Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Του ονείρου, του καπνού και της ανεμοζάλης




Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Egon Schiele

"Πάει και το προηγούμενο πακέτο" λέω στον περιπτερά αγοράζοντας, μετά από λίγες ώρες ένα καινούριο. "Έτσι είναι κορίτσι μου" μου απαντά, "ο παίζων χάνει, ο πίνων μεθά κι ο αγαπών... αυτοκτονεί". Στα πόσα καίγεσαι λοιπόν; Πόσα πακέτα ζυγίζει η αγάπη, μια στιγμή του ονείρου, του καπνού και της ανεμοζάλης;

Λένε πως αν ζυγίσεις ένα τσιγάρο πριν κι αφού καεί (μαζί με τις στάχτες του) κι αφαιρέσεις το βάρος των δύο, το υπόλοιπο που θα σου μείνει αντιστοιχεί στο βάρος του καπνού. Μπαίνω ολόκληρη μες το τασάκι και ζυγίζομαι. Πριν και μετά. Αν η ψυχή ζυγίζει 21 γραμμάρια, πόσο ζυγίζει ο έρωτας; Ο καυγάς; Ο θυμός; Η άμυνα; Η αδυναμία; Ο εγωισμός; Η συνήθεια; Αν αφαιρέσω τις τριβές, θα βρω το καθαρό μας βάρος;

Τρέχω στη βιβλιοθήκη μου.

«Στη φυσική, βαρύτητα ονομάζεται η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να έλκουν άλλα υλικά σώματα. Τα ελκόμενα σώματα κινούνται με επιταχυνόμενη κίνηση προς το έλκον σώμα. Οι έλξεις είναι αμοιβαίες.»


Αφήνω τη φυσική στην άκρη. Αλλάζω ράφι. Αίφνις, η μηλιά του Νεύτωνα γίνεται δρυς βασιλική:

«Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της…και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας…»(1)


Θ’ αντέξει άραγε ένα κλαδί το βάρος του πόθου μου; Αλλάζω ράφι. Πόσο ζυγίζει η αγάπη; Ένα άλφα ίσως:

«Όπου στέκομαι όπου πάω
- θα στο πω!
Με το νου μου λέω:- δε σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπάω!
Μέσα στο –άω, μέσα στο –άω
Πότε πως ουρλιάζει ένα σκυλί,
Πότε να στενάζει ένα φιλί
Γρικάω»(2)


Πόσο ζυγίζει η αγάπη, ρωτάω το άλλο ράφι.

«Ένα πολυεκατομύριο δισχιλιεκατοστά, ένα οκτακοστομυριοστό, ένα θαυμασιοστό κι ένα ευρωεκατομυριοστό… δυο τραβήγματα αυτιών… εφτά σοκολατάκια… πιο λίγο από τον άνεμο… πιότερο κι από ολάκερη τη γη»(3)


Να εφεύρω μόνη μου λοιπόν το βάρος της αγάπης; Ζυγίζω στα χέρια μου ακόμη ένα βιβλίο. Μια σελίδα. Τρεις ερωτήσεις. Τρεις απαντήσεις:


ΚΡΙΤΗΣ: Όταν αυτός ο άνθρωπος τρέχει, εσύ τι κάνεις;
ΝΕΡΑΪΔΑ: Λαχανιάζω.
ΚΡΙΤΗΣ: Όταν χτυπάει και γδέρνει το χέρι του;
ΝΕΡΑΪΔΑ: Ματώνω.
ΚΡΙΤΗΣ: Όταν μιλάει στον ύπνο του ή ροχαλίζει;
ΝΕΡΑΪΔΑ: Ακούω τραγούδια.(4)

Έκλεισα με δύναμη το βιβλίο. Έσβησα το τσιγάρο. Ζύγισα τις στάχτες, τους ιδρώτες, τις ανάσες, τις λέξεις, τη μουσική, το χρόνο που πέρασε, τα σεντόνια. Πρόσθεσα, αφαίρεσα, απλοποίησα, στρογγυλοποίησα:

 


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-451#ixzz2aedw5RsW

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 14.2.13)

Deadline


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Εύας Βόγια

Δως μου ένα deadline για να μπορώ να λειτουργήσω… μια ακίνητη γραμμή πάνω της να στοιβάξω λέξεις, σκέψεις, ζωγραφιές.

Θάλασσα ήρεμη. Ώρα σούρουπο. Μια σ χ ε δ ί α. Πάνω στη γραμμή, το Χι μοιάζει με προπέλα. Η Χαρά του να «πλέΧεις» να Χαϊδεύεις Χωρίς άγΧος τη ζωή. Μπορεί και άγκυρα αν Χαθεί η διάθεση περιπλάνησης και καταφέρει το Χι να Χωθεί μέσα στο Χώμα. Προς το παρόν κυλάμε. Πλέουμε. Πάνω σε μια λέξη: σ χ ε δ ί α… Έχουμε για πανί το γράμμα δέλτα (Δέος, Δόσιμο. Δέλεαρ) και αποσιωπητικά να αφρίζουν στο νερό. Το Σίγμα είναι ο Στόχος. Το Έψιλον, το Εμπόδιο- στριμωγμένο μεταξύ άγκυρας και πανιού- ούτε φαίνεται. Το γιώτα είναι το κουπΊ. Το Άλφα το Άγνωστο που Αγνοώ Αλλά στο οποίο Αποσκοπώ το οποίο Αναλόγως Αγαπώ Απεχθάνομαι Αποφεύγω Αποζητώ Απομυζώ Από το οποίο κι Ανατρέπομαι. Αυτός είμαι. Life of Me. Εγώ κι η τίγρης μου. Εγώ κι ως θεατής μου με 3D γυαλιά.

Κι ύστερα φύσηξε ένας αέρας. Ή ήρθε ένα πουλί κι εγκαταστάθηκε πάνω στην οξεία. Πουλί όΠως Παλιόκαιρος, Πίκρα, υΠομονή, Πόσο ακόμη, Πρόσεχε, Πέφτεις, Πάλι. Το κουπΊ φεύγει από τα χέρια, η οξεία πουλί βρίσκει Άλλο Αποκούμπι, το Άλφα την Αποκρούει, το Δέλτα της ρίχνει μια Δυνατή σφαλιάρα, βρέθηκε η οξεία θρονιασμένη Επιτέλους πάνω στο Έψιλον. Η εικόνα τώρα έχει ως εξής:

Θάλασσα ήρεμη. Ώρα σούρουπο. Σ χ έ δ ι α. Ναυαγισμένα. Από πίσω η γραμμή του ορίζοντα. Η αλλιώς μια dead line. Γραμμή νεκρή. Χλωμή και παγωμένη.

Dead line. Μια τερματική γραμμή. Ιδρωμένοι δρομείς παίρνουν μια τελευταία ανάσα και ξεσκίζουν το νήμα του τέρματος. Πανηγυρισμοί, γύροι του θριάμβου, εθνικοί ύμνοι και κλάματα. Στη γραμμή πάνω πέθανε ο αγώνας. Κι εγώ από τον καναπέ τα ίδια. Συσπάσεις μυών, αδρεναλίνη, εξάντληση. Πίτσα, μπύρα και σωματοποίηση του αγώνα. Ρέψιμο, κλάσιμο κι η αίσθηση ότι πάει κι αυτό τρέξαμε και σήμερα. Ασκηθήκαμε. Νικήσαμε. Χάσαμε. Ζήσαμε το deadline που μας αξίζει, την προσομοίωση του… μέχρι τελευταίου μυ. Σηκώνομαι πιασμένος. Τεντώνομαι. Κι η δική μου η νεκρή γραμμή;

Ίσως έγινε μπάρα του λίμπο, και με απίστευτη τεχνική κατάφερα φτηνά και χαμηλά να την γλιτώσω, χωρίς να μ’ ακουμπήσει, χωρίς να την ξεσκίσω σαν δρομέας, χωρίς να την φτάσω σαν σχεδία με στόχο και προπέλα, χωρίς να την ιδρώσω…

Dead line. Η γραμμή μια χαρά ζωντανή είναι, τα σχέδιά μου τα ’χουν κακαρώσει. Οι οξείες τώρα, για δες, είναι δύο. Τα σχΈδιΆ μου. Μία πάνω στο Εμπόδιο και μία πάνω στην Απόφαση.
Dead line κι εγώ σχοινοβάτης πάνω της. Dead line κι η κάθε μέρα μου, λέξη μου, ανάσα. Πεθαίνει συνεχώς. Προηγουμένως όμως, οφείλω να την έχω ορίσει εγώ, να την έχω ιδρώσει εγώ…να την έχω ζήσει, μέχρι τελευταίου γράμματος, οξείας. Και τελείας.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-450#ixzz2aead1akS

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 7.2.13)

Λ- έξεις


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Salvador Dali



Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη…
[Νικηφόρος Βρεττάκος, Η βρύση του πουλιού]
 
Οι λέξεις κατεβήκαν σε απεργία. Σήκωσαν κενά πλακάτ στους δρόμους και διαμαρτύρονται με άναρθρες κραυγές.

Λόγια πολιτικών, εξομολογήσεις ερωτευμένων, άρθρα δημοσιογράφων, στίχοι ποιητών, ακόμη και οι κατάλογοι εστιατορίων, τα συννεφάκια των κόμικς, οι ταμπέλες, οι υπότιτλοι, οι οδηγίες χρήσης, τα πρόστιμα, οι βρισιές, οι νόμοι, οι κανόνες, λίστες, αποφθέγματα, συνθήματα, μανιφέστα, ευχές και προσευχές. Λέξεις ξεκόλλησαν από σελίδες βιβλίων, από τοίχους και τραγούδια, διέρρηξαν σφραγισμένα χείλη, εξατμίστηκαν ακόμη κι από σκέψεις… ανείπωτες. Όλες τους… παρελαύνουν σε οδούς δίχως όνομα… σκυφτές και κουρασμένες. Γιατί διαμαρτύρονται; Ποια είναι τα αιτήματά τους; Οι λέξεις απεργοί δεν αποκαλύπτουν. Αφήνουν τον κόσμο να λειτουργήσει ερήμην τους.

Και τότε σώπασαν όλα.

Και γίνανε πολλά.

Ή τουλάχιστον περισσότερα. Χωρίς διευκρινίσεις, εξηγήσεις, δικαιολογίες και παρεξηγήσεις. Έστω για λίγο, έκανα. Δεν έλεγα τι θα μπορούσα να ’χα κάνει. Κι ήξερα. Ότι αναλάμβανα μιαν ευθύνη. Εκείνη που δεν μπορούσαν πια να σηκώσουν οι λέξεις.
 
