Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Τα Ανοιχτά Παράθυρα






Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του G. Fr. Kersting



Είναι ησυχία. Απόγευμα τέλος Ιουνίου. Στο σπίτι παίζουν ο ανεμιστήρας, η κουρτίνα και το όνειρο του σκύλου. Σε λίγο μπαίνει στο παιχνίδι και το πληκτρολόγιο, έτσι αρχίζουν και οι υπόλοιποι να γκαζώνουν. Και να σου ο αέρας σαν να έρχεται πιο δυνατός, η κουρτίνα χαϊδεύεται πιο προκλητικά κι ο σκύλος τρέχει κάπου που έχει θάλασσα και κόκαλα και ελικοουρές έτοιμες για απογείωση.

Από το παράθυρο μαρσάρουν αμάξια, μηχανές, καλά παιδιά που σου καθαρίζουν το σπίτι, ανθοπώλες με μανόλιες απ’ τον κώλο ή απ’ το Βόλο- δεν άκουσα καλά, μανάβηδες, γυμναστές δίνουν στρατιωτικά παραγγέλματα, μυρίζει ιδρώτας και αγωνία λίπους που καίγεται, αεροπλάνα για αλλού, κάτι απροσδιόριστα πουλιά και κάποιος από κει που λέει πως δεν αντέχει.


Πριν λίγο μάλωναν οι από ‘δω. Σχεδόν μες την κουζίνα μου. Προσπάθησα να ετοιμάσω μια ομελέτα όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Τη γύρισα χωρίς χειροκροτήματα και ενθουσιασμούς, την πιπέρωσα κι αυτοί ακόμα φώναζαν. Έπειτα αυτός βγήκε μόνος στο μπαλκόνι. Ή την είχε σφάξει ή την άφησε να φύγει. Τρέχα να τη βρεις, του ψιθύρισα ενώ χάζευα τα αβγά… μην της πεις τίποτα, χάιδεψε την απαλά μόλις να την ακουμπάς, κατέβα στο λαιμό της στην πλάτη της, αυτή δεν θα σ’ ακούει, θα μαζεύει πράματα δήθεν αποφασισμένα και σταθερά. Μπλόκαρέ την με τα χάδια σου, πρέπει να σε νιώθει, να σε μυρίζει, από τη μία τα πράγματα κι από την άλλη εσύ, πίσω της. Μα αυτή φταίει, μοιάζει να με διακόπτει αυτός. Όχου, πολύ ασχολήθηκα, σκέφτομαι και δίνω μια στον αέρα με την σπάτουλα. Μύρισε νοστιμιές η κουζίνα, ο δρόμος, ο καυγάς των απέναντι.


Πόσες φορές έχουν εκσφενδονιστεί ιδιωτικές στιγμές από τα δικά μου παράθυρα; Σκέψεις, έρωτες, παράφωνα τραγούδια ή μουσικές εξαίσιες, πληγές αιμορραγούσες, γλέντια, σιχτίρια, παρακάλια… Κι έπειτα περίοδοι απόλυτης ησυχίας, σφράγιζε το σπίτι με ενοχή, μετά την έκθεση. Τα καλοκαίρια βγάζουν χέρια τα παράθυρα κι εκλιπαρούν για λίγη προσοχή. Γύρω τους ανθίζουν αναρριχητικά κουτσομπολιά… Ποιος να μένει εκεί; Είναι καλά; Γιατί δεν ποτίζει τις γλάστρες του; Γιατί έχει κλειστά τα στόρια; Τι μαγειρεύει; Τι αγαπά; Τι σκέφτεται; Σε ποια θάλασσα να βράχηκε αυτό το μαγιό; Πού λιάστηκε η πετσέτα;


Βάζω ρίγανη και καλωσορίζω την ομελέτα στο πιάτο. Ρίχνω και λίγο γράπα στο ποτήρι για παρέα. Κι ενώ μασουλάω με ευχαρίστηση, απολαμβάνω τους ήχους από το  «θερινό σινεμά» της γειτονιάς.


Ένα μωρό κλαίει, κάποια τινάζει, ένα κομπρεσέρ βιάζεται να τελειώσει. Το λεωφορείο αδειάζει δίποδα στο δρόμο και ένα κορίτσι βάφει πατζούρια παρέα με τον Μπίγαλη. Οι φοιτητές μάλλον ακόμη θα κοιμούνται. Το βράδυ βλέπουν μουντιάλ. Έχουν βγάλει μεγάλη τηλεόραση στο μπαλκόνι και κάνω ζάπινγκ μαζί τους από απέναντι. Ή τους φωνάζω να το χαμηλώσουν. Χθες αντήχησε και γκολ. Νομίζω πως απ’ τα ανοιχτά παράθυρα εισέβαλαν φωνές από Καλαμαριά, από Εύοσμο, από Κρήτη, Καστελόριζο, Έβρο. Συντονίστηκε η αγωνία, η χαρά, σείστηκε η Ελλάδα από κάτι σαν φως. Ξύπνησε κι εμάς που κοιμόμασταν ή δεν μας άφηναν τα κουνούπια.

Πάω το πιάτο στην κουζίνα κι αυτός δεν είναι εκεί. Ελπίζω να μ’ άκουσε και πήγε να τη βρει. Μια μπουγάδα ξερνάει μαλακτικό, μύρισε μαμά ο δρόμος. Κάποιος με χαζεύει που χαζεύω. Μπαίνω μέσα γρήγορα. Κλείνω κουρτίνες και κάθομαι να γράψω. Στο σπίτι παίζουν ο ανεμιστήρας, η κουρτίνα και το όνειρο του σκύλου. Δεν είναι ησυχία πια. Έδωσα ρόλο στα ανοιχτά παράθυρα και δεν βάζουν γλώσσα μέσα. Άκου!


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi--ta-anoixta-parathira-0#ixzz35lPnhBCZ



                                                                                                       (Πρώτη Δημοσίευση: 26.06.2014)