Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013


Δύσκολοι αποχαιρετισμοί…





Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Αιμιλίας Ξανθοπούλου




Αγαπημένο μου,


Γυμνές οι λέξεις χωρίς το απαλό σου χάδι, αμήχανα τα δάχτυλα, μοιάζουν να απορούν. Τα χείλη μισάνοιχτα, ακόμα περιμένουν. Ανασαίνω το δωμάτιο που μέχρι χθες υπήρχες. Σε ψάχνω στις κουρτίνες, ακολουθώ τα ίχνη σου στους τοίχους, στο πάτωμα… ναι πέρασες από δω, έστριψες από κει, άναψες, σβήσαμε αγκαλιά, στα χέρια μου… κι αχόρταγη ζητούσα και διψούσα κι άλλο… κι άλλο. Όχι δεν είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω. Γι’ αυτό σου γράφω, να ξορκίσω με πλήκτρα την απόφαση, το πείραμα, την απουσία. Μια αγάπη που ‘γινε δίκοπο μαχαίρι ή έστω… τσιγάρο ηλεκτρονικό.

Μέχρι τα 20 ήμουν φανατική κατά. Από παιδιά, με τον αδερφό μου, κρύβαμε τα πακέτα των επισκεπτών, στις διακοπές πετούσαμε σε απόκρημνα φαράγγια τον καπνό της πίπας του πατέρα ή λοξοκοιτούσαμε τις σπάνιες φορές που η μαμά έκανε ένα τσιγαράκι με τον καφέ και τις φιλενάδες της. Ο αδερφός δεν το βαλε ποτέ στο στόμα του. Κι εγώ… Αφού το απέφυγα στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, στον έρωτα, στη θλίψη και στα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου… βρέθηκε μια Φολέγανδρος στη μέση του πελάγους, εγώ πάνω της για τις πρώτες μου μοναχικές διακοπές, μια ωραία θέα, χωρίς παρέα, που έπρεπε κάπως να μοιραστεί. Ο φίλος μου ο καπνός, σκέφτηκα τότε και με τρεμάμενα χέρια και φωνή αγόρασα το πρώτο μου πακέτο. Και σπίρτα. Και φυσούσε. Κι ούτε να το πιάσω δεν ήξερα. Αλλά ήταν ωραία. Και μετά άρχισαν τα φαντασιόπληκτα: το κοριτσάκι με τα σπίρτα και τα camel άναβε ρουφούσε και εισέπνεε ζαλισμένες εικόνες. Γινότανε Πυθία και ψέλλιζε χρησμούς ακατανόητους. Και μες τη θολούρα του τοπίου, επινοούσε διαλόγους, όνειρα, κείμενα, παρέες… Οι μικροί στεναγμοί του τσιγάρου που καίει ήταν ασορτί με τους δικούς της που ήταν είκοσι χρονών κι ήθελε να τα ζήσει όλα. Ως το φίλτρο.
 
Αλήθεια, περάσαμε όμορφα. Είσαι απ’ τις πιο γοητευτικές αδυναμίες μου. Μια μετέωρη επιθυμία που ξεντύνεται πέπλα καπνού και χορεύει στον αέρα. Μια χαρμάνα στιγμή που ζητάει απεγνωσμένα μια φωτιά. Μια πολύχρωμη ζωή, νοτισμένη από μια μεθυστική εθιστική σταγόνα δηλητήριο. Αν ήταν η μόνη… μπορεί απτόητη να συνέχιζα. Μα τα γύρω σταλάζοντα φαρμάκια είναι τόσα πολλά… που θες, που να πάρει, τουλάχιστον ελεύθερα και καθαρά… να ξαναμυρίσεις, να ξαναγευτείς, να ξανανανπνεύσεις. Να θυμηθείς πώς είναι να νιώθεις ανεξάρτητος κι απαλλαγμένος ακόμα κι απ’ την αγαπημένη σου συνήθεια.