Μετά την πορεία, οι λέξεις ίσως πήγαν και ήπιαν σιωπηλές τσίπουρα. Με νεύματα ζήτησαν κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Πνίγηκαν στο τέλος μες τα ποτήρια τους ή γύρισαν ξεθεωμένες και ζαλισμένες πίσω στην πρόταση. Όσες βρήκαν το δρόμο.

Η Τσιμισκή μπερδεύτηκε και μου χτύπησε βραδιάτικα το θυροτηλέφωνο. Η επανάσταση μπήκε στο ψυγείο. Γέμισαν οι παγοθήκες με υγρές επιθυμίες. Μούσκεμα και τα όνειρα, αντί για μαξιλάρια. Πατζούρι το πάπλωμα. Μακαρόνια στις γλάστρες. «Φύγε», ακούω να φωνάζω- κι όμως «έλα» ήθελα να πω. Σε σήκωσα σαν τηλέφωνο. Εμπρός. Εμπρός. Χάλασες; Γιατί δεν δουλεύεις; Άνεργος; Κι εσύ; Σ’ έκλεισα με δύναμη. Ή σ’ άφησα ανοιχτό. Να σε δω να ξημερώνεις.
 
Την άλλη μέρα, με μια ασπιρίνη, όλα επέστρεψαν στη θέση τους. Λίγο λιγότερο φλύαρα. Λίγο περισσότερο ουσιαστικά. Πιο καθαρά. Πιο ακριβή. Όχι ακριβά. Αλλά πολύτιμα. Ακόμη και τα λόγια.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-449#ixzz2aeYiXEla
http://bibliotheque.gr/?p=15806

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 31.1.13)

Perfect Day


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Σπανάκη

Μέρα πανέμορφη. Κι ας μην ήπιαμε σαλέπι στο πάρκο. Ούτε είχε καμιά ταινία της προκοπής. Ούτε ξέρω πού βρίσκεται ο ζωολογικός κήπος. Ούτε ταΐσαμε έστω κανένα αδέσποτο. Πάντως μέρα πανέμορφη. Κάπου μέσα ήσουν κι εσύ. Διάλεξε:

Από χθες το βράδυ ακόμα. Η κόρη του έγινε 18 χρονών. Βγήκε έξω με τις φίλες της. Ο πατέρας έκανε βόλτες στην άδεια Βαλαωρίτου. Περίμενε να τις γυρίσει σπίτι. Άκουσε Lou Reed, Bach, Μπακιρτζή και μπήκε. Ήπιε ένα κρασί. "Πού τα βρίσκεις και τα βάζεις;" με ρώτησε. Σε λίγο ήρθε και το 18χρονο πλέον μπουμπούκι. "Άντε μπαμπά έχω σχολείο αύριο". Της αφιέρωσα τον Αλκίνοο να λέει... τα γόνατά μου κάνουν χρίτσι χράτσα... μεγαλώνωωω. "Ό,τι επιθυμείς κορίτσι μου", είπα σαν μεγάλη. "Αυτό που επιθυμώ είναι να γίνω φοιτήτρια και τίποτα άλλο", είπε. Κι όμως τα μπουμπούκια ακόμη ονειρεύονται...σκέφτηκα… είναι κι αυτό κάτι.

Κι όμως την άλλη μέρα το’ χα κιόλας ξεχάσει.

Ο φωταγωγός πάντως από νωρίς ξερνούσε φωνές. «Είμαι ο Νικήτας». «Και ο Νικήτας είναι εντάξει». «Είμαι η Μαρία…», «..ο Γιώτης», «..η Βιβή», «..ο Χρήστος», «..ο Πάνος» …όλοι εντάξει. «Καλή χρονιά», ξεφώνισα κι εγώ μέσα από σαπουνάδες. «Ποια είσαι;», αντιτσίριξε ο φωταγωγός. Δε μίλησα. Συνέχισα ατάραχη το μπάνιο μου. Φοβήθηκα μην με πείσουν οι δυνατές φωνές τους πως κι εγώ εντάξει είμαι κι άντε μετά να στύψεις το εντάξει να το κάνεις λέξεις, πράξεις, ύφος. Άντε μετά να το υπερασπιστείς.

Στέγνωσα τα μαλλιά, πασαλείφτηκα με κρέμες, κολόνιες, κασκόλ, άγχος κι επιφύλαξη και βγήκα στον κόσμο.

Μέρα ασήμαντη. Σχεδόν. Κλάδεψαν τα δέντρα κι ο ουρανός ακκίζεται συνεχώς. Και να τα γαλάζια, τα μαβιά, τα μπλε γκρι… τα ελαφρά πορτοκαλιά, τα βαριά κόκκινα. Κάνω πως δε βλέπω. Βιάζομαι λέμε.

Στο ταχυδρομείο έχει κόσμο. Κοιταζόμαστε και περιμένουμε. Καπνίζουμε, βοηθάμε έναν παππού ν’ ανέβει τη σκάλα, κλέβουμε ευχές, τσαλακώνουμε τα χαρτάκια μας. Μέγιστος χρόνος αναμονής: 7 λεπτά πριν. Και να το θείο δώρο: ένα νούμερο λιγότερο, ένα νούμερο σε λίγο… τρυπώνει σχεδόν κρυφά στο χέρι μου. Πάω, η υπάλληλος γελάει (;!) δίνω το γράμμα, κολλάω το γραμματόσημο, φεύγω. Μέρα καλύτερη.

Πολύ. Μια χειραψία πιο κει, τρία γεια παραπέρα, 1,5 χαμόγελο στο φούρνο, ένα τσίπουρο στο τραπεζάκι απ’ έξω, καυτερή πιπεριά- γιατί όχι, λίγο χιούμορ στο μανάβη, στο σούπερ μάρκετ μια κυρία ρωτάει πώς γίνονται οι φουσκάλες στον καφέ, μια άλλη παινεύεται για τις καλές της πίπες (μπορεί ν’ άκουσα και λάθος)- αναθάρρησα.

Μέρα υποσχόμενη. Κάτι όμορφο πήρα και βιάζομαι να το ανταποδώσω. Χαιρετάω πρώτη. Στέκομαι. Θέλω να μάθω. Τι κάνεις; «Πεθαίνει η ανιψιά μου, 11 χρονών, όγκος στο κεφάλι. Οι γονείς τη μαλώνουν γιατί κάθεται στραβά. Ένα χυμένο σκιαχτράκι στην καρέκλα. Άμυνα, δε λέω, αλλά δεν θέλω το πλασματάκι μου να φύγει έτσι. Συγγνώμη. Σου μαύρισα την ψυχή;» Όχι βέβαια… μου θύμισες τα χρώματά της.

Τότε είδα πίσω από τα κλαδεμένα δέντρα τον ουρανό. Τις αποχρώσεις μιας καθημερινότητας τόσο ασήμαντης μα τόσο σπουδαίας. Έτρεξα γρήγορα σπίτι. Άνοιξα το παραθυράκι του μπάνιου και φώναξα με δύναμη, λαχανιασμένη και υγρή: ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ. ΠΟΛΥ.
Ελπίζω αύριο να το θυμάμαι ακόμα.
 


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-448#ixzz2aeWsW5a0

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 24.1.13)

Το παιχνίδι των σκιών

«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις…»*


Μια συνομιλία με την ποίηση του Κ.Π.Καβάφη & τη ζωγραφική του Edvard Munch

Η μεγάλη σκιά στον τοίχο, ακούμπησε απαλά τους στίχους στο τραπέζι και ρούφηξε ηδονικά καπνό από την πίπα της. Τον άφησε απ’ το στόμα της, ήρεμα να δραπετεύσει. Αυτός απορροφήθηκε γρήγορα από τον αέρα. Ο αέρας μύριζε τσίκνα και κέφι και να’πα να γαμηθεί εμείς στο ελλάντα γλεντάμε. Τα μεγάλα της χέρια άγγιξαν το πρόσωπό της. Χαλάρωσαν τους μυς, τις έγνοιες, τις ρυτίδες.
 
Μοιάζει σαν η μεγάλη σκιά να στρώνει στο πρόσωπό της γη. Ούτε τσιμέντο, ούτε πούδρα, ούτε χάδι. Χώμα. Λευκό διαβρωμένο και άσπιλο. Έτοιμο να σπάσει, σαν σκάσει κάποια έκφραση. Μα η μεγάλη σκιά έκφραση δεν έχει, ούτε όνειρο, ούτε ακοή απατημένη, ούτε ελπίδα μάταιη. Ξέρει. Αλλά δεν κραυγάζει. Μουρμουρίζει έναν αφυπνιστικά υπνωτιστικό σκοπό. Ούτε κάλαντα, ούτε τρίγωνα, ούτε χάλκινα. Αναπνέει. Βαθειά. Η άγονη κοιλιά της γεμίζει και αδειάζει. Εκπνέει. Σιγουριά και Δύναμη. Πού την είδες; Αναρωτιέται η λογική. Όχι όμως και το πνεύμα.

Αυτό γνωρίζει καλά πως αυτές οι μέρες δεν είναι γιορτές, είναι τελετουργία. Η τελετουργία απαιτεί ανάσα καθαρή. Αγάπη, νιάξιμο, ψυχή, πρόθεση, καλή. Όχι ξόδεμα. Γενναιοδωρία. Έχει σχήμα στρογγυλό. Σαν αγκαλιά, σαν καμπύλη ποθοπλάνταχτη, σαν σύμπαν, «σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι…»*. Έχει βήμα ελαφρύ και βαθύ και σημαντικό και στέρεο. Έχει ύλη συμπαγή, όχι διάτρητη, ούτε θολή, έχει περίγραμμα κι ας το ξεπερνά από μέσα του το χρώμα.

Η μεγάλη σκιά γι’ αυτό προσεύχεται, εύχεται κι απεύχεται. Η τελετουργία των ημερών να μην είναι πυροτέχνημα, τρέσα και λαμπιόνι. Να ‘χει χαρά και ουσία και συνέχεια.

