Αισθάνομαι. Χάλια.
Τη σώζουν. Και δεν είναι ναυαγοσώστες. Τον σταματάνε. Και δεν είναι ομογενείς από τον Κρύπτον. Κι αυτός φωνάζει:
«Πώς κάνετε έτσι… ό,τι θέλω την κάνω, γυναίκα μου είναι!»
Η αμηχανία των δαχτύλων πήγε να μουντζώσει. Τελικά έκλεισε τα υπόλοιπα και κράτησε μπροστά τον δείκτη. Είτε για να καταδώσει σ’ ένα μεθυσμένο παραμύθι τον ένοχο, παράλογα ίδιο με αποδιοπομπαίο τράγο, είτε για να το βάλει κάθετα μπροστά στο στόμα.
Σσσσσσς μη μιλάς.
Ή τουλάχιστον μη μιλάς άλλο.
Κάνε. Οτιδήποτε. Κάτι.
Μικρό… αλλά κάτι.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/%CE%9C%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9-396#ixzz2aR3r2xHa

                                                                                                             (Πρώτη δημοσίευση: 15.9.11)






Μια Mαγιάτικη Eκδρομή… 
και η Aκύρωσή Tης




[Η ζωγραφιά συνοδεύει την 26η έκθεση, 02/05/84, 
θέμα "πως πέρασα την πρωτομαγιά"]






Μου είπανε πως έπρεπε να προλάβω να πιάσω τον Μάη.

Γύρισα το φύλλο του ημερολογίου μα αυτός δεν ήταν πουθενά.

Ρώτησα δυο φρέσκα φοβητσιάρικα πουλιά στο φωταγωγό μα σήκωσαν αδιάφορα τα φτερά τους. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες. Κοίταξα στο γραμματοκιβώτιο, στο περίπτερο, στο καφενείο, στην Αριστοτέλους, στην παιδική χαρά, στη βρύση, στην ανακύκλωση, στη στάση του λεωφορείου. Ρώτησα αδέσποτα, θαμώνες και περαστικούς.

Από αυτά που μου είπαν συμπέρανα πως ο Μάης είναι η τελευταία ειδοποίηση της τράπεζας ή ένα γυαλιστερό περιοδικό γάμου. Το γύρισε μάλλον στο φραπέ ή στο φρεντοτσίνο, έκοψε το τσιγάρο, δεν χώρεσε στην τσουλήθρα αλλά κατρακύλησε, κάδο δεν βρήκε, άφησε όμως μια σακούλα, κυνήγησε μια θηλυκιά που έσερνε, έπαιξε μπουγέλο με τα παιδιά, δεν πήγε στην πορεία ούτε είχε εισιτήριο για το λεωφορείο.

Ύστερα νομίζω πως τον άκουσα. Ή τουλάχιστον τη μυρωδιά του. Κυκλοφορούσε επιδεικτικά αθόρυβα γύρω από τη μύτη μου. Ύστερα νομίζω πως τον είδα. Ή τουλάχιστον τη σκιά του.

Έτρεχε να ξεφύγει μα τελευταία στιγμή τον έπιασα από τα μαλλιά.
Του έδεσα με κορδέλες τα χέρια, του έκλεισα το στόμα μ’ ένα μπουκέτο. Προσπαθούσε να μιλήσει μα σε κάθε λέξη έφτυνε κι ένα πέταλο.
Όταν τα τίναξε σχεδόν όλα, πίστεψα κι εγώ πως μου παραδόθηκε.

Σαν τρόπαιο, τον έσυρα επιδεικτικά στους δρόμους της πόλης. Ή μήπως μ’ έσερνε αυτός; Από τα μπαλκόνια πάντως, μας έραιναν με στεφάνια από σκουπίδια και τσίκνα από απελπισμένες σούβλες. Διασχίσαμε μαζί πρώην θυμούς, νυν ταβέρνες, εμπριμέ καφέ, ποδηλατοδρόμους φαντάσματα, αδιέξοδες χωνευτικές βόλτες, αρχαία έργα του μετρό, τουριστικές φωτογραφίες. Περάσαμε μπροστά από ανθισμένες βιτρίνες, μαραμένες ετικέτες, χλιδές, εκποιήσεις, νυσταγμένα κεπέγκια, άνεργα ενοικιάζεται, αφίσες πολιτισμού και σκυλάδικων.

Ο αιχμάλωτος μήνας κυκλοφορούσε δίπλα μου μέσα στην πόλη. Ίδιος κι απαράλλαχτος με αδέσποτο σκυλί, παιδί, γέρο, ξεκοιλιασμένο πουλί, σχισμένο σταράκι, κόκκινη εσπαντρίλια, γυαλιστερό μοκασίνι. Ίδιος και με φούιτ και με κόρνα και με πανάκριβη τσάντα και με ευέξαπτο συναγερμό. Ίδιος με το ζευγάρι στο παγκάκι ή την απουσία του. Έμοιαζε και με εκδρομή και με την ακύρωσή της. Έμοιαζε και με μένα που δεν έβρισκα το φύλλο του ημερολογίου του αλλά και με το φύλλο του ημερολογίου που δεν έμοιαζε με κανέναν:

«Κι ο ουρανός κι η θάλασσα

κι όλα τσι γης τα μέρη

το μαρτυρούν πως σ’ αγαπώ

και θα σε κάμω ταίρι»

                                                                               


                                                                                       26.04.11