 
Αγαπημένο μου… όχι δεν είναι αποχαιρετισμός…. Είναι ένα γράμμα ξόρκι… να σφραγίσει την απόφαση, το πείραμα, την απουσία. Έτσι σαν φόρος τιμής σε εκείνο το εικοσάχρονο κοριτσάκι που ήθελε να τα ζήσει όλα…



Ειλικρινά Μ-εθισμένο,
Παραμύθι


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-diskoloi-apoxairetismoi-477#ixzz2lS3UooF6

                                                                                                              Πρώτη Δημοσίευση: 21.11.13

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013


Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Max Beckmann



Ανοίγω απότομα τα μάτια. Ξεκολλάει τ’ όνειρο βίαια από τον ύπνο. Τα πόδια ψαύουν τον αέρα μα αντί να νιώσουν τα σανίδια, βρίσκουν κι ακουμπάνε πάνω σε μια μπάλα. Κάτω απ’ τις πατούσες μου γυρίζει μια γη πλαστική χοντρή και φουσκωμένη. Λίγο Ανταρκτική λίγο ωκεανός καταφέρνω κι ισορροπώ.
 
Κατά τ’ άλλα η μέρα κυλάει φυσιολογικά. Βγαίνω στον κόσμο, έχοντας τον κόσμο στα πόδια μου. Και κοίτα να δεις κάτι πράγματα, εγώ η ανισόρροπη κι ατσούμπαλη δεν πέφτω. Παιδεύομαι, μπαλαντζάρω, προσπαθώ από κάπου να πιαστώ… από κουβέντες, απ’ τον αέρα, απ’ τους περαστικούς. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Όμορφη μέρα και μουντή. Με ψιλόβροχα να τη ραντίζουν να μην εκραγεί. Με ρακές να την ποτίζουνε να ανθίσει. Δουλειές, διαλείμματα, χαμόγελα, άγχη, ιστορίες, σχόλια, ανησυχίες, γέλια, βουρκώματα, καπνοί. Κι εγώ πάνω στην μπάλα μου να κάνω τράβελινγκ σλάλομ ανάμεσα τους, σαν ακροβάτης, σαν αέρας, κάτι σαν πουλί. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Έχω και μουσική υπόκρουση. Ειδήσεις. Αίσχη και ντροπές. Τις μικρές κατακτήσεις. Τις μεγάλες αδικίες. Τα νέα της χώρας. Τα νέα της πόλης. Της γειτονιάς. Των ανθρώπων μου. Απολύσεις, προσλήψεις, αιώνιες αναμονές. Γεννήσεις, γενέθλια, γάμοι και γιορτές. Αρρώστιες, χτυπήματα, σπασίματα, εξετάσεις, εγχειρήσεις. Θάνατοι. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρί… Τι πράγμα; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει… Πέθανε; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει… Πότε; Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει…
 
Περίμενε. Φωνάζω. Θέλω να κατέβω. Γύρνα πίσω. Διατάζω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μα δεν μ’ ακούει. Γιατί γυρίζει, γιατί γυρίζει. Σταμάτα. Πάμε λίγες στιγμές πριν. Πάμε πίσω να προλάβουμε. Θέλω να του μιλήσω. Να τον ακούσω. Να τον γνωρίσω λίγο παραπάνω. Έστω να τον αποχαιρετήσω. Μα η γη γυρίζει, μα η γη γυρίζει. 


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ki-i-gi-girizei-ki-i-gi-girizei-476#.UoShdE-deU0.facebook#ixzz2knKyEMYW

                                                                                                         (Πρώτη Δημοσίευση 14.11.2013)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

οι Πέμπτες των Ερωτευμένων


Οι Παρασκευές των φωτοσκιάσεων, τα Σάββατα των τακουνιών, οι Κυριακές της ησυχίας, οι Δευτέρες των αθώων, οι Τρίτες των ανύπαρκτων, οι Τετάρτες των γυμνών ποιητών…



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Mårten Eskil Winge





Πώς τυχαίνει… και τις τελευταίες Πέμπτες μοιράζομαι γουλιές, λόγια και σιωπές μ’ ερωτευμένους. Μια ιδιαίτερη κατηγορία συνανθρώπων μας που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ελεύθεροι μες τα δεσμά των ανεκπλήρωτων πόθων τους.