Όταν έσβησε το φως μεγάλη σκιά δεν υπήρχε. Ούτε όταν το άναψε τελείως. Ήτανε ένας μικρός, ασήμαντος, κρυωμένος, κουκουλωμένος, άφραγκος, κακοδιάθετος μπορεί και νηστικός. Παρολαυτά, «…πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου…»* κι υποσχέθηκε στον μικρό ασήμαντο εαυτό του, όσο μπορεί, να σεβαστεί την τελετουργία των ημερών, κάνοντάς την κάθε μέρα. Με ανάσα καθαρή. Αγάπη, νιάξιμο, ψυχή, πρόθεση, καλή. Όχι ξόδεμα. Γενναιοδωρία. Για να μην έχει να αποχαιρετά, χωρίς να χει πρώτα χαιρετήσει και ζήσει… την πόλη, την ποίηση, την ουσία, τον θίασο, τη μουσική την εξαίσια, τη γιορτή, τον χρόνο, τη ζωή.
 
*«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-447#ixzz2aeVDUaSE

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 20.12.12)

Ζητούνται Χριστούγεννα*



Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Βασίλη Μιχαηλίδη
 
Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ανά πάσα στιγμή, έτοιμη να σπάσω. Ζούσα στο πατάρι, μέσα σε χάρτινο κουτί, τυλιγμένη με παλιές εφημερίδες. Φέτος είχα γύρω μου μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Και συγκεκριμένα ένα παράλογο «ζητείται άντρας ή γυναίκα να βαφτίσει παιδάκι». Είχα πολύ χρόνο να το σκέφτομαι. Μου πήρε 2 μήνες να το διαβάσω, άλλους 3 να το συνειδητοποιήσω, 1,5 μήνα γελούσα, 2 μέρες έκλαιγα. Τον υπόλοιπο καιρό σκάρωνα τις δικές μου αγγελίες. Ζητείται. Θέα. Ζέστη. Δροσιά. Αλήθεια. Ελπίδα. Αισιοδοξία. Φως. Σύντροφος. Φίλος. Στέκι. Πόλη. Χώρα; Κάποιος να μοιραστούμε ένα κρασί, μια βόλτα, μια ταινία, ζητείται μια φωνή απ’ το τηλέφωνο, ένα σχέδιο κοινό, κάποιος να του πω το όνειρό μου, τα νεύρα μου, πώς πέρασα σήμερα, έφτιαξα ρεβίθια ζητούνται παραμύθια να τα συνοδεύσουν. Ζητείται λόγος ύπαρξης. Συνέχειας. Ζητούνται Χριστούγεννα. Ζητείται. Κάποιος να με πάρει απ’ το πατάρι.

Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι- δε μιλάνε. Μια τρύπια διπλωμένη σκηνή. Μέσα της φυλακισμένη ακόμα η άμμος και το ηλιοβασίλεμα. Πιο κει, κουβάδες με ξεραμένες μπογιές. Ένας χαρταετός. Καρναβαλίστικα. Εξόριστα βιβλία, παπούτσια στη σύνταξη, κάδρα, πλακάκια, ένα πλαστικό δέντρο, μια γαλανόλευκη. Κι άλλα κουτιά με λαμπάκια, γιρλάντες, στολίδια, μικρά χοντρά γυαλιστερά και κόκκινα. Είμαστε εδώ και περιμένουμε. Λείψανα χρωματιστά. Πλησιάζει ο καιρός το νιώθω. Το σπίτι έχει παγώσει. Ανάβει το καλοριφέρ, ουρλιάζουν οι σωλήνες. Άντε, πότε θα στολίσεις;

Από κάτω ακούγεται συνήθως μουσική, βήματα, χτυπάνε πού και πού το κουδούνι. Αυτή άλλοτε ανοίγει άλλοτε κρύβεται. Γελάει ή δε μιλάει καθόλου. Ακούγονται κι άλλες φωνές. Διαφημιστικά, έρανος, κάποιος θέλει να τη σώσει, άλλος να την κλέψει, ένας να την αγαπήσει. Ακούγεται κι ο αέρας. Κι η βροχή. Κι ο έρωτας. Κι ο βήχας. Μα πιο φλύαρη είναι η ησυχία. Άντε, πότε θα στολίσεις;

Δεν ανησυχώ. Απλώς ανυπομονώ. Έναν ολόκληρο χρόνο περιμένω. Τη σκάλα, το χέρι, την προσγείωση πάνω στο τραπέζι, το άνοιγμα του κουτιού, το γδύσιμο της εφημερίδας, το κρέμασμα στο κλαδί, το στριφογύρισμα, την πανοραμική θέα του σαλονιού. Είναι τα έπιπλα στη θέση τους, το χαλί, το σκυλί, η κουρτίνα, οι απέναντι; Άντε, πότε θα στολίσεις;

Σήμερα φωνάζει απ’ το πρωί. Βρίζει στον τοίχο, στο ταβάνι, στον καθρέφτη. Ξώφαλτσα σιχτίρια έρχονται και πάνω μας. Σιωπή. Ακούω τη σκάλα, παντόφλες να σέρνονται στο πάτωμα. Γέρασε η σκάλα. Γέρασαν και τα βήματα πάνω της. Είναι άτσαλη. Με σφίγγει. Πρόσεχε ηλίθια θα σπάσω, λέμε. Κατέβηκα. Γδύθηκα. Είδα. Την Υποκρισία ξαπλωμένη στον καναπέ. Τη Μιζέρια στην πολυθρόνα. Τη Γκρίνια στα ράφια. Την Ερημιά στα μάτια της. Θέλω να πάω πίσω. Δεν θέλω να γίνω αξεσουάρ της θλίψης.

Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ώσπου κύλησα. Κι έπεσα. Ένα στολίδι λιγότερο. Η τελευταία μου σκέψη πριν τα σκουπίδια ήταν μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Φέτος ζητείται στολίδι κασκαντέρ. Ζητείται δέντρο με ρίζες. Ζητείται δάσος. Όχι διακριτικό κι εχέμυθο. Να διαδηλώνει την ύπαρξή του. Μην το χάσεις ποτέ. Ουσία. Όχι αυτή δε ζητείται. Απαιτείται. Άμεσα.
 
                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 13.12.12)

Τα κομμάτια μου

«Φτάνει! Τώρα άκου το μάθημα της ανατομίας. Εκεί πάνω είναι ο εγκέφαλος, που διψάει για αλήθεια, και ποτέ δεν του δίνουν αρκετή, και ποτέ δε χορταίνει! Εδώ στη μέση είναι η κοιλιά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το φύλο, που διψάει για έρωτα, επειδή νιώθει μοναξιά πότε πότε… Εγώ τα ’θρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όπως ήθελα… Εσύ δε χόρτασες κανένα… Μπορεί την κοιλιά σου, λίγο, με φασκόμηλο!.. Αλλά από έρωτα, από αλήθεια- τίποτα τίποτα τίποτα… μόνο φουσκωμένα λόγια… και καμώματα και πόζες! (Της αφήνει το χέρι.) Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Το μάθημα τελείωσε.»
                                                        [Καλοκαίρι και Καταχνιά- Τέννεσσυ Ουίλλιαμς]

 

  Μια συνομιλία με τη ζωγραφική τoυ Gustav Klimt


Με το που αφέθηκε, το χέρι τρύπωσε στην τσέπη. Τα δάχτυλα έψαυσαν το ύφασμα, το ‘σκαψαν, σχεδόν το τρύπησαν. Δεν μπορεί κάπου εδώ θα βρίσκεται. Ένα κάτι να πιάσω να πιαστώ.

Το άλλο χέρι μετέωρο επαιτεί απαιτεί ή ετοιμάζεται να πετάξει.

Πιο κει παρατημένο ένα στήθος. Η αμαζόνα ξερίζωσε τον ένα της μαστό για να βολεύεται στο τόξο. Το άλλο το φούσκωσε ή το άφησε να μαραζώσει.

Το γόνατο ξεχάστηκε στο δάσος. Τότε που γονυπετής διέσχιζε ένα παλιό μονοπάτι, ψάχνοντας για ίχνη από ψίχουλα ή χαλίκια.

Η πατούσα σφηνωμένη σε γοβάκι γυάλινο στο ράφι τεμπέλη παπουτσή.

Η άλλη, σελιδοδείχτης στο Μονόγραμμα του Ελύτη. Νομίζει ακόμη πως είναι πόδι μικρό μες στ’ αχανή σεντόνια. Η πανσέληνος όπου να ’ναι θα τη γαργαλήσει, τα κύματα, το σκοτεινό πλεούμενο.

Το στομάχι ιδρώνει μέσα σε μασαζοκορσέ ή πονάει ή δε χορταίνει. Διαμαρτύρεται κατά καιρούς αλλά ποιος να το ακούσει; Το αυτί έχει ξεμείνει στο τηλέφωνο μήνες τώρα. Περιμένοντας να εξυπηρετηθεί από κάποια υπηρεσία ή απλά εσύ να το σηκώσεις. Το άλλο έγινε αποφάι σε πιάτο πρώην γκουρμέ , νυν σπασμένο.

Λίγο πιο κει, τα χείλη διψάνε. Παραπέρα, η γλώσσα διαφημίζει στοκ ιστορίες σ’ ένα μπαρ, τα δόντια τρίζουν στον ύπνο τους.

Η μύτη χώνεται παντού άρα κάπου θα ‘χει βολευτεί κι αυτή, ίσως εποπτεύει από ψηλά, ίσως συλλέγει μυρωδιές που κάτι της θυμίζουν.

Μάτια μου. Πού είστε; Υπήρξατε 14 κάποτε, παράδειγμα προσοχής, προσφώνηση λατρείας. Ποιο χώμα ή ουρανός σας ταξιδεύει τώρα;

Κώλος. Κολλημένος στην καρέκλα. Ακόμη και σπασμένη. Σφηνωμένος στην αποχέτευση, αδηφάγο καζανάκι.

Μαλλιά. Κουβάρια. Χοντρές όμορφες γάτες να τα πασπατεύουν. Εφτάψυχες αυτές, κι εκείνα ξεριζωμένα από σύννεφα, μυαλά, καπέλα, κράνη, μαξιλάρια, χάδια και φιλιά. Τις νύχτες ουρλιάζουνε παρέα.

Περισσεύουν οι ελιές, οι φρέσκιες πληγές και τα παλιά σημάδια. Κάπου θα’ ναι κι αυτά. Αν δεν τα ‘σβησε το photoshop, αν ψάξεις θα τα βρεις. Όπως και τα νεύρα, τις φλέβες, τις αρτηρίες, τους τένοντες, τις αρθρώσεις, τους συνδέσμους. Το αίμα που χύθηκε χαλάλι. Θα φτιάξω άλλο.

Είμαι κομμάτια. Φτιάξε με. Συναρμολόγησέ με. Οι οδηγίες εσωκλείονται. Στο δικό σου σώμα. Νιώθεις τι και πού κουμπώνει. Κι ύστερα δως μου πνοή να ζωντανέψω. Όχι ξεφύσημα. Ανάσα. Μάθε μου. Ζωή.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-445#ixzz2adxuhPxk
http://bibliotheque.gr/?p=11525

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 6.12.12)

Πετάει η πόλη; Πετάει…

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Αλέξανδρου Τσάκωνα

Πήρε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών κι άρχισε να πετάει.

Άδειες νύχτες, μέρες που δεν θυμόταν πια, λερωμένα τάπερ, λερωμένους ουρανούς, χαλασμένα φρούτα, χαλασμένες συμπεριφορές, χάρτινα τίποτα, χάρτινα είδωλα, αποδείξεις, λόγια, που έχει ξαναπεί, που έχει ξανακούσει, εγωισμούς, θυμούς, μια παρεξήγηση, μια αστεία εξήγηση, μιάμιση φιλία, πολλά παλιά φιλιά, ληγμένα φάρμακα, άοσμα μπαχαρικά, βοτάνια που δεν θυμόταν πια, κι άλλες μνήμες, και φωτογραφίες, και φαντάσματα, φακέλους, πόνους, μιξομάντηλα, χαρτιά υγείας, αρρώστιες, κάποιες, φόβους, όσους, ψέματα, όλα, κλειδιά, τηλέφωνα, ανθρώπους που δεν θυμόταν πια, την ελπίδα να θυμηθεί, ρούχα που δεν του χωρούσαν, την προοπτική να του χωρέσουν, ένα κουβά, μια σκούπα που δεν πετάει, κι ένα χαλί, κι ένα ραβδί, και φτερά, και τριανταένα μηνύματα, κάτι που δεν κατάλαβε, την περίπτωση κάποια στιγμή να καταλάβει, cd χωρίς πληροφορίες, πληροφορίες σκέτο, ένα βάζο με μαύρη άμμο, δυο σφάχτες από παλιά καλοκαίρια, παλιούς φορτιστές, δανειστές, κομιστές υποσχέσεων και ονείρων, εφτά πιέσεις, εικοσιδύο άγχη, δεκαεφτά ενοχές, εξίμισι ντροπές, 3 δώρα, μια περήφανη χώρα, πολλές σκιές.

Άδειασε ο χώρος. Τοπίο απαστράπτον. Φωτεινό. Καθάρισε ακόμα και τα σημάδια από τα κάδρα στους τοίχους, έβγαλε τα παλιά καρφιά, στόκαρε, έβαψε, περιμένει υπομονετικά να φύγει η μυρωδιά. Και τότε όλα θα στρώσουν. Είπε κι έκανε το σταυρό του.

Στο μεταξύ, αποφασισμένος και φορτωμένος με τη μαύρη του σακούλα-κακιά σακούλα φτου κακά- κατευθύνθηκε προς τον κάδο. Ποιον κάδο; Κάτι πράσινο κάτω από ένα βουνό πλαστικό χρωματιστό και ζέχνον; Τι καλά… θα ‘χουν και παρέα τα περιττώματά μου, σκέφτηκε. Τα τοποθέτησε πάνω σε μπάζα, πλάι σε μια σάπια πολυθρόνα, κάτω από ένα σύννεφο χαρούμενων μυγών. Δεν πρόλαβε να τους γυρίσει την πλάτη κι ένα ποντίκι είχε ήδη τρυπώσει μέσα σε μνήμη πρώην αγαπημένη. Να και μια γάτα, που όρμησε πάνω στο ποντίκι, που όρμησε πάνω στη μνήμη, που της είχε σβήσει το καντήλι, που κάποτε έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι.

Για πότε ξεσκίστηκε η σακούλα του ούτε που το κατάλαβε. Γέμισε ο αέρας με κακά πνεύματα και άγριες μυρωδιές. Με εγωισμούς, φόβους και θυμούς, λόγια πλαστικά και πεινασμένα όνειρα- έρχονται κατά πάνω του- δε γλιτώνεις από μας, μαλάκα. Τρέχει γρήγορα στο καθαρό του σπίτι να προστατευτεί. Κλείνει την πόρτα. Κλειδώνει. Σφηνώνει από πίσω την ντουλάπα. Κλείνει τα παράθυρα. Τα στόρια. Τις κουρτίνες. Τα μάτια.

Από πάντα λάτρευε τις χαραμάδες του. Από κει μέσα κρυφοκοιτούσε, κρυφάκουγε, κρυφάφηνε να εκδηλωθεί ό,τι δεν τολμούσε. Από κει εισέβαλαν πάλι τα σκουπίδια του. Αυτά που αποφάσισε να ξεφορτωθεί, φορτώνοντάς τα στο δρόμο, στην πόλη, στη χώρα που και την ίδια πέταξε πριν λίγο. Μακριά από το σπίτι του πάντως. Αφού ο ίδιος τις πήρε τις αποφάσεις του. Καθάρισε. Γιατί πάλι;

Γιατί δε γλιτώνεις από μας δε γλιτώνεις δε γλιτώνεις δε γλιτώνεις δε γλιτώ… επαναλαμβάνουν τα στραβά του τα παλιά του τα κακά του. Γλιτώνει ίσως αυτός που συμφιλιώνεται. Με το παρελθόν του, με τις αδυναμίες του, έστω με μια χοντρή μαύρη σακούλα στο μπαλκόνι του. Αυτό μπορεί να το προσπαθήσει, παραδέχεται. Ακόμη και να χαρίσει αντί να πετάξει. Ποτέ όμως… μα ποτέ δεν θα συμφιλιωθεί με μια πόλη που ‘χει συμφιλιωθεί με την ασχήμια της, που πετάει σε βουνά από σκουπίδια τον αυτοσεβασμό της κι οι άνθρωποί της δεν πετάνε …πατάνε …επί πτωμάτων μήπως και σωθούν.

Πετάει η πόλη; Πετάει…πετάει…πετάει… ακόμη και την ψυχή της. Κάτω ή έξω μακριά. Κι εγώ θέλω. Αλλά ψηλά. Από εδώ και πάνω.

Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-444#ixzz2adwUQ39H

                                                                                                           (Πρώτη Δημοσίευση: 29.11.12)

Νεκρή φύση


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική με τη ζωγραφική του Pablo Picasso


Οι τοίχοι και τα ταβάνια έχουν τη δική τους ιστορία. Κάποιος προσπάθησε να τη σβήσει με μπογιά. Μετακίνησε λοιπόν μπαούλα, λαμπατέρ, κάδρα, έπιπλα, όλους αυτούς τους σιωπηλούς κομπάρσους που έχουν τοποθετηθεί σχεδόν τυχαία σ’ ένα χώρο, όλη του τη ζωή κάτω από ένα νάιλον. Τσιμουδιά, είπε και τους βούλωσε με χαρτοταινία το στόμα. Αντικείμενα κουτσομπόλες- πώς να τα εμπιστευτεί; Άψυχα, υλικά, χρησιμοποιημένα, τραυματισμένα, ολοκαίνουρια, δανεικά, μιας χρήσης ή πολλαπλών ή απολύτως καμιάς. Άλλοτε παίζουν ρόλο αισθητικό, άλλοτε πρακτικό. Καμιά φορά παίζουν και ρόλο διάφανο. Βλέπει μέσα τους αυτά που δεν ήθελε ως τώρα να δει.

Συνήθως ούτε καν τα προσέχει… Γι αυτό κι αυτά εκδικούνται με υπόκωφες φωνές και ψιθύρους μες τη νύχτα. Παραμιλάει η βιβλιοθήκη, τρίζει η πόρτα, μπάζει το παράθυρο, κοροϊδεύουν τα βάζα, βογκάει η καρέκλα, ο καναπές στενάζει με καημό. Στιγμιαία θύματα μιας απρόσεχτης φευγαλέας ματιάς κι ύστερα τίποτα. Παρολαυτά μπορεί, αν θελήσει, να τα επικαλεστεί σαν αυτόπτες μάρτυρες της καθημερινότητας ή της απόπειρας δολοφονίας της. Ήταν εκεί κι η λάμπα- θυμάσαι; Το τασάκι, το ποτήρι, το κάδρο, χαμογελούσε ειρωνικά, η κουβέρτα, αυτή έκρυβε τόση ώρα τον αναπτήρα, το χέρι σου κρατούσε ένα στυλό, το καπάκι του στα χείλη σου- θα ‘θελα να ‘μουν πλαστικό και μπλε.

Να κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθε σημάδι πάνω τους και μια περιπέτεια: η μοιραία συνάντηση με μια πέτρα, ή εκείνο το πέσιμο από το ποδήλατο, μια λαδιά, τότε που το ένα πατήθηκε συνωμοτικά για να διακόψει μια φλυαρία, τότε που το άλλο δαγκώθηκε από σκύλο. Αποτυπώματα κούρασης, στραβού γιαλού, κατά λάθος χαδιών. Διανύουν χιλιόμετρα οι ιστορίες παπουτσιών. Και αν προσέξεις, καθρεφτίζουν το μονόλογο των βημάτων τους. Αν τα δωροδοκήσεις με λίγη παρατηρητικότητα, θα τα προδώσαν όλα.

Να κι ένα καλάθι. Φιλοξένησε κάποτε φρούτα. Ύστερα στολίστηκε με κορδέλες γέμισε με καραμέλες καρύδια και μπουκάλια και στάλθηκε για δώρο. Όταν σώθηκαν οι καρποί, τα γλυκά και τα ποτά, τρύπωσαν μέσα του γράμματα και λογαριασμοί. Ύστερα το περιεχόμενο μπερδεύτηκε- μπήκε πάνω του ο τίτλος «Διάφορα» που περιλαμβάνει τα πάντα και τον γλιτώνει από συναισθηματισμούς. Ή μήπως όχι; Μια και είναι άψυχα, περισσεύει πολύς χώρος για να αποθέσει το ψυχικό βάρος που δεν αντέχει να κουβαλά. Έτσι ένα καλάθι γίνεται μια έμπρακτη απόδειξη ότι έζησε, ένιωσε, άδειασε μα σαν γκαμήλα κρατά ακόμη.