 
Με τον Κάπα γνωριζόμαστε χρόνια. Συναντηθήκαμε σχεδόν τυχαία και αποφασίσαμε να ακουμπήσουμε τα «γεια τι κάνεις» που χρωστούσαμε, σε μια μπάρα. «Για πες…». Λίγο αναμνήσεις, λίγο επαγγελματικά, λίγο κρίση, λίγο τελευταία νέα… κυλούσε χαλαρά το βράδυ με κοινούς γνωστούς να παρελαύνουν, να διακόπτουν, να εξελίσσουν ή να αποπροσανατολίζουν την κουβέντα. Ξαφνικά ο συνομιλητής μου, καθαρίζει το τοπίο από εισβολές και μετά από τρεις ώρες ουσιαστικής μα άσχετης κουβέντας, ανοίγει σαν ρόδι την καρδιά του. Τρέμουν τα χείλη, ντρέπεται, πώς να το πει… είναι 30φεύγα και ξανά για πρώτη φορά ερωτευμένος. Αυτή του τη σπάει, τη λατρεύει, τον θυμώνει, τον γητεύει, τον ξενυχτά τα βράδια, σηκώνεται από το όνειρο και της μιλάει, παραμιλάει γι’ αυτήν στο γάτο , στον τοίχο, στο ταβάνι. Γυάλιζαν τα μάτια, τα χέρια αμήχανα στην μπάρα, στο ποτήρι, στο πρόσωπο… σαν να προσπαθεί να ξεκολλήσει την απουσία από το μυαλό του… ή να την συγκρατήσει μην του φύγει, ποτέ.

 
Την επόμενη Πέμπτη τριγυρνούσα βράδυ σόλο στην πόλη. Πάρκαρα σε ένα στέκι, άκουσα ωραίες μουσικές, παρήγγειλα κρασί, ξεφύλλιζα έντυπα. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε ο Χι. Ωραίος άνθρωπος. Βράχος και κλαράκι. «Ο μαύρος Πιτ» είχα πει όταν τον είχα πρωτοσυναντήσει 18 χρόνια πριν. Τότε που όλα γύρω μου σαν κινούμενα σχέδια μοιάζανε. Ο μαύρος Πιτ δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να ξεκλειδώσει τα μπαούλα του. «Είμαι ερωτευμένος» δήλωσε κι αυτός κι άρχισε να μεταμορφώνεται. Κι έγινε ξαφνικά ο Πλούτο, ο Ντόναλντ, κατακόκκινο παπί έρμαιο κάτω από τη σαρωτική ορμή μιας ροζ ζωγραφισμένης γόβας, έγινε κι ο Γκούφυ, και με μια χούφτα φιστίκια η σούπερ του εκδοχή… που δεν φοβάται, δεν κάνει γκάφες, νικάει ελπίζει, έχει λόγο για να ζει, να δουλεύει, να πονάει, να γελάει, να ομορφαίνει, να ζωντανεύει από το χαρτί, ν’ αποκτά σάρκα και οστά δίπλα μου.

Μιαν άλλη Πέμπτη ζήτησα από τον Ταυ να πάμε θέατρο. «Αδύνατο…» μου είπε. «Οι Πέμπτες είναι νύχτες κινηματογράφου». Είχαν κάτι τόσο απόλυτο οι λέξεις του… όπως και αυτές του Χι, του Κάπα. Άλλος έρωτας κι αυτός. Με τη μεγάλη οθόνη, τις ατάκες, τη σιωπή, τη μουσική. Τα πλάνα τον πλανεύουν, τον γονατίζουν, τον τρελαίνουν, τον προδίδουν, τον αφήνουν μαγεμένο να γυρνάει μόνος στο σπίτι.
 
Πέμπτη μέρα της εβδομάδας… ημέρα του Θεού Θωρ στα αγγλικά και σ’ άλλες γλώσσες. Όπου Θωρ, «θεός του κεραυνού και της αστραπής που συνασπίζεται με τους ανθρώπους εναντίον άλλων θεών». Μακάρι ο ξανθός νονός αυτής της μέρας να μας προστάτευε κι από τους δαίμονες. Αυτούς που μας κάνουν να ξεχνάμε… πόσο επαναστατική πράξη… είναι ο έρωτας. Αντίδοτο φαρμάκι γιατρικό. Στην κάθε μέρα.



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-oi-pemptes-ton-eroteimenon-475#ixzz2kKtEnWzC

                                                                                                   (Πρώτη Δημοσίευση: 7/11/2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Φτάνει, είπα






Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Κωνσταντίνας Βαλερά*






«Μην αφήνεις ποτέ την τελευταία σου μπουκιά… αυτή είναι η τύχη σου».

Κοιτούσα την τύχη μου με μούτρα και αποστροφή. Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο. Το γιουβαρλάκι… μου ‘κλεινε πράσινα κι ανήθικα το μάτι. Όλη μου η τύχη ζυμωμένη με κιμάδες ρύζια κρεμμύδια κι αβγολέμονα. Σ’ ένα πληγωμένο πιάτο, με διαμελισμένες σάρκες φαγητού, αίματα ζουμιά… σαν πεδίο μάχης.