Με αφορμή ένα βάψιμο, γέμισε η σελίδα αντικείμενα- παζάρι μεθυσμένο. Πίσω από τον πάγκο, το αφεντικό τρελάθηκε και πουλάει όσο όσο άψυχες ιστορίες… περιπέτειες μολυβιών, επίπλων, οικιακών συσκευών, ποτηριών, σκονισμένων μπαούλων. Λέει το καθένα τον πόνο του: αν χρησιμοποιήθηκε αρκετά, αν παρακουράστηκε, τι είδε, τι άκουσε, πώς σημαδεύτηκε από τον χρόνο. Άλλα πάλι εξακολουθούν να αποποιούνται την πρακτική πραγματική τους χρήση. Αυτά ονομάζονται αντικείμενα πολυτελείας κι έχουν την πολυτέλεια να φαντάζονται… τα χαλιά ότι μπορούν να πετάξουν, τα ποτήρια να μισογεμίσουν, οι κούκλες να ‘ναι όμορφες μια ζωή, οι τρόμπες μαγικά ραβδιά, τα άδεια μπουκάλια να φωνάξουν βοήθεια- αν χρειαστεί.

Μετά τη μικρή νάιλον εκδρομή, τα αντικείμενα σκουπίστηκαν, γυαλίστηκαν και ξαναγύρισαν στη θέση τους. Όπως κι οι ιστορίες τους. Τη νύχτα μόνο εκδικούνται με υπόκωφες φωνές και ψιθύρους. Νομίζει πως άκουσε να του λένε… ζήσε, μην κρατάς… η ζωή είναι πιο πολύτιμη από τα ενθύμιά της.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-443#ixzz2aduqd6wk

                                                                                                              (Πρώτη Δημοσίευση: 22.11.12)

Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-443#ixzz2adv3LTj9

Αναχωρήσεις*

Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Κωνσταντίνου Ξανθόπουλου
Αναχωρήσεις. Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο πάνω από ένα κείμενο, μέχρι και οι λέξεις μοιάζουνε να φεύγουν. Τα δάχτυλα πυροβολούν τα πλήκτρα κι απ’ την οθόνη τα γράμματα σ’ αποχαιρετούν. Ή σου γυρίζουν την πλάτη.

Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο μέσα σ’ ένα κρεβάτι, ξυπνάς ερήμην σου έρημος. Ξυπνάς από το κρύο, τη λάθος κουβέρτα ή το κλείσιμο της πόρτας του ονείρου. Προσπαθείς να ακούσεις τα βήματα που αναχώρησαν. Να μυρίσεις την απόφαση ή την αμφιβολία τους. Πού δίστασαν, πού σιγουρεύτηκαν, πού ήσουν εσύ εκείνη την ώρα;

Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο πάνω σ’ ένα τοίχο, τρεις περαστικοί θα σταματήσουν. Ο ένας θα κουνήσει αποδοκιμαστικά και λίγο μπερδεμένα το κεφάλι του, ο άλλος θα βάλει στα γράμματα μουστάκια και γυαλιά, ο τρίτος ίσως συμπληρώσει από κάτω:

Η ΠΤΙΣΙ 2012 ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΙΣΟ ΕΧΕΙ ΚΑΘΙΣΤΕΡΙΣΙ

 Στο αεροδρόμιο πάντως, ουρά στις αναχωρήσεις. Η κυρία Σιγουριά με τα μπαγκάζια της, η δεσποινίς Βεβαιότητα, οι γεροντοκόρες αδερφές Επιμονή και Υπομονή, η γριά Ψυχραιμία, η μικρή Ελπίδα. Γυναίκες όλες. Όπως και αυτές που έμειναν πίσω: Αγανάκτηση, Θλίψη, Μιζέρια, Εγκατάλειψη, Κατάληψη, Απεργία, Ματαιότητα. Πού είναι οι άντρες ρε παιδιά; Προσπαθείς να ακούσεις τα βήματα που αναχώρησαν. Να μυρίσεις την απόφαση ή την αμφιβολία τους. Πού δίστασαν, πού σιγουρεύτηκαν, πού ήσουν εσύ εκείνη την ώρα;

Αναχώρησε ο μισός πρώτος όροφος, ο μισός δεύτερος, όλος ο τέταρτος, ο μισός πέμπτος. Αναχώρησε η ταράτσα και το σχέδιο να τη φτιάξουμε μποστάνι. Κι ο κάδος ανακύκλωσης μπροστά στο σπίτι. Αυτός πήγε λίγο παραπέρα, έτοιμος να καταβροχθίσει το μπουκάλι που αναχώρησε, την κονσέρβα, την όμορφη νύχτα, τα λόγια.

Αναχωρούν τα λόγια. Μπλέκονται για λίγο στο στόμα, πιάνονται με νύχια και με δόντια, από τα δόντια, να μην φύγουν να μην πουν κάτι που δεν πρέπει- ξανασκέψου το- τσιρίζουν και με μια εκπνοή έγιναν κιόλας παρελθόν. Κι εκείνα τα σωστά που βγήκαν εύκολα ποιος τα θυμάται, ποιος αιχμαλωτίζει τη στιγμή μην τύχει και του φύγει.

Αναχωρήσεις. Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο σε μια ταμπέλα πάνω από ένα γραφείο, θα ‘πρεπε να χεις καταλάβει πως είναι τελετών. Ο διαφημιστικός αναπτήρας του θα γράφει «Το κάπνισμα μας φέρνει πιο κοντά», θα γελάσεις –δεν μπορεί- κι ίσως για λίγο αργήσεις να καπνίσεις. Θ’ αναχωρήσεις γρήγορα, δεν αντέχεις θανατίλα… σε περιμένει άλλωστε έξω η ζωή.

Τι κάνεις για να σταματήσεις μια αναχώρηση; Με πόση απόγνωση μπορείς να τη φωνάξεις πίσω; Σηκώνω το χέρι ψηλά μα… άθελά μου αποχαιρετώ. Ακόμα και την αντίστασή μου να τη φωνάξω πίσω. Μπορεί απλώς να ‘χω μείνει με το χέρι μετέωρο γιατί θέλω να πω το μάθημα. Το ξέρω άλλωστε καλά. Αναχωρώ, αναΧΩΡΙΣ… και πάμε πάλι.
 
*Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο μες το DVD player σε υποδέχεται μια υπέροχη ταινία του Γιοτζίρο Τακίτα- φρόντισε να μην σε πάρει ο ύπνος, είναι ένας ύμνος στον έρωτα και στη ζωή


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-442#ixzz2adtOH9vK

                                                                                                          (Πρώτη Δημοσίευση: 15.11.12)

Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική με τη ζωγραφική του Edward Hopper



Πλάνο μακρινό κι αργόσυρτο. Ομίχλη. Πού τελειώνει η γη και πού αρχίζει ο ουρανός; Δυο τρεις φιγούρες φλου διασχίζουν το μπλε γκρι. Αργά. Και πιο γρήγορα. Πιο γρήγορα. Κι άλλες. Πιο πολλές. Γέμισε η οθόνη βιαστικούς σκυφτούς. Τσαλαβουτάνε σε λίμνες από βροχή. Πατάνε μες τον ουρανό και πιτσιλάνε την κάμερα. Σταγόνα. Τεράστια. Εικόνα. Θολή.

Ξεθολώνει σ’ ένα σπίτι. Αυτή μπαίνει μέσα βιαστική. Χαρτοσακούλα με μπαγκέτες και λαχανικά. Χολ με πίνακες, κρεμάστρα με κασκόλ, σαλόνι με βιβλία, κουζίνα με ζωή και ζωύφια. Ξεκινά να μαγειρεύει. Καταπιεσμένη νοικοκυρά σε σώμα καλλιτέχνη. Ακούω τη φωνή μου, μες την ταινία, πάνω από τη μουσική. «Ομορφούλα είσαι. Χαωμένη και γλυκιά. Τι θα κάνεις; Μακαρόνια; Μαύρα ελπίζω. Κλείσε το καπάκι. Πιάσε τα μαλλιά. Ρίξε κι άλλο αλάτι. Δεν κόβονται έτσι τα λαχανικά. Δεν ροδίζει έτσι το σκόρδο. Πρόσεχε θα κοπείς. Κάηκες. Δεν ακούς…» Τais- toi, φωνάζει η πρωταγωνίστρια, τρυπώντας με το βλέμμα την οθόνη. Βούλωστο, μου λεν οι υπότιτλοι.

Τώρα θα δεις. Η κατσαρόλα ξεχειλίζει. Γεμίζει το σπίτι νερό. Επιπλέουν οι κουτάλες τα βιβλία η μουσική. Τα μακαρόνια ζωντανεύουν την τυλίγουν τη σφίγγουν θα πνιγεί. Αυτή πιάνεται από το πολύφωτο. Μπουρμπουλήθρες με βρισιές. Κάτι προσπαθεί να πει. Σε μένα; Τι να κάνω;

Δίπλα μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αυτή είναι άρρωστη κι εκείνος την προσέχει. Όχι δεν θέλω να ενοχλήσω κι άλλο την αγάπη. Χτυπάω το κουδούνι του άλλου γείτονα.

Είναι ωραίος κι αξύριστος κι αγουροξυπνημένος. Κοιτάζω μες το σπίτι. Φωτεινό κι εργένικο. Κρεβατοκάμαρα μισόκλειστη. Μέσα παίζονται 2 ταινίες σεξ μα κάνω πως δε βλέπω. «Μπορώ να περάσω;» Στο τραπέζι ένας φάκελος, κίτρινος. Ένα μενταγιόν. Ένα όπλο. Ένας χάρτης. Ένα χθεσινό ποτήρι με κρασί. Στο πάτωμα ποπ κορν και μια μπανανόφλουδα. Γλιστράω.

Προσγειώνομαι στον κάτω όροφο. Εδώ όλα είναι ασπρόμαυρα και φτωχικά. Ακούγεται ένα πιάνο από μακριά. «Πού είμαι;» ρωτάω μα ήχος δε βγαίνει. Μια μαύρη κάρτα με πλακώνει με σχέδια και λέξεις στα αγγλικά: Where Am I? Από πάνω μου δυο μάτια τεράστια. Χέρια μέσα σε γάντια του μποξ. Γύρω μου σκοινιά. Είμαι σε ρινγκ; Μου απαντάει μια βωβή μπουνιά που δεν πονάει αλλά με στέλνει έξω από το παράθυρο. Κρατιέμαι απ’ το πεζούλι κι αιωρούμαι. Από κάτω μου μια πόλη πολύβουη.

Αφήνω τα χέρια και πέφτω. Όσο πλησιάζω τόσο πιο έρημος γίνεται. Όχι άλλαξε ταινία. Δεν έχω κουράγιο για περιπέτειες μες τη ζέστη. Από μηχανής δράκος έρχεται από μακριά. Κρατήσου μου λέει στα γιαπωνέζικα. Κρατιέμαι από ένα εισιτήριο για το Φεστιβάλ. Πετάμε πάνω απ’ τα Βαλκάνια ίσαμε τη Φινλανδία. Να και το λιμάνι της Χάβρης. Κι η ατάκα «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι»*. Ποιος είπαμε ότι την είπε; Ρωτάω το δράκο. Μα αυτός δεν είναι εκεί.

Εκεί είναι η αίθουσα κι εγώ είμαι ολομόναχη. Στην οθόνη διάσημα φιλιά κι εγώ κλαίω με λυγμούς. Είμαι μικρή κι όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φιλί, ταινία, παράδεισος, περιπέτεια, ζωή. Και θέλω να παίζουμε μαζί. Στο ίδιο έργο. Στο ίδιο ποίημα. Στο ίδιο νησί.

Απαράλλαχτο εσύ…
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή…
…να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο.**


Συγγνώμη, λέω στην κοπέλα που έπνιξα στην αρχή. «Pardonne moi», δεν της εξηγούν οι υπότιτλοι. Θολή εικόνα. Τεράστια σταγόνα. Ουρανός με βήματα. Λίμνη. Βροχή. Της πάει της πόλης ο Νοέμβρης. Ομίχλη. Πλάνο αργόσυρτο και μακρινό.

* Άκι Καουρισμάκι, δεν πρόλαβε να πει ο δράκος
** Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-441#ixzz2adox5lw4

                                                                                                            (Πρώτη Δημοσίευση: 8.11.12)

Πες αλήθεια, πότε;


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Λυδίας Στατήρη



-Πότε είδες τελευταία κάποιον να κλαίει;
 
Όταν φυσούσε…

Χτύπησα την πόρτα για να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Μου άνοιξε κανονικά. Μούσκεμα. Μου ‘δωσε ρέστα. Με ρώτησε αν η καθαρίστρια κάνει καλά τη δουλειά της. Περίμενα να μου πει πως ξεφλούδιζε κρεμμύδια. Περίμενα να τα μυρίσω. Τι έχετε; Καλημέρα. Είπε η πόρτα ασφαλείας κι έκλεισε με δύναμη.

Κατηφόριζαν ένας πατέρας και δίπλα μια κοπέλα- μάλλον κόρη του. Δεν κοιτάζονταν. Έμοιαζαν. Κι έκλαιγαν. Πιασμένοι από το χέρι. Περίμεναν στο κόκκινο. Στο πράσινο προχωρούσαν. Κι έκλαιγαν.

Να κλαις. Είναι λυτρωτικό. Δεν είναι κακό καθόλου. Δυσκολεύομαι να κλάψω και προσπαθώ να το κάνω βλέποντας συγκινητικές ταινίες. Μάλλον εγώ θα πρέπει να ήμουν ο τελευταίος που είδα, η αντανάκλασή μου στην οθόνη.

Βγήκα για πρωινή βόλτα στην πόλη. Να συλλέξω εικόνες, καλημέρες κι ιστορίες. Μ’ έσπρωχναν παράπονα θλίψες και βιασύνες. Μάλωναν. Στο δρόμο στο φαρμακείο στο σούπερ μάρκετ. Έκλαιγαν μέχρι και τα προφυλακτικά κι οι σερβιέτες, η σήμανση στο δρόμο, τα νεράντζια, οι ληγμένες συσκευασίες, τα οικογενειακά πακέτα, οι προσφορές από το ράφι. Γύρισα στο σπίτι τρέχοντας. Κλείδωσα. Με κοίταξε το σκυλί με απορία. Κι άρχισε να κλαίει.

Στην εφορία. Ένας παππούς διέκοπτε συνέχεια την ουρά ζητώντας συγνώμη, δεν θυμόταν τι του είπαν, πού τον έστειλαν, στον τρίτο, στο μητρώο, στο διάολο. Μια κοπέλα μιλούσε στο κινητό δίπλα στο αυτί της υπαλλήλου, σας παρακαλώ απομακρυνθείτε, συγνώμη, διέκοψε κι αυτή να πει. Να κι ο Γιώργος, πόσον καιρό έχω να σε δω, πού είσαι, είσαι; Μιλάμε, αδειάζουν δυο υπάλληλοι κι επιστρέφει απότομα ο καθένας στο τάμα του: να τελειώνω σήμερα μ’ αυτά και τι στον κόσμο. Πού και πού το la vie en rose στο κινητό ενός δικηγόρου αντηχεί στην αίθουσα αναμονής. Δε συγκινούμαι. Κλείστο το γαμημένο. Εντάξει αλλά εδώ δεν έκλαιγε κανείς…νουθετώ τη μνήμη. Εδώ μάλλον έκλαιγε η Edith Piaf, κι όλοι μας σε λίγο.

Έκλαιγε όταν κάναμε έρωτα. Νομίζω. Μάλλον την πονούσα. Μπορεί και να γούσταρε.

Κυρία με μπαστούνι και καταρράχτη στα μάτια διώχνει μύγες. Γιατί έρχονται όλες πάνω μου; Φωνάζει. Μήπως θα πεθάνω;

Κυριακή πρωί κι έκλαιγε μπροστά στο κλειστό περίπτερο. Τέλος εποχής φώναζε μέσα σε λυγμούς κι ενοχές. Είχε μήνες να πάρει εφημερίδα. Είχε κόψει το κάπνισμα, τις σοκολάτες, τις μαστίχες. Αλλά ήξερε ότι το περίπτερο ήταν εκεί. Μέρα νύχτα. Τους κορόιδευε πως είχαν χάσει τα κλειδιά γι’ αυτό και δεν το έκλειναν ποτέ. Θα πρέπει μάλλον να τα βρήκαν. Και το ‘κλεισαν οριστικά.

Δουλεύω σε γυράδικο στην Εγνατία. Πριν λίγο πέθανε κάποιος μπροστά μου. Είχε μείνει στη μέση της Εγνατίας και περίμενε. Τον παρέσυρε το ένα ρεύμα μετά το άλλο, ήρθε και σύρθηκε ως τα σκαλάκια του μαγαζιού. Κι αυτό. Κάποιος ξέρασε. Εγώ βγήκα έξω να καπνίσω. Δεν έκλαψε κανείς αλλά μάλλον ταιριάζει στην ιστορία σου. Ε;

Είδα τα δάκρυά σου όταν τα φίλησα. Τα μάζεψα στο στόμα μου και ‘γιναν λέξεις: αντίσταση αγάπη αλληλεγγύη. Έβαλα στις λέξεις μουσική. Στη διαπασών με ανοιχτά παράθυρα. Βγήκαν στα μπαλκόνια. Κατέβασαν τις σημαίες και σήκωσαν το χέρι. Είμαστε πολλοί. Είμαστε χαμηλά. Μπορούμε να είμαστε και μαζί. Και πιο δυνατοί απ’ τις αδυναμίες μας. Τότε είδα κάποιον να κλαίει. Ο τελευταίος. Κι ήταν από την άλλη πλευρά.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-440#ixzz2adn9zwme

                                                                                                                  (Πρώτη Δημοσίευση: 1.11.12)

…εκ-δρο-ΜΗ!;…





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πλούσια κι ευτυχισμένη πολιτεία, ένα πανέμορφο παλάτι και μια βασιλοπούλα με μαύρους μεταξένιους καταρράχτες για μαλλιά, φρύδια τορνευτά και μάτια σαν ζαφείρι.

«Δε θέλω εγώ από σένα/παραμυθάκια να μου πεις/λόγια μεγάλα/και ψέματα…»

Εντάξει. Η αλήθεια είναι πως η πολιτεία περνούσε τελευταία μια κρίση. Προσωρινή όμως. Και το παλάτι, όσο να πεις, τα ‘θελε τα μερεμέτια του. Λίγα. Ξερνούσαν σοβάδες τα ταβάνια, οι τοίχοι είχαν μαυρίσει απ’ τον καπνό, τα υδραυλικά ήθελαν ξεβούλωμα, τα ηλεκτρικά να πληρώσουν τη ΔΕΗ. Ψιλά πράματα. Ψιλά ήθελε και η βασιλοπούλα. Κανά ευρώ να πάρει ψωμί, χρόνο, χώρο, στόχο, ελπίδα. Η αλήθεια είναι πως ήταν μέρες άλουστη, τα φρύδια της τσαλακωμένα, τα μάτια της τρίκυκλα. Διαδήλωναν κορνάροντας μαστουρωμένα στο άδειο πρόσωπο. Επείγον αίτημά τους; μια θέα πολύτιμη.
Τις νύχτες πάντως ονειρευόταν. Ότι ζούσε σε μια πλούσια κι ευτυχισμένη πολιτεία μ’ ένα πανέμορφο παλάτι κι η πολύτιμη θέα ήταν η ίδια, αυτή.