 

Στο ανορθόγραφο μυαλό μου η τύχη έμοιαζε με τείχη… ψηλά κι απρόσιτα. Πίσω τους φυλακισμένη μια τελευταία μπουκιά. Εχθρός της, το χορτάτο μου στομάχι. Κι η δόλια μάνα, κάποτε χάρτινο ασπρόμαυρο παιδί μετά την κατοχή, δυο μακριές βλεφαρίδες που χτένιζαν για λίγο τον αέρα της απελευθέρωσης κι έπειτα του εμφυλίου, έγχρωμη τώρα κι ολοζώντανη μπροστά μου, σε ρόλο στρατηγού δικτάτορα. «Φάε, είπα.» Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο.

 

Άλλοτε πάλι, στο βαρήκοο μυαλό μου, η τύχη φάνταζε σαν ήχοι. Φωνές παιδιών που παίζουν κάτω στο δρόμο. Μας χωρίζουν εφτά όροφοι και μια τελευταία μπουκιά. «Τέλειωσε το φαΐ σου και κατέβα». Ήχοι. Παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς. Κυνηγητό, λάστιχο, κρυφτό. Περιμένετε….σε λίγο θα ‘μαι κι εγώ μαζί σας, νικάω τον πόλεμο και κατεβαίνω. Με τρόπαιο το ρέψιμο της τελευταίας μπουκιάς. Της τύχης μου.

 

Μεγαλώνοντας, αυτή η ίδια τύχη άρχισε να γίνεται σαν τοίχοι. Τοίχοι σπιτιού, του δικού μου κάποτε, «με χολ και κουζίνα καλά όλα κι άγια ηρεμία τάξη κι ασφάλεια»… Τοίχοι μιας ενήλικης ζωής που με περιμένει εκεί έξω. Η τύχη μου ίσον οι τοίχοι ενός γερού σπιτιού, μια οικογένειας, ενός συζύγου, δυο παιδιών, να μην τρων τα γιουβαρλάκια, κι εγώ σαν νέος στρατηγός δικτάτορας να επιμένω. Τύχη ίσον τοίχοι γραφείου, χωρίς παράθυρα, να μην καθυστερούν αναιδή ηλιοβασιλέματα και τεμπέλες θέες την πολύτιμη εργασία. Τύχη ίσον και οι τοίχοι μιας τράπεζας. Μέσα της καλά κλεισμένη κι ασφαλισμένη η ιστορία μου. Οι ως τώρα κόποι και το μέλλον μου. Κι ας είναι απ’ έξω γραμμένη με μπογιά, μια άλλη ιστορία.
 


Κάθομαι τώρα και κοιτώ την τελευταία μου μπουκιά. Την τύχη μου. Την τύχη να έχω ακόμα φαΐ στο πιάτο. Αγαπώ τα γιουβαρλάκια κι ας μην ξέρω να τα φτιάχνω. Τα χάιδεψα με το κουτάλι. Τα μύρισα ένα ένα. Τα γεύτηκα αργά να μην τελειώσουν. Κι όμως… Γύρω τους τείχη γκρεμισμένα. Μοναδικός εχθρός τους πλέον μια κοινωνία που σου κλέβει την μπουκιά απ’ το στόμα. Ακούω τους ήχους μιας ακόμα διαδήλωσης. Μιας παρέλασης. Μιας επίδειξης άμυνας και δύναμης μιας αδύναμης παραδομένης χώρας. Στους τοίχους μου βλέπω σκιές, σοβάδες και ρωγμές. Ευτυχώς βλέπω και χρώματα. Πορτοκαλιά όρεξης, κόκκινα πάθους, πράσινα υπομονής, γαλάζια ονείρων… Κι αυτό είναι η μόνη μου τύχη. Είναι και η τελευταία μπουκιά που θα την προστατεύσω μέχρι τέλους. Κι ας μην τη φάω ποτέ. Αφού σου είπα. Φτάνει ρε μαμά δεν θέλω άλλο.








*ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ- Έκθεση της Κωνσταντίνας Βαλερά, στη Αίθουσα Τέχνης Φ.Α.Α.Θ. (Αγ. Σοφίας 38, Θες/νίκη), ως τις 6.11.13.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/methismeno-paramithi-ftanei-eipa-474#ixzz2jrFoDSQw

                                                                                                      (Πρώτη Δημοσίευση 31.10.13)