«…δε θέλω εγώ από σένα/παραμυθάκια να μου πεις/πράγματα της νύχτας/και μπερδέματα…»

Εντάξει. Ούτε παραμύθια. Ούτε την αλήθεια. Τι σκατά θέλεις θα μου πεις;

«…Εγώ από σένα θέλω/μόνο μια εκδρομή/μια αναπνοή/στο φως μια διαδρομή…»

Ξεκινήσαμε το απόγευμα. Είχε κίνηση μέχρι να βγούμε από την πόλη. Δε μιλούσαμε στο δρόμο. Μόνο σε άλλους μαλάκες οδηγούς. Θόλωναν τα τζάμια απ’ την έξω σιωπή και τη μέσα φασαρία. Πώς βρέθηκα τώρα εδώ; Γιατί δεν είμαι σπίτι μου; Κλείδωσα την πόρτα; Το παράθυρο του μπάνιου; Το θερμοσίφωνο; Πήρα οδοντόβουρτσα; Κάλτσες και βρακιά; Πρέπει να σταματήσουμε σε μια τράπεζα. Να βγάλω λεφτά ή να τη ληστέψω. Τι είχα να κάνω αύριο;

«…εγώ από σένα θέλω/μόνο τ’ όνειρο/σημερινό/κι άσε τ’ αύριο γι’ αύριο…»

Ώσπου χάθηκε το γκρίζο. Πνίγηκε στο πράσινο, στο μπλε και στο πορτοκαλί μωβ του δειλινού. Κι έτρεχαν πίσω μας τα σπίτια, οι σκέψεις, τα λεπτά. Κι άνοιξα το παράθυρο να ρουφήξω αέρα. Κοίτα. Τα βουνά καπνίζουν σύννεφα. Χορεύουν οι κορφές των δέντρων. Γαργαλάνε τις πατούσες της νύχτας κι αυτή ξεραίνεται στα γέλια. Ακούς;

«…Δε θέλω εγώ από σένα/τίποτα να’ ναι πιο βαρύ/απ’ το φτεράκι/μιας μέλισσας…»

Σαν να είμαστε μέσα στο βυθό. Κι ο ουρανός γεμάτος ψάρια. Φύκια κοράλλια κι ανεμώνες. Δε μοιάζει; Δε βουλιάζουμε. Επιπλέουμε. Κι αν θέλουμε βγαίνουμε πάλι στον αφρό…

«…δε θέλω εγώ από σένα/τίποτα να ‘ναι πιο βαρύ/απ’ τον αφρό της/ άγριας θάλασσας…»

Άνθρωποι της πόλης απέναντι στη φύση. Κι όμως. Είμαστε μέσα σε αυτοκίνητο, ίδιο με κείνο που βρίζει και γκρινιάζει και δεν βρίσκει πάρκινγκ να λουφάξει. Ακούμε μουσική απ’ το ραδιόφωνο ίδιο με κείνο που βρίζει γκρινιάζει και δεν βρίσκει τίποτε καλό να πει. Είμαστε άνθρωποι. Κι επιλέγουμε. Να πάμε, ν’ ακούσουμε, να δούμε, να θελήσουμε, ν’ αναπνεύσουμε, να φωτιστούμε.

«…Εγώ από σένα θέλω/μόνο μια εκδρομή/μια αναπνοή/στο φως μια διαδρομή…»

Ξέρεις, πολλές φορές τα τραγούδια μου θυμίζουνε τι νιώθω «…εγώ από σένα θέλω/ λες τελικά αυτά να μου ‘μαθαν τον έρωτα ή μόνο τ’ όνειρο/ πόσο κρατάει; σημερινό/ κι όταν θα γυρίσουμε; κι άσε τ’ αύριο γι’ αύριο…»
 
                                                                                                         (Πρώτη Δημοσίευση: 25.10.12)

Σαν…ίδια


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Vincent van Gogh*


Αν βάλεις το αυτί σου πάνω στα σανίδια, το ξύλο θα στα φανερώσει όλα. Το πιάνο του τρίτου ορόφου, τα κουτσομπολιά του δεύτερου, τον έρωτα στο μυαλό του πρώτου. Τα βήματα των περαστικών. Τώρα κοντοστέκονται μπροστά στη βιτρίνα του φούρνου. Ακούς τα ψιλά πάνω στο ταμείο; Το σουσάμι που δραπετεύει απ’ το κουλούρι; Το ράγισμα στο φύλλο της πίτας;

Σανίδια. Ταλαιπωρημένα. Σημαδεμένα από μια κουτσή κουνιστή πολυθρόνα, ένα τραπέζι που ’χει καιρό να στρωθεί και πολλά αγενή τακούνια. Τα φούσκωσε μια παλιά βροχή, τα υπέγραψε ο καιρός με ίχνη ανεξίτηλα. Πάνω τους φιλοξενούν βιβλία, χαρτιά, αποδείξεις, χαλασμένα στυλό, σπασμένα μολύβια, περιοδικά «ΑΡΜΟΝΙΑ». Ένα πιάτο με ψίχουλα κι ένα φλιτζάνι με βουβό κατακάθι. Υπάρχουν και ξεχασμένα χαρτάκια «μην ξεχάσω» και τσαλακωμένες εμπνεύσεις και λάθος εκτυπώσεις και γράμματα που κάποτε σήμαιναν πολλά και τώρα τεμπελιάζουν. Ένα πλαστικό μπουκάλι που περιμένει υπομονετικά την ανακύκλωση και δυο τρεις αφηρημένες στάχτες λίγο πριν διαλυθούν.

Τα σανίδια φιλοξενούν και στοίβες με cd. Ψηλούς απροσπέλαστους πύργους. Από τα παράθυρά τους διακρίνονται χέρια που εκλιπαρούν βοήθεια. Φυλακισμένες μουσικές που ζητούν ελευθερία.

Έχουν γίνει και γιορτές σ’ αυτό το δωμάτιο, θυμούνται γλέντια τα σανίδια, αυτοσχέδιους χορούς και γέλια να τους διακόπτουν. Έχουν σπάσει πάνω τους σχέσεις και ποτήρια, άχρηστα πολύτιμα, παλιά. Έχουν ποτιστεί με κρασί και μεθυσμένες λέξεις. Στις ρωγμές τους ανθίσανε κέφια των καιρών- μικρά χαμογελαστά θαύματα της θλίψης.

Τα σανίδια θυμούνται και εγκλήματα. Με κιμωλία κάποιος χάραξε πάνω τους το περίγραμμα δολοφονημένων στιγμών. Στις λωρίδες τους παραταγμένες μνήμες. Στοιχίζονται χασμουριούνται και περιμένουν να περάσει. Τι;

 Ένα λεωφορείο περνάει ξεφυσώντας το δρόμο και τα σανίδια τρίζουν. Μια σελίδα αναπηδά τρομαγμένη, Πάνω της, χουζουρεύει ένα ποίημα και μέσα του μια γυναίκα ζωγραφισμένη από την πένα του Γιώργου Μαρκόπουλου:

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από που να αρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ύστερα -και την κοίταζα.
Το πρόσωπο της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.
Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.
Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννηση τους την ερημιά του μάστορα
.


Πάνω στα σανίδια την έβγαλε σήμερα. Σαν παιδί που το ξέχασαν για λίγο κάτω κι αυτό άπλωσε γύρω γύρω όλα του τα παιχνίδια. Με τ’ αυτοκινητάκια του πέρασε πάνω από ό,τι μπορεί να βαραίνει ένα πάτωμα και να περισσεύει από ένα ουρανό. Ύστερα ξάπλωσε εκεί κι αποκοιμήθηκε. Ίσως γι αυτό έμεινε το όνειρο δεμένο με τη γη. Κι όμως αν αντί για κάτω χαμηλά, ακουμπούσε το βλέμμα του πάνω και ψηλά…και έξω;



Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-438#ixzz2adjILUR8

                                                                                                          (Πρώτη Δημοσίευση: 18.10.12)

έλα Λόλα, να ένα μήλο


 Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Marc Chagall

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.
                                                                            (ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ- Ντίνος Χριστιανόπουλος)
 
 
Πεινάω.
Έλα σπίτι μου θα μαγειρέψω.
Έχω κρασί και κοτόπουλο στην κατάψυξη. Έχω σκόρδο κρεμμύδι 2 ντομάτες μισό αγγούρι μαϊντανό κι 1 μήλο. Έχω φαντασία. Λαίμαργη. Και 1,5 ευρώ για παγωτό. Και μισό βάζο κάστανο γλυκό. Έχω σπόρια. Και σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ξεφλουδίζω ανάβω κι ονειρεύομαι. Έχω σπίτι με χρώματα και σκύλο και αντικουνουπικό. Έχω βασιλικό και δυόσμο και ξεραμένο δεντρολίβανο. Και μελωδούς του αέρα και τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Έλα.
Έχω πάνω μου ιστορίες και μέσα μου ταττού. Έχω ρυτίδες απορίας σκέψης γέλιου και φρέσκιες άσπρες τρίχες. Έχω. Σφουγγαρίσει. Έλα.
Η σκόνη δεν έφυγε. Έχω. Ρούχα στο πάτωμα, αράχνες στα όνειρα, άπλυτα στο νεροχύτη, ζόρια στο ταβάνι. Έχω τασάκια γεμάτα. Κάθε γόπα προδίδει μια στιγμή. Οι περισσότερες θα ‘θελαν να ‘χαν κόψει το κάπνισμα. Μια βαριόταν, άλλες ήταν αγχωμένες. Όλες πάντως θα ήθελαν να έχουν μόλις κάνει έρωτα, και το τσιγάρο μετά… απλά να θόλωνε λίγο ακόμη τα τζάμια. Έλα τι φοβάσαι;
Έχω κουρτίνες και σκιές. Σεντόνι, στόρια, μπαλκόνι μισό μέτρο, 3 πόντους θέα στη θάλασσα και φεγγάρι γείτονα. Έλα.
Είμαι κουρασμένη. Δεν θα μιλάω πολύ. Δεν θα σ’ αγγίζω καν. Θα καθόμαστε σιωπηλά κι απέναντι. Θα ζηλεύω το πιρούνι, το ποτήρι, το σκυλί. Θα ζυγίζεις, θα μυρίζεις, θα θέλεις να μείνεις για πάντα ή να μην ερχόσουνα ποτέ. Θα θέλω να φύγεις. Να βάλω δυνατά τη μουσική που σ’ εκνευρίζει και να χορεύω. Όπερα. Σιχτίρ και κίνηση. Άρια κι οργασμός. Έλα.
Όχι δεν χρειάζεται να φέρεις κάτι. Ούτε καν τα χέρια σου. Λουλούδια έχω. Τα κρατάω χρόνια τώρα. Ανθίζουν και μαραίνονται κι ανθίζουν και μαραίνονται ξεραίνονται και μπαίνουν μέσα σε άλμπουμ ,σε πίνακες, σε βιβλία, σε κουτιά από πουκάμισα. Εύθραυστα κι όμως πάνω στο μίσχο τους ισορροπώ, σαν πάνω σε κόκκινη κλωστή, σαν πάνω σε παύλα ανάμεσα σε δυο χρονολογίες: ενθάδε κείται μια γαζία, μια μανόλια, μια γαρδένια, γιασεμί. Ένα ροζ αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Έλα τώρα γιατί σε λίγο θα κλειδώσω. Και τα μαλλιά μου δεν φτάνουν ως τον δρόμο. Και σε λίγο θα γίνει κάτι και θα ξεχαστώ. Δεν θέλω να ξεχαστώ. Θέλω να θυμάμαι. Πως έχω φαντασία. Λαίμαργη. Κι αν πεινάς, μπορώ ακόμη να μαγειρεύω. Κι ας μην χορτάσουμε ποτέ. Αλλά έλα.


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-437#ixzz2adhj06Kj

                                                                                                    (Πρώτη Δημοσίευση: 11.10.12)

Τα 5 φακΕΛΑκια*


 Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Καφίδα

Πέντε φάκελοι οι σύντροφοι του Αυγούστου. Οι οδηγίες ήταν να ανοίγονται με προσοχή μην εξατμιστεί όλη η μαγεία. Ο πρώτος σκίστηκε σε έναν πεζόδρομο. Είχε μέσα έναν φακό και μου ζητούσε να κοιτάξω κάτω τα πλακάκια σαν να χαζεύω μια πόλη από ψηλά. Δειλά δειλά έγινα τεράστια. Μια Κουίν Κόνγκ που χοροπηδούσε πάνω σε ταράτσες. Μπορείς να δεις την πόλη σου σαν άλλη πόλη; Ή τον εαυτό σου πιο ψηλό;

Ο δεύτερος φάκελος ήταν ελαφρύς. Με κορόιδεψαν σκέφτηκα, τι να την κάνω μια κιμωλία; Θα πας λέει σ’ ένα μέρος με έντονη συγκινησιακή μνήμη και θα το σφραγίσεις με ένα κάλεσμα ή μιαν υπογραφή. Διάλεξα μια μνήμη πρόσφατη, ακόμη να πονάει. Ένα δέντρο που να δίνει, να μην ξεχνά, να μην προδίδει. Ήμουν κι εγώ εδώ, του ψιθύρισα με τη λευκή μου σκόνη. Σε νόμιζα κομπάρσο σκηνικό περαστικό κι όμως εσύ είσαι ρίζα λουλούδι και κλαδί. Ίσως και ίσκιος για τους επόμενους.

Φάκελος 3 με κόκκινα χαλίκια. Πήγαινε λέει κάπου που δεν πάει κόσμος και φτιαξ’ του μονοπάτι για να ‘ρθει. Δικό μου είναι αυτό το μέρος… φώναξα, γιατί να σε καλέσω; Εδώ κάθομαι χάνομαι σε ψάχνω. Γιατί αλήθεια να σε μοιραστώ με άλλους, ακόμη και με σένα; Το ‘κανα. Κρυφά να μη με δει κανείς. Έγινα μικρή κοντή και ρεβυθένια. Άλλωστε δεν ήταν ποτέ δική μου η θέα. Ας τη βρει κάποιος και ας την κάνει μουσική. Κι η μουσική ν’ αγαπηθεί από ένα ποίημα. Να τ’ ακούσεις και κάτι να σου θυμίζει. Ένα ανεξήγητο κόκκινο βαθύ ή ένα χαλικάκι.

Ο φάκελος 4 άργησε πολύ. Περίμενε υπομονετικά κατάλληλο αέρα. Η οδηγία ήταν να πάω κάπου ψηλά και να τον αφήσω να ξεράσει πούπουλα στο δρόμο. Θα το προσέξει άραγε κανείς; Ποιος τινάζει μακριά τον ύπνο ή τ’ όνειρό του. Ποιο πουλί γδύνεται τόσο ηδονικά την ελαφρότητα του; Έστρεψε το κεφάλι του και μ’ είδε ένας όροφος πιο κάτω. Μπήκα μέσα γρήγορα, μην ο γείτονας ξεχάσει το θαύμα εξ ουρανού και θυμηθεί τα χρωστούμενα κοινόχρηστα.

Ο πέμπτος ανοίχτηκε με λαχτάρα και ανακούφιση. Μια κόκκινη κορδέλα να δεθεί πλάι στη θάλασσα. Το ‘κανα κι αυτό. Χωρίς καμία συστολή, έμπειρη πια σε κόκκινες αποστολές κι ανεμίζοντα σινιάλα. Έφυγα γρήγορα. Ήμουνα σίγουρη πως το νέο που μου έταξαν, ακόμη και μούσκεμα θα ’ρθει. Με την πρώτη σταγόνα της βροχής. Εκεί που θάβονται ακρογιαλιές πλάνες δειλινά, εκεί που ανθίζει φύλλο μαραμένο.

Αποχαιρέτησα του φίλους μου φακέλους. Τους ξεπροβόδισα στην ανακύκλωση με την ευχή να γίνουνε χαρτί, πάνω τους να γραφτεί… ό,τι πιο φωτεινό- όπως λέγεται άλλωστε και το ξωτικό που μου χάρισε αυτήν την περιπέτεια. Είδα πράγματι μιαν άλλη πόλη; Μπορεί και όχι. Με είδε όμως σίγουρα αυτή και ίσως να μ’ αγάπησε λίγο παραπάνω.

*Οι 5 φάκελοι είναι δημιούργημα των LudiCity Collective (Sarah Burrell, Andrew Simpson, Jon Coddington, Robin Kerr) από τη Νέα Ζηλανδία και λειτουργεί ως διαδραστικό συστατικό της performance τους «Hidden City Maps». Στα χέρια μου ήρθαν από τη Νέα Ζηλανδία μέσω Πράγας, Ναυπλίου, Αθήνας. Μια απόδειξη πως όσο μακριά κι αν ζούμε, όλοι ψάχνουμε τρόπους να ζούμε καλύτερα. Η διαφορά είναι πως κάποιοι καταφέρνουν να κάνουν την επιθυμία ΔΡΑΣΗ. Κι αν είναι το μήνυμα ισχυρό… μεταδίδεται.

                                                                                                   

Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-435#ixzz2ableylNk

                                                                                                                (Πρώτη δημοσίευση: 27.9.12)

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Απολογισμός- εμφιαλωμένες εντυπώσεις


Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Claude Monet



Εδώ και μήνες… είχε αφήσει απ’ τον εξώστη, ένα μπουκάλι ελεύθερο. Άδειο να γεμίσει με καιρό. Μέσα του λευκό χαρτί, πάνω του να γραφτεί η απάντηση σε μια ερώτηση που μπορεί να μην είχε τεθεί ποτέ… δεν θυμάται… περίμενε όμως.

Στο μεταξύ ήρθαν θύελλες. Φουρτούνες, θάλασσες λάδι, κύματος χάδι… απαλό. Ήρθαν σύννεφα, βροχές, τέσσερις εποχές… περίμενε. Και το ταβάνι ξέβραζε μπουκάλια συνεχώς. Απ’ τη μέση και πάνω γεμάτα. Ξεχείλιζε η χαρά κι ας μην είχε ν’ ακουμπήσει. Άλλοτε μπουκάλια πλαστικά, πρώην νερά, δίψες αδέσποτες περαστικές. Ή για χρόνια φυλαγμένες. Μάζευε, έκλεβε, έσπαζε, ζωγράφιζε, χάριζε, γέμιζε, ανακύκλωνε, διακοσμούσε καμιά φορά πετούσε. Περίμενε.

Κι άκουγε. Ψιθύρους αρωμάτων. Τι είχε να πει το ανθρακικό. Το λικέρ που ακόμα να πεθάνει. Εκείνο το κρασί; Μια ρακή παλιά; Τα χείλη που τη φυλούσαν. Άκουγε μες στα μπουκάλια κάτι σαν απόηχο γιορτής; Μια βαβούρα, μια αλάνα με παιδιά, κομπρεσέρ, συνθήματα, ερωτόλογα, βρισιές, βοήθεια, κραυγές. Φοβάμαι, πιστεύω, θέλω, σου ζητώ. Ένα τρένο να έρχεται από μακριά, ένα τραγούδι που ποτέ δεν είχε ξανακούσει, αλλά από πάντα αγαπούσε, ένα πιάνο από άλλο όροφο, ένα μουρμούρισμα ή ολόκληρη συναυλία, καμιά φορά σιωπή. Καμιά φορά και λόγια. Που ξεφεύγουν ή δεν τολμάν να βγουν. Περίμενε όμως.

Κι έβλεπε. Στων μπουκαλιών τον πάτο, μια ολόκληρη πόλη. Σκάλωνε στο στόμα το σκουλήκι, η πλατεία, ο δρόμος, η θέα, το παγκάκι. Χάιδευε δέντρα και σκυλιά, κτίρια, κάδους και κολώνες, μπαλκόνια με μπουγάδες, σκαρφάλωνε στις γλάστρες, κυλούσε μες τις υδρορροές. Έμπαινε κρυφά μέσα σε σπίτια. Μετακινούσε έπιπλα και στράβωνε τα κάδρα- να ‘χει άλλοθι ο γιαλός, το βλέμμα ν’ αρμενίζει. Και ξανά… έβγαινε κι έτρεχε στους δρόμους, έπεφτε, πετούσε επαιτούσε κι απαιτούσε… ζήστε μια όμορφη ιστορία να’ χετε να μου πείτε. Και περίμενε.

Κι έβλεπε. Κόσμο πολύ συναθροισμένο. Σφηνωμένο μέσα στο λαιμό των μπουκαλιών ή να καθρεφτίζεται απ’ έξω. Παραμορφώνεται η εικόνα όταν κάθεσαι και την κοιτάς μα δεν την πίνεις. Παραμορφώνονται τα ονόματα: Κεφίδης, Αϊστοδιαολόπουλος, η δεσποινίς Πρό(σ)θεση, μια κυρία Εχωανάγκη, ένας κύριος Συντροφιάσας. Μπόρχες, Ελύτης, Εμπειρίκος, Καβάφης, Χειμωνάς. Από Φθινόπωρος μέχρι Καλοκαίρης.

Κάθε μπουκάλι και μια συνομιλία. Έλα να το πιούμε παρέα. Γέμιζε ζωγράφους το τραπέζι. Γινότανε καμβάς. Γέμιζαν ποτήρια με χρώματα με λέξεις, μολύβια, πινέλα και στυλό και πολλά ευχαριστώ.

Εδώ και μήνες… είχε αφήσει απ’ τον εξώστη, ένα μπουκάλι ελεύθερο. Άδειο να γεμίσει με καιρό. Μέσα του λευκό χαρτί, πάνω του να γραφτεί η απάντηση σε μια ερώτηση που μπορεί να ‘ταν κι αυτή … γιατί «μεθυσμένο παραμύθι»;

Ίσως γιατί από παλιά, συνήθιζε να υπογράφει με κόκκινη κλωστή.
(Όπου κόκκινο εκείνο που… θ έ λ ε ι ν α δ ρ α π ε τ ε ύ σ ε ι)
Θα περιμένει.

[Ευχαριστώ… Μ.Τ.]


Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/MethysmenoParamythi-434#ixzz2aYE2s8bQ

                                                                                                                 (Πρώτη δημοσίευση: 28.6.